Σχετικά άρθρα
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 13 Δεκέμβριος 2011 23:19 |
Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ
Το έργο Πολλά έχουν γραφτεί για τους κρυμμένους συμβολισμούς του έργου αυτού στο οποίο ο Ιρλανδός δραματουργός με την ελλειπτική γραφή και το ακραίο, κυνικό χιούμορ τοποθετεί δύο πρόσωπα σ’ ένα τοπίο μετά την καταστροφή και τα θέτει υπό την εξουσία μιας μάταιης αναμονής. Αν και γραμμένο στον 20ο αιώνα και συγκεκριμένα το 1948 μετά από έναν εξαιρετικά τραυματικό για την Δύση και την Ιαπωνία παγκόσμιο πόλεμο, το έργο αυτό γίνεται ακόμα πιο επίκαιρο στις μέρες μας καθώς οι χώρες σε δύση και ανατολή βαδίζουν αναπότρεπτα και με υπνοβατική προσήλωση προς κάποια μορφή ολέθρου πολύ πιο ολοκληρωτικού. Δεν πρόκειται μόνο για την οριστική έκπτωση του υπαρκτού σοσιαλισμού, για την κατάρρευση του καπιταλισμού με ανυπολόγιστες συνέπειες στα μεσαία και κατώτερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού και για την βίαιη, αιματηρή ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων στη μέση Ανατολή αλλά και για πολλές άλλες μικρές και μεγάλες απώλειες με κρίσιμη εκείνη της αμφισβήτησης της ύπαρξης του Θεού και της μετάθεσης των ευθυνών ή των ανταμοιβών από τα ουράνια στα γήινα που επιτάχυνε μια πολύ ισχυρή κρίση αξιών, αύξησε την προσήλωση σε κάθε μορφής καταναλωτισμό, ενίσχυσε την ανεξέλεγκτη απληστία, την υστερική προσήλωση στις υλικές απολαύσεις και στις απόλυτες εξουσιαστικές δομές. Την απειλή ενισχύει η τεράστια οικολογική καταστροφή που έχει επιτελεστεί στον πλανήτη τα τελευταία χρόνια η οποία όχι μόνο είναι μη αναστρέψιμη αλλά αυξάνεται και με γεωμετρικό ρυθμό. Το έρημο τοπίο του έργου γίνεται μέρα με την μέρα όλο και πιο οικείο και το άγονο δέντρο σηματοδοτεί το δυσοίωνο πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Ο Βλαντιμίρ, ίσως ένας ρώσος κι ο Εστραγκόν, πιθανώς ένας γάλλος περιμένουν κάποιον άγνωστο γνώριμο σωτήρα ο οποίος δεν προσδιορίζεται ούτε ως προς την φύση του ούτε ως προς τις ιδιότητές του αφού κι ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει σε επιστολή του το 1952 πως ουδέποτε είχε σκεφτεί ή γνώριζε ποιος είναι ο Γκοντό. Το σίγουρο είναι πως αυτή η αναμονή αποτελεί και την μόνη τους ουσιαστική ενασχόληση ενώ ταυτόχρονα παρά το γεγονός πως ένας απεσταλμένος του, ένα αγόρι, έρχεται δύο φορές και ενημερώνει τους δύο άντρες, ο ίδιος δεν εμφανίζεται ποτέ. Ο ένας από τους ήρωες αυτούς είναι συναισθηματικά και σωματικά εξαρτημένος από τον άλλο ο οποίος δείχνει πιο ισχυρός και αρκετά πιο αισιόδοξος. Ο αδύναμος επιδιώκει ωστόσο τη σιωπή και την απομόνωση ενώ ο σύντροφός του, σαν αφοπλισμένος διανοούμενος, ξοδεύει το χρόνο του βγάζοντας περισπούδαστους λόγους. Είναι και οι δύο άστεγοι, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι. Επίσης τους είναι φοβερά δύσκολο να τοποθετηθούν στο χρόνο και να προσεγγίσουν τις μνήμες τους, βρίσκονται σε επιλεκτική λήθη. Η εισβολή του Πόντζο που σέρνει μαζί του τον σκλάβο του, τον Λάκυ τον οποίο έχει αποφασίσει να πουλήσει, αλλάζει για λίγο το τοπίο καθώς ο δεύτερος με εντολή του αφέντη του επιχειρεί να τους διασκεδάσει με τον πιο παράλογο, ανεπαρκή και ιδιόρρυθμο τρόπο. Η μέρα τελειώνει και επαναλαμβάνεται για άλλη μία φορά αλλά με μικρές διαφορές. Η δεύτερη εισβολή του Πόντζο και του Λάκυ γίνεται με τον πρώτο τυφλό και τον δεύτερο μουγκό. Η επιστροφή τους από εκείνο το αόρατο κομμάτι του κόσμου που βρίσκεται εκτός του σκηνικού χώρου κάνει ακόμα πιο δυσοίωνη την ατμόσφαιρα αφού η κατάστασή τους υποδηλώνει πως εκεί έξω υπάρχει ένας απροσδιόριστος κίνδυνος, μια απειλή χωρίς πρόσωπο. Το έργο τελειώνει με τους δύο ήρωες ακόμα πιο κουρασμένους, κατηφείς κι απελπισμένους. Το πρόσωπο που περιμένουν δεν εμφανίζεται χωρίς και να ακυρώνεται ολότελα η ελπίδα αφού ο απεσταλμένος του έρχεται και δηλώνει πως θα έρθει αύριο. Ίσως αυτή ακριβώς η υπόσχεση, η οποία δεν τηρείται σε συνδυασμό με την αμνησιακή κατάσταση των ηρώων που δεν μπορούν να προσδιορίσουν τους χρόνους και τις ενέργειές τους ώστε να γνωρίζουν τη διάρκεια της αναμονής τους, να είναι κι η πιο δυσοίωνη πτυχή του έργου αφού ενισχύει την στασιμότητα, την αδράνεια και την υποταγή σ’ ένα στόχο αδιέξοδο. Η παράσταση Ο Καπελώνης δημιούργησε ένα σκηνικό χώρο ελλειπτικό και πένθιμο, ψυχρό, ανελέητο και σε πλήρη αποκλεισμό από το περιβάλλον, ένα είδος υπαίθριου κελιού μέσα στο οποίο οι ήρωες ζουν τις τραγικοκωμικές τους καταστάσεις εκτεθειμένοι στο βλέμμα του θεατή κι εγκλωβισμένοι στην αέναη επανάληψη δράσεων κι αντιδράσεων. Τους ήρωες του Μπέκετ υποδύονται γυναίκες οι οποίες εμφανίζονται όμως κι ερμηνεύουν σαν πλάσματα άφυλα, πλάσματα που δεν ορίζονται ούτε από τα γυναικεία ούτε από τα αντρικά χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές και που επαναπροσδιορίζονται μόνο μέσα από τις ιδιότητές τους κι από ένα ασαφές περίγραμμα ανθρώπινης υπόστασης, σαν παράξενα κι άξενα όντα ενός μακάβριου τσίρκου ή ενός απομονωμένου κι αποκλεισμένου τόπου εκτοπισμού. Η γυναικεία φύση των ηθοποιών ενισχύει εν τέλει τον συμβολικό χαρακτήρα των ηρώων κι ενδυναμώνει την παράλογη φύση τους. Η σκηνοθεσία απογυμνώνει τα πρόσωπα, τα εκθέτει σε βάθος και επαναπροσδιορίζει με σαφήνεια τις πολλαπλές πτυχές της συμβολικής τους υπόστασης. Οι τέσσερις πρωταγωνίστριες αποδίδουν τους ρόλους τους με εξαιρετική ερμηνευτική ποιότητα, αναδεικνύοντας το χιούμορ, τον παραλογισμό και την τραγικότητα των μπεκετικών ηρώων και προσφέροντας στο κοινό μια ουσιαστική θεατρική εμπειρία. Η Γέρου κι η Χατούπη υλοποιούν την παράδοξη σχέση τους μέσα από κινήσεις και δράσεις που ενισχύουν ταυτόχρονα το κυριολεκτικό και το εξωλεκτικό περιεχόμενο των διαλόγων. Απογυμνώνουν από κάθε φκιασίδι τους δύο εξαθλιωμένους ήρωες, τους αποδίδουν με απλότητα, πειστικότητα, σαρκασμό και ένα υποφόσκον συγκινησιακό φορτίο, ένα εκρηκτικό μείγμα απελπισίας, τρόμου, διαψευσμένης προσδοκίας, υπνοβατικής υποταγής και παραίτησης. Η Πιστιόλα ερμηνεύει θριαμβικά τον Πόντζο αποκωδικοποιώντας την εκφυλισμένη εκδοχή της στυγνής εξουσίας κι ορίζοντας το άτεγκτο ταπεραμέντο του σαν ένα τρομακτικό δεδομένο. Η Αλικάκη ενσαρκώνει ένα σπαρακτικό Λάκυ, μια σπασμένη μαριονέτα που κινητοποιεί τους ήδη ξεχασμένους μηχανισμούς άμυνας μέσα από μια εξημερωμένη απελπισία η οποία εκδηλώνεται πιο πολύ σαν σπασμός και σαν οδυνηρό παραλήρημα. Μετάφραση: Σουζάνα Χούλια Σκηνοθεσία: Κωστής Καπελώνης Κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου Χορογραφία: Πωλίνα Κρεμαστά Παίζουν: Κάτια Γέρου Δήμητρα Χατούπη Μυρτώ Αλικάκη Λουκία Πιστιόλα Αριάδνη Καβαλιέρου Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» Φρυνίχου 14 Πλάκα Τηλέφωνο: 2103222464 Διάρκεια: 110' Παραστάσεις: Απογευματινή: Σάββατο 6.15 μ.μ. Βραδινή: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 9.15 μ.μ. Τετάρτη, Κυριακή 8 μ.μ.
Κάθε Κυριακή μπορείτε να παρακολουθήσετε το έργο με 10 ευρώ είσοδο και μετά να πιείτε ένα ποτήρι κρασί με τους ηθοποιούς συζητώντας μαζί τους για την παράσταση.
|