Σχετικά άρθρα
ΙΣΜΗΝΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τετάρτη, 11 Μάιος 2011 09:19 |
Ισμήνη του Γιάννη Ρίτσου Κρυμμένες ψυχές, καταφύγια ηδονής...
Πρόκειται για έναν από τους μονολόγους της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση» ο οποίος άρχισε να γράφεται το 1966 και ολοκληρώθηκε μέσα στα χρόνια της δικτατορίας το 1971, όταν ο Ρίτσος ήταν εκτοπισμένος στη Σάμο. Είναι όπως και αρκετοί άλλοι μονόλογοι του ποιητή, εμπνευσμένος από γυναικεία πρόσωπα, μισοκρυμμένα στις τραγωδίες που εξαφανίζονται στη σκιά των επιβλητικών, ισχυρών πρωταγωνιστών αλλά ταυτόχρονα βιώνουν σε όλο τους το μέγεθος τις οικογενειακές τραγωδίες κι είναι τα μόνα που ξεφεύγοντας από τον θάνατο θα μπορούσαν να συντηρήσουν στο μέλλον τις μνήμες των συγκλονιστικών συμβάντων. Με μια βαθιά αίσθηση της νοσταλγίας και της απώλειας είναι διαποτισμένοι αυτοί οι μονόλογοι οι οποίοι απευθύνονται σε βουβά πρόσωπα, έναν επισκέπτη, κάποιον που έτυχε να περνάει και μπήκε μέσα στο παλιό σπίτι το φορτωμένο με αναμνήσεις, ένα δημοσιογράφο ίσως ή έναν νεαρό γείτονα... Οι γυναίκες πληγωμένες από το χρόνο και ασθμαίνουσες από το βάρος των νεκρών, κινούνται σε έναν απροσδιόριστο χρόνο, σε μια εποχή άλλη που αναγάγει στις παιδικές μνήμες του ποιητή κι ίσως γι’ αυτό, επειδή τον έχει καθορίσει παιδιόθεν, εκείνος της προσδίδει αυτή την μελαγχολική και διαποτισμένη από τις απώλειες της ενηλικίωσης, διαχρονικότητα. Σαν να έχουν παγιδευτεί αυτές οι ηρωίδες του Ρίτσου σε μια φυσαλίδα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, λίγο πριν το τέλος και να παραμένουν αιώνια στα μεγάλα ψηλοτάβανα σπίτια τους, σιγομουρμουρίζοντας ή κραυγάζοντας τις αναμνήσεις τους, φωτισμένες με τις τρεμάμενες φλόγες άλιωτων κεριών και πίνοντας πορφυρά ηδύποτα ενώ έξω, εκεί απ’ όπου έρχεται ο νεαρός σιωπηλός επισκέπτης, οι εποχές αλλάζουν κι οι καιροί κυλούν... Πάντα γυναίκες, με τις οποίες ο ποιητής ταυτίζεται απόλυτα, αναγκασμένος να κρύβει κι ο ίδιος την γυναίκα μέσα του κι ίσως γι’ αυτό ενδύεται το σώμα τους κι εκπορεύεται την ανάσα τους, μοιράζεται τη μυρωδιά του αρχαίου πόθου τους, τη νυχιά μιας εσωτερικής ανατριχίλας που υπομιμνήσκει παρελθούσες ηδονές ή στερήσεις. Το αγόρι, το έναυσμα για την εξομολόγηση, το ευήκοο ους φέρνει μαζί του μια απαγορευμένη, απροσπέλαστη αλλά ζωογόνα ερωτική αύρα που αφυπνίζει τις μνήμες κι επαναπροσδιορίζει τα περιστατικά μέσα από ένα βλέμμα άλλο, πιο προσεκτικό και πιο διεισδυτικό, ένα βλέμμα που στέκει στα ασήμαντα για να μετρήσει το μέγεθος των σημαντικών απωλειών, που προσεγγίζει την μικρή λεπτομέρεια μιας απρόσεκτης κίνησης, ενός ξεχασμένου περιστατικού, μιας χωνευμένης στην καθημερινότητα συνήθειας για να σηματοδοτήσει το μοιραίο, το τραγικό και το αναπότρεπτο. Όλοι γνωρίζουν και αναγκαστικά θα γνώριζαν την Ισμήνη γιατί δεν θα μπορούσε χωρίς αυτήν να υπάρξει Αντιγόνη. Εκείνη είναι, η «άλλη πριγκίπισσα», που καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την αδελφή της, προσδιορίζει το μέγεθος και την ποιότητα της ανυπακοής της και κυρίως την προσήλωσή της στο παρελθόν και στους κανόνες του καθώς ο κόσμος αλλάζει και ορίζεται με νέα, αδοκίμαστα αλλά ισχυρά μέτρα που θα αντικαταστήσουν τα παλιά. Οι νεκροί παραμένουν άθαφτοι, το ταμπού παραβιάζεται, ο ηλιακός, αρσενικός νόμος των νέων ανθρώπων αντικαθιστά τον αρχαίο θεϊκό κανόνα κι η Αντιγόνη, από σύμβολο της αντίστασης στην εξουσία γίνεται η παρωχημένη ιέρεια μιας ημιθανούς θρησκείας που σύντομα θα καταλυθεί. Η Ισμήνη δεν κινείται από φόβο αλλά από σύνεση και προσαρμοστικότητα. Δεν τάσσεται υπέρ του Κρέοντα αλλά υπέρ της ζωής η οποία πάντα αποτελούσε την κυρίαρχη δυναμική της. Υπήρξε ερωτευμένη, υπήρξε ποθητή γυναίκα και ταυτόχρονα μια λαίμαργη έφηβη, υπήρξε εκείνη που όριζε τα μέτρα των δυνατοτήτων της με αυτοσυγκράτηση και πρακτικό πνεύμα, καταθέτοντας σ’ ένα ευοίωνο μέλλον που θα αντιστάθμιζε το αιματοβαμμένο παρόν.
Ο έρωτας για τη ζωή σε αντιπαράθεση με την ηδονή του θανάτου
Η Αντιγόνη μέσα από την οπτική της Ισμήνης του Ρίτσου είναι μια γυναίκα της προσευχής και της στέρησης. Μια σκοτεινή, μαυροφορούσα και πένθιμη παρουσία που αρνείται να συμμετάσχει στο πανηγύρι της ζωής κι επιλέγει το θάνατο όχι από γενναιότητα και ηρωισμό αλλά από πείσμα, εγωισμό, στέρηση και άρνηση της ζωής. Ίσως η αδελφή της Ισμήνης να ήταν η ανίσχυρη κι ευάλωτη της ιστορίας αφού έστω και μόνο για μια στιγμή, λίγο πριν θαφτεί ζωντανή, πενθεί την χαμένη της θηλυκότητα, την απώλεια της ηδονής που δεν γεύτηκε ποτέ το παρθενικό της σώμα. Μια μικρή ρωγμή σ’ ένα απρόσβλητο από επιθυμίες πλάσμα, ορίζει την ανθρωπιά του. Ανίσχυρη ωστόσο να αντιμετωπίσει την κρισιμότητα της ζωής, κλεισμένη πίσω από τα παραπετάσματα μιας άκαμπτης ηθικής, επιλέγει το ευκολότερο, τον πόλεμο, όπως κι όλη της η υπόλοιπη οικογένεια. Όλοι, εκτός από την Ισμήνη. Κανείς τους δεν φάνηκε ικανός να διευθετήσει τα της «ειρήνης», να αποκτήσει εκείνη την σπάνια ευελιξία που παρακάμπτοντας νόμους, καθήκοντα, φιλοδοξίες και υποχρεώσεις, καταθέτει ευφυώς μέσα από μέτρα ανθρώπινα σε κάποια μορφή ευτυχίας, σε κάποιο είδος αναγέννησης, στο απρόσφορο φαινομενικά αλλά και γεμάτο υποσχέσεις μέλλον. Η Ισμήνη θυμάται με κάθε λεπτομέρεια ή μάλλον θυμάται την ίδια την λεπτομέρεια κι απ’ αυτήν αντλεί το ένα και μοναδικό της επιχείρημα, το πιο αυθαίρετο, το πιο αναιδές, το πιο διαχρονικό και το πιο επαναστατικό. Εκείνο που προσφέρει ψήφο στην επιβίωση αδιαφορώντας για την θυσία. «Ζήσε», κραυγάζει. «Οι νόμοι θα πεθάνουν, οι ηγεσίες θα χαθούν, τα έθνη θα παρακμάσουν, τα σύνορα θα παραβιαστούν αλλά η ζωή...αυτήν δεν μπορεί να σου την πάρει κανείς, ούτε ακόμα κι ο χρόνος, ο τελικός, ο πιο σκληρός αντίπαλος. Η ζωή σου, όλα αυτά που έζησες, οι μικρές αδιάφορες στιγμές ηδονής κι απόλαυσης θα διαποτίσουν τον χρόνο και την ιστορία, θα την υπερβούν, θα παραμείνουν αμετακίνητες κι αδιάβλητες στο πέρασμα των αιώνων και θα ορίσουν υπαρξιακά το μέλλον όταν όλοι οι κανόνες θα έχουν καταρρεύσει κι όλες οι θυσίες θα έχουν ξεχαστεί...».
Μια εμφύλια σύρραξη «τραγικά» επίκαιρη
Σχολιάζοντας την επικαιρότητα του έργου θα είχε ενδιαφέρον να προσδιορίσουμε το είδος του πολέμου που έχει αντικαταστήσει τις εμπόλεμες συγκρούσεις μεταξύ εθνών. Τα τελευταία χρόνια έχουμε να αντιμετωπίσουμε μη γενικευμένες, εμφύλιες συρράξεις σε χώρες που βρίσκονται στην αιχμή του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος. Οι επαναστάτες σε αντίθεση με τους κυβερνώντες είναι οι συντηρητικοί, αυτοί που ορίζουν την ευδαιμονία του έθνους τους με κατεστημένες αξίες οι οποίες πρέπει πάσα θυσία να διασωθούν όπως η θρησκεία, ο αρχαίος νόμος των θεών δηλαδή, η πατρίδα, η αξιοποίηση δηλαδή του εθνικιστικού σθένους κι η οικογένεια η οποία μόνο μέσα από κανόνες συντηρητικούς μπορεί να εξακολουθήσει να παραμένει αδιάλυτη. Ο σεβασμός στους γεροντότερους, ο περιορισμός της γυναίκας κατ’ οίκον, η πίστη στο ζευγάρι, η ανηδονία που προστατεύει αυτή την πίστη, η πάταξη της ομοφυλοφιλίας κι ο απόλυτος έλεγχος της νεολαίας αποτελούν τους ισχυρούς παράγοντες που θα προστατεύσουν την οικογένεια από την ενδογενή της τάση να διαλυθεί. Η φιλοπατρία κι η πίστη οδηγούν στη θυσία κι έτσι πολλοί πρόθυμοι να πεθάνουν, μαχητές εξασφαλίζουν εντέλει μια προϋπόθεση νίκης. Οι κυβερνώντες τώρα, ξεπουλημένοι στις ισχυρές δυνάμεις και με μοναδικό κίνητρο το κέρδος, ανοίγουν τα σύνορα των χωρών τους σ’ αυτές τις ισχυρές δυνάμεις και δέχονται την εισβολή των ξένων στρατευμάτων για να επιβληθεί η τάξη ώστε να αποφύγουν την ανατροπή τους, την απώλεια της εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως επιτρέπουν σε δυτικά, πιο φιλελεύθερα πρότυπα να διαποτίσουν τα ήθη των πολιτών ώστε να είναι πιο εύκολο να τους κρατούν υπό έλεγχο με το δόλωμα μιας πιο ηδονιστικής, καταναλωτικής και φιλελεύθερης, σύγχρονης διαβίωσης απαλλαγμένης από τους περιοριστικούς κανόνες του παρελθόντος. Ας δούμε τώρα την «Ισμήνη» μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αφού οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς. Έχουμε έναν εμφύλιο, έχουμε έναν εισβολέα, έχουμε ένα βασιλιά που καταδικάζει τον εισβολέα και απαγορεύει την ταφή του. Ταυτόχρονα όμως φοβάται μήπως ανάμεσα στους θερμόαιμους οπαδούς του άταφου νεκρού υπάρχει κάποιος πυρήνας αντίστασης κι ελπίζει να τον ανιχνεύσει συλλαμβάνοντας αυτούς που θα παραβιάσουν το νόμο του. Αντί για τρομοκράτες του φέρνουν την πριγκίπισσα, μελλοντική σύζυγο του γιου του και βασίλισσα, την μόνη που μπορεί λόγω της καταγωγής της να καταξιώσει την ενθρόνιση του γόνου του. Η Αντιγόνη υπερασπίζεται τους αρχαίους νόμους. Η επαναστάτρια είναι συντηρητική, δεν αναγνωρίζει τους νέους κώδικες που θα ανέτρεπαν το κατεστημένο και θα όριζαν με ανθρώπινους κι όχι θεϊκούς νόμους, το δίκαιο. Χωρίς να είναι με το μέρος του, υπερασπίζεται τον εισβολέα-αδελφό ο οποίος ως τρομοκράτης μιας άλλης εποχής διεκδικεί το θρόνο κατά τους κανόνες που όρισε ο βασιλιάς-πατέρας του. Η Ισμήνη μπορεί να δει πως όλη αυτή η διαπλοκή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αρχέγονη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και στο νέο. Η Ισμήνη του Ρίτσου αλλά και του Σοφοκλή δεν τάσσεται υπέρ του Κρέοντος ή εναντίον του, τάσσεται υπέρ της ζωής την οποία θα πρέπει κανείς να επιχειρήσει να προστατεύσει από τους αιματηρούς καυγάδες των κοκοριών μέσα στους ορνιθώνες. Η Ισμήνη δεν ενδιαφέρεται για παλιούς ή νέους νόμους, υπερβαίνει τα εσκαμμένα της εποχής της και γι’ αυτό γίνεται η ηρωίδα ενός σύγχρονου έπους, μέσα από την ποίηση του Ρίτσου, γίνεται το σύμβολο εκείνου που αρνείται να εμπλακεί σε αιματοχυσίες εξυπηρετώντας έτσι την μία ή την άλλη φατρία και ιδεολογία, του αυθεντικού επαναστάτη, εκείνου που το όριο του είναι η αγάπη κι ο νόμος του η ζωή.
Η παράσταση
Η υπέροχη Κάτια Γέρου υπηρέτησε το ρόλο της με σπαρακτική ειλικρίνεια, αφοπλιστική αυθεντικότητα και βαθιά ηδονική και γεμάτη χυμούς εκφραστικότητα αποδεικνύοντάς μας για άλλη μία φορά την ποιότητα και το βάθος της υποκριτικής της τέχνης. Με ερμηνευτική άνεση και αβίαστη αμεσότητα αποκάλυψε τις πολλαπλές αποχρώσεις του ρόλου, οδηγώντας την «Ισμήνη» του Ρίτσου σε μια εξαίσια σκηνική αποκάλυψη. Η σκηνοθεσία επιχείρησε μια ερμηνεία του δρώμενου η οποία παρέμεινε ακαθόριστη και χωρίς έρμα, δίνοντάς μας την εντύπωση περισσότερο μιας ακατανόητης και μάλλον ανωφελούς επέμβασης στη νοηματική του κειμένου παρά μιας νέας, πιο εμπνευσμένης σκηνικής του απόδοσης. Ο σιωπηλός παρατηρητής ο οποίος μοιάζει από την αρχή να επιχειρεί να δραπετεύσει από την δράση, εντέλει κι όταν η Ισμήνη φοράει το ένδυμα της Αντιγόνης, την σκοτώνει. Γιατί η Ισμήνη ντύνεται την Αντιγόνη και ποιαν από τις δύο εκτελεί ο επισκέπτης; Και τι σχέση έχει όλο αυτό το δρώμενο με τον λόγο και την λογική του ποιητή; Θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Ανιχνεύστε το μόνοι σας. Αλλά μην χάσετε την εξαίσια, λυτρωτική ερμηνεία της Γέρου που αντιπαρέρχεται κάθε επωφελούς ή ανώφελου ευρήματος για να φέρει ως το θεατή ανόθευτη όλη την μαγεία και την εσωτερική ποιότητα του λόγου ενός σπουδαίου ποιητή, σε μερικές από τις καλύτερες, ίσως και τις πιο αισθησιακές σίγουρα, στιγμές του. Σκηνοθεσία: Άσπα Τομπούλη Κοστούμια: Χριστίνα Μπάρλου-Παπούλια Συνθέσεις ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος Φωτισμοί: Ηλίας Κωνσταντακόπουλος Φωτογραφίες: Πέτρος Αλατζάς
Ισμήνη: Κάτια Γέρου Ακροατής: Ήλιος Σαγίς
Κινητήρας studio Ερεχθείου 22 (κάθετος στην Οδό Χατζηχρήστου) Ακρόπολη (Στάση Μετρό: Ακρόπολις)
Τελευταία παράσταση: Τρίτη 17 Μαΐου 2011
Ημέρες παραστάσεων: καθημερινά εκτός Τετάρτης 11/5
Ώρα παράστασης: 21.15
Τιμές εισιτηρίων: 15€, 12€ φοιτητικό
Διάρκεια παράστασης: 65 λεπτά
Τηλέφωνο Ταμείου: 210 9248328 |