Σχετικά άρθρα
INSENSO |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Σάββατο, 10 Νοέμβριος 2012 08:29 |
Insenso του Δημήτρη Δημητριάδη «Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει απαραίτητο πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, στο έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα». Αντονέν Αρτώ Σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και από την ομάδα «Angelus Novus», ανέβηκε στις 27 Οκτωβρίου 2012, το θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη Ο συγγραφέας Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1944. Το 1963, με υποτροφία τού βελγικού κράτους, σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες, στην I. N. S. A. S. (Institut National des Arts du Spectacle). Το 1968, ανέβηκε στο Παρίσι, στο Théâtre de la Commune d’Aubervilliers, από τον Patrice Chéreau, το πρώτο θεατρικό του έργο, «Η Τιμή της Ανταρσίας στην Μαύρη Αγορά» (1965-66). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1971, ασχολήθηκε επαγγελματικά με την μετάφραση. Μετέφρασε έργα των: Jean Genet, J.-P. Sartre, Maurice Blanchot, Georges Bataille, Michel Butor, W. Shakespeare, D. de Nerval, Marguerite Duras, G. Courteline, M. Maeterlinck, H. de Balzac, B. – M. Koltès, P. D. la Rochelle, Samuel Beckett, Julien Green, E.M. Cioran, T. Williams, καθώς και αρχαίο δράμα : Αισχύλο (Ορέστεια) και Ευριπίδη (Φοίνισσες, Ιππόλυτος, Ελένη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις). Το προσωπικό του έργο ξεκίνησε το 1978 με το πεζογράφημα «Πεθαίνω σαν χώρα», και ακολούθησε, το 1980, η ποιητική ενότητα «Κατάλογοι 1-4». Παράλληλα, προχώρησε στην συγγραφή θεατρικών έργων «Το Ύψωμα», «Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα», «Η αρχή της ζωής», «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή», «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι», «Διαδικασίες Διακανονισμού Διαφορών», «Χρύσιππος», «Τόκος» και άλλα. Τα θεατρικά του έργα είχαν μεγάλη επιτυχία, στη Φλωρεντία, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Το κείμενο Ο παθιασμένος μονόλογος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας - «όπερα χωρίς μουσική» κατά τον συγγραφέα του- παραπέμπει στην πηγή έμπνευσης του , στην ταινία του Λουκίνο Βισκόντι Senso (αίσθηση) που κι αυτή με τη σειρά της διασκευάζει την ομώνυμη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, του 19ου αιώνα. Το κείμενο είναι στην κυριολεξία γραμμένο σαν παρτιτούρα όπερας με προσδιορισμένους ακόμα και τους τονισμούς της ερμηνείας και την ίδια την ένταση της φωνής. Σημαντικό ρόλο στο κείμενο κατέχουν οι παύσεις που δεν υλοποιούνται ανάμεσα στο λόγο αλλά στο επίκεντρο της σκέψης του θεατρικού προσώπου. Αλλά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η συγγραφική υπόδειξη ότι «είναι μια όπερα χωρίς μουσική». Αυτό σημαίνει ότι κανένα απολύτως μουσικό κομμάτι δεν συνοδεύει και με κανέναν τρόπο το κείμενο. Μόνον σιωπή, και όσοι ήχοι επιτρέπει αυτή να ακουστούν. Στην ταινία η Κόμισσα καταγγέλλει τον εραστή της κι εκείνος οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα ως λιποτάκτης. Κι εκεί που τελειώνει η ταινία αρχίζει η παραφορά σώματος και αισθήσεων, λογικού και λόγου. Αρχίζει το «Insenso». «Είμαι η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι. Κατέδωσα τον εραστή μου, υπαξιωματικό Φραντς Μάλερ, για λιποταξία από τον αυστριακό στρατό. Διετάχθη η σύλληψη του και η άμεση εκτέλεσή του. Άκουσα την ομοβροντία. Έβγαλα μια μεγάλη κραυγή και χάθηκα, κλαίγοντας, μέσα στη νύχτα της Βερόνα». Στο «Insenso» η κόμισα συνεχίζει να ζει περιπλανώμενη στους δρόμους της Βερόνας, απογοητευμένη και μετανοιωμένη που δεν σκότωσε με τα δικά της χέρια τον αγαπημένο της, ώστε να πάψει να υπάρχει μέσα της. Η δραματουργία Πρόκειται για μια απόδραση από το συναίσθημα και την προσωπικότητα. Ένα κείμενο όπου ο έρωτας μετατρέπεται σε λογοτεχνικό φαινόμενο, μια χειρονομία γίνεται κίνηση όχι του ίδιου του σώματος αλλά της ψυχής τη στιγμή που ο λόγος - στοιχείο ανυπέρβλητο- δεν είναι μόνο αίσθηση αλλά και κοινωνικός στοχασμός. Και εδώ η λέξη «λόγος» έχει πολλά νοήματα. Σημαίνει και μέτρο και ορθό λόγο αλλά και πείρα ζωής και ελεύθερη σκέψη. Ένας γυναικείος μονόλογος που δεν διστάζει να βουτήξει μέσα στο ζοφερό περιβάλλον μιας σκληρής πραγματικότητας, του πάθους και της ερωτικής απογοήτευσης. Με έναν μοναδικό και λεπτότατο ποιητικό τρόπο με την αξία της καθαρής έκφρασης το «Insenso» αποτελεί μια πραγματική άρια όπου μέσω ενός μονολόγου αποκρυσταλλώνεται μια συναισθηματική κατάσταση. Βέβαια η τραγικότητα της ζωής είναι ένα γεγονός «ιστορικό» και η τραγικότητα της τέχνης είναι γεγονός αισθητικό. Τα δυο αυτά είναι γεγονότα διαφορετικά που δεν αντιμάχονται το ένα το άλλο, μα πρέπει να συνεργάζονται. Η τραγικότητα της ζωής, μας δίνει το θέμα. Και η τραγικότητα της τέχνης από την άλλη, μας λυτρώνει. Οφείλει η τέχνη -κατά πολλούς- να μας «καθαίρει δι’ ελέου και φόβου», σύμφωνα με την αριστοτελική αρχή. Υποστηρίζοντας πως η «λύση» είναι που δίνει στη δράση το νόημά της. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό δοκίμιο πάνω στον έρωτα με ευαίσθητο και λεπτότατο ποιητικό λόγο που όμως, ενδεχομένως να μην μας βάζει και τόσο εύκολα στον μακρύ δρόμο της κάθαρσης. Πιθανόν η αιτία να είναι ότι όλη αυτή η επιθυμία για την αποκάλυψη της αλήθειας τείνει να εξελιχθεί σε άλλοθι για το πλάσιμο της εικόνας της μονολογούσης κόμισσας. Μιας εικόνας που μας αρέσει όμως γιατί η πλειονότητα διψάει να γίνει μάρτυρας προσωπικών ακραίων καταθέσεων (κι όσο πιο ακραίων, τόσο καλύτερα) και ενδεχομένως με τη σειρά του, αφηγητής/τροφοδότης. Όπως όμως και να έχει, οι οποιεσδήποτε ασυνέπειες ως προς τις αριστοτελικές αρχές -για όσους τις επιζητούν- έχουν την τάση να απορροφούνται και να εξαφανίζονται χάριν της υποβλητικής δύναμης του ποιητικού λόγου και ρυθμού του. Και η ποίηση έχει την τάση να υποβάλλει περισσότερο και να σημαίνει λιγότερο, σαν την μουσική. Πόσο περισσότερο όταν πρόκειται για θεατρική όπερα… Ο κ. Δημητριάδης δεν επηρεάζεται από την νωθρή απαίτηση του κοινού για μια εύκολη καταληπτότητα. Μόνο η καθαρή ποιητική έκσταση μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να ζήσει μέσα του ένα τέτοιο πάθος και να μην πεθάνει, ζώντας το. Οι ματαιωμένες στιγμές μένουν σαν πιο πραγματικές από τις πραγματοποιημένες, γιατί έμειναν στην αιωνιότητα εκκρεμείς ως δυνατότητες, ενώ οι πραγματοποιημένες πέρασαν κ’ έσβησαν στο χρόνο. Η ποίηση στο ποιητικό δράμα «Ιnsenso» δεν έχει χαρακτήρα διακοσμητικό αλλά λειτουργικό. Η παράσταση Το σκηνικό, γυμνό, βυθισμένο στο σκοτάδι, θυμίζει τον γυμνό χώρο του Πήτερ Μπρουκ δίνοντας την ευκαιρία στον ηθοποιό να ανακαταλάβει τη σκηνή, να γίνει ο ίδιος αυθεντικός φορέας αισθημάτων και ιδεών. Η σκηνοθεσία αναθέτει αυτόν τον μονόλογο σ’ έναν νεαρό άνδρα ηθοποιό –κατόπιν υπόδειξης του συγγραφέα- προβληματίζοντας μας. Και μπορεί αρχικά να μας θυμίζει σαν τακτική, την αρχαία τραγωδία όπου άντρες υποδύονταν γυναικείους ρόλους και να μας παρακινεί να αναλύσουμε αρχέγονα σύμβολα και διπολικές τάσεις φύλλων, στην πορεία όμως καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως έχει να κάνει με κάτι ανώτερο. Με την διττότητα-δυισμό του ανθρώπινου σώματος. Εκεί όπου το «δύο» γίνεται «ένα», εκεί όπου ακόμη και τα ίδια τα φύλα υποχωρούν, εκεί όπου δεν υπάρχει άρρεν και θήλυ γιατί ο έρωτας, το πάθος, η εκδίκηση, η προδοσία, ανήκουν το ίδιο και στα δυο φύλλα. Είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινα κι όχι κάποιου ενός μόνο φύλλου. Άλλωστε στο πλαίσιο της διυποκειμενικότητας του δρώντος και δράσαντος ηθοποιού μπορεί ένας άντρας να υποδυθεί έναν γυναικείο ρόλο χωρίς να μας αποστασιοποιεί και χωρίς να απειλείται η «αξιοπιστία του ομιλούντος θεατρικού προσώπου». Γιατί όπως το ίδιο το θέατρο έχει μια διττή φυσιογνωμία, τον λόγο και την πράξη, έτσι και ο ηθοποιός κατά έναν τρόπο είναι ο εαυτός του και κατά έναν άλλον δεν είναι -εκ-στασης”= εξίσταται εαυτού-. Και είναι συνηθισμένη αυτή η όψη του μεταμοντερνισμού όπου ο ομιλητής του έργου γίνεται μια μυθική φιγούρα χωρίς προσδιορισμένη ταυτότητα. Έχει τη ρευστότητα που έχουν όλα γύρω του. «Είναι» και «Δεν είναι». Ο Αναστάσης Παπαδόπουλος (Κόμισσα Σερπιέρι) έχει έναν εσώτερο μονόλογο και ένα ανεξάντλητα εκφραστικό σώμα ώστε να συμβαδίζει με το κείμενο και την διάθεση που απαιτείται μετατρέποντας τον θεατή σε «δεσμώτη του» κι ας γίνεται στην πραγματικότητα αυτός ο υπηρέτης μιας εικόνας πιο σημαντικής και από τον ίδιο. Φαίνεται να είναι τόσο εξοικειωμένος με το περιβάλλον του έργου, ώστε να γίνεται μέρος του. Μια όμορφη παρουσία που εξωτερικεύει την δική του εσωτερική φωνή δίχως να αλλοιώνει τον χαρακτήρα του έργου. Πρόκειται για μια εκλεκτή παράσταση για απαιτητικό κοινό, λάτρεις της ποίησης, του θεατρικού λόγου και της επιθυμίας του λόγου. H παράσταση είναι αποτέλεσμα της διπλωματικής εργασίας στην υποκριτική του Αναστάση-Δημήτρη Παπαδόπουλου , στην «Σχολή Καλών Τεχνών ΑΠΘ-Τμήμα Θεάτρου». Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης Κοστούμι-φωτισμοί: Έλενα Κώτση με τη βοήθεια του Απόστολου Αποστολίδη Επιμέλεια κίνησης: Όλη η ομάδα με τη βοήθεια της Ελίζας Γκιλιοπούλου Μακιγιάζ: Μελίνα Γλαντζή Κατασκευή κοστουμιού: Φούλη Βουτσά Ερμηνεία: Αναστάσης – Δημήτρης Παπαδόπουλος Studio «Όρα» Αντωνίου Καμάρα 3 και Τσιμισκή (έναντι Χ.Α.Ν.Θ.) Τηλέφωνο: 2310 232799 Σάββατο & Κυριακή στις 21:30 Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά, χωρίς διάλειμμα Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 10 ευρώ, Φοιτητικό/Ομαδικό/ΟΛΜΕ: 8 ευρώ, ΟΑΕΔ/ατέλεια: 5 ευρώ
|