Σχετικά άρθρα
ΛΗΘΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Δημήτρης Ψάχος |
Σάββατο, 17 Νοέμβριος 2012 09:00 |
Λήθη του Δημήτρη Δημητριάδη
And the truth shall set you free… «Η Λήθη είναι ένας άνθρωπος στο μεταίχμιο, όπως και η χώρα μας. Ένα βήμα ακόμα και βυθίζεται στην ευεργετική λησμονιά της. Ο θάνατος είναι ο φόβος του θανάτου και η κόρη της Έριδας, η αδερφή του Θανάτου και του Ύπνου μας αφηγείται πόσο σημαντικό είναι το να αφήνεσαι στο τίποτα.» Δημήτρης Τάρλοου Ο υπαρξιακός μονόλογος του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου ανεβαίνει για τρίτη σεζόν, τον Οκτώβριο του 2012, στο θέατρο Πορεία. Η δεύτερη εκδοχή της Λήθης με πρωταγωνίστρια την Εκάβη Ντούμα γνώρισε πέρσι εξίσου μεγάλη επιτυχία και γι' αυτό επαναλαμβάνεται για 18 μόνο παραστάσεις από 16 Οκτωβρίου έως 22 Δεκεμβρίου. Η αντίδραση που θα νιώσει κάποιος θεατής στην αρχή, στη διάρκεια ή στο οριστικό τέλος μιας παράστασης, πολλές φορές εξαρτάται και από την ψυχοσωματική του σύσταση, παρατηρώντας εκφράσεις και στη συνέχεια παίρνοντας θέση με βάση τα κριτικά του ερεθίσματα, αποδίδει το εικαστικό αποτέλεσμα. Τα ερεθίσματα περιλαμβάνουν εμπειρίες και επιλογές, μα και υπάρχοντα όρια. Στη «Λήθη», τον μονόλογο του Δημήτρη Δημητριάδη όμως, το όριο δεν υπήρξε ποτέ. Οι εμπειρίες καθορίζονται με τη συνείδηση κι όχι με την έρευνα, και όσον αφορά τη δράση – αντίδραση της φυσικής ροής των πραγμάτων, τίποτα δεν είναι αέναο, αφού το σώμα αλληλοεπηρεάζει και επομένως, είναι ισόποσο με τη σκέψη. Όλες αυτές τις εννοιολογίες και επιπρόσθετους συμβολισμούς περιέχει το (όσο υπερβολικός και αν ακουστώ) επίκαιρο κείμενο, διασκευασμένο από τον Δημήτρη Τάρλοου σε μια off-limits αμεσότητα προς το κοινό που αντιλαμβάνεται την ενεργητικότητα της μοναδικής φιγούρας στη σκηνή, παρόλο που η ποιητική στίξη του Δημητριάδη ίσως δυσκολέψει τους μη μυημένους. Ένα τρίπτυχο γέννησης – καθημερινότητας – θανάτου δημιουργείται από τη στιγμή που τα φώτα θα πέσουν στην πρωταγωνίστρια, κουλουριασμένη, ανήμπορη, απρόσιτη από τον έξω κόσμο, με μοναδική δυνατότητα να κινείται σε ένα ορθογώνιο γυάλινο «κουτί». Ο/Η χαρακτήρας συνοπτικά παρουσιάζεται σαν η πραγμάτωση της εξωτερίκευσης, όπου το γυμνό σώμα και η απερίγραπτα ωμή αφήγηση μιας (οποιασδήποτε;) ανθρώπινης υπόστασης σχηματίζουν ένα επιθυμητό αδιέξοδο προς την...παντοκρατία της ζωής. Το τι είναι καθημερινό και τυπικό αποτελεί τα καίρια σημεία του έργου που εκφράζονται από τις κραυγές της Εκάβης Ντούμα αλλά τι είναι η λήθη ετυμολογικά; Μια λησμονιά, μια χαμένη μνήμη, το σύμπαν χαραγμένο σε κάτι ανώτερο που δε γνωρίζουμε. Μπορεί άτυπα το σώμα να συμπαραστέκεται στο αλόγιστο του πνεύματος, κάτι που κορυφώνεται στον «νεκρικό» επίλογο της παράστασης. Και όμως, ενώνοντας τις υποθέσεις, το δισυπόστατο «κατηγορώ» στη διάρκεια της εξομολόγησης (;) έρχεται ουρλιάζοντας και ισοπεδώνει το τώρα, την κραταιά πεμπτουσία της ανθρώπινης φύσης, παραμερίζοντας το πνεύμα διακριτικά, ίσως και ελιτιστικά. Ένα ελεύθερο από πληγές και σκοτούρες σώμα, αφού όπως ακούμε σε κάποια φάση αόριστες σκέψεις πως η μνήμη δεν έχει νόημα όταν ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και πως οι ιστορικές διαδρομές βρίθουν από επιθανάτιους ρόγχους. Κι’ αν εξαρχής παρουσιάζεται ο χαρακτήρας φαταλιστικός, ο λόγος του Δημητριάδη στέκεται αμέτοχος απ’ το παρόν, όπου ο Τάρλοου επιλέγει σοφά να τον διατηρήσει σε μια απροσδιόριστη εποχή. Το κουτί λοιπόν η ζωή και το σκοτάδι στο φόντο, ο χρόνος ο αέναος. Οι επιβλητικοί ήχοι του Blaine Reininger «φωτίζουν» θριαμβευτικά και λυπητερά ταυτόχρονα την αγωνία του γυμνού σώματος της Ντούμα προς άγνωστες κατευθύνσεις, πιθανώς και σε μας, ένα κοινό που ηθελημένα βουτάμε στη συνθήκη λόγου – σώματος και η Ντούμα με το σφιχτοδεμένο βλέμμα υπογραμμίζει τη νίκη της φθοράς του σώματος μέσα από τις ελευθερίες του. Το σώμα «Μου» αποκτά μέσα από την αναρχικά στιβαρή ερμηνεία της, μια καθολική ανωτερότητα. Το αρχή των πάντων βρίσκεται στην τελική έκβαση των πράξεών μας και το τρίπτυχο που αναφέρθηκε παραπάνω εναλλάσσεται μέσα από απειλητικές φωτοσκιάσεις (Felice Ross) και καταλυτικές ηχητικές νότες διαρκείας, δίχως ένα γραμμικό σκοπό παρά αυτό που το σώμα της Ντούμα μιλάει προσωπικά και διεισδυτικά στο νου και στην καρδιά. Η φθορά υπάρχει κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό σαν λεπτομέρεια. Η πειθαρχία μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιού συγκλονίζει, όπου η Ντούμα πολλές φορές υπερπηδά το κείμενο καθεαυτό μέσα από ένα περιορισμένο μεν σκηνικό, αφοσιωμένη δε σε μια υποκριτική τολμηρή κι απόλυτα φυσική. Δεν είχα καταφέρει να απολαύσω τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο πριν από 1,5 χρόνο στον ίδιο ρόλο, μιας φιγούρας αντιπροσωπευτικής του ανθρώπου του 21ου αι. (υποθετικά πάντα) όμως είμαι σίγουρος η Ντούμα πήρε τη σκυτάλη επάξια. Ο Τάρλοου σύντομα και υπόγεια προβάλλει ένα τοπίο γυμνό από απελπισία μιας και η βεβαιότητα της αβεβαιότητας όπως θα έλεγε και ο Καμύ είναι το μόνο βέβαιο σε ένα άπιαστο …σύμπαν. Ο άνθρωπος στο αιώνιο κλουβί πειρασμών και αντιφάσεων, πόλεμοι και οδύνες να ελέγχουν την ύπαρξή του κι ένα γυμνό σώμα που δε θα έπρεπε αλλά παραμένει ταμπού στην κοινωνία της δουλοπρέπειας και ενημερωτικής σκατολογίας. Τι απομένει; Μονόλογοι επί μονολόγων και η απαλλαγή του γυμνού από συντηρητισμούς του παρόντος. Η σκέψη εικονιζόμενη ως ο οργασμός του κορμιού και η ομιλία, η μήτρα του. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου Σκηνικά - κουστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου Φωτισμοί: Felice Ross Μουσική - Σύνθεση ήχων: Blaine Reininger Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλλα Γιοβάνη - Δήμητρα Κουτσοκώστα Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αλεξιάδου Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα Παίζει η Εκάβη Ντούμα Τρίτη στις 9.00μμ και Σάββατο στις 7.00μμ Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 15 ευρώ, Νεανικό(κάτω των 24): 10 ευρώ Ανέργων κάθε Τρίτη: 10 ευρώ Βραβεία: Βραβείο ερμηνείας ελληνικού έργου «Κάρολος Κουν» 2011 στον Δημοσθένη Παπαδόπουλο για την ερμηνεία του. Έπαινος δραματουργίας ελληνικού έργου «Κάρολος Κουν» 2011 στον Δημήτρη Δημητριάδη. 1ο βραβείο νεοελληνικού έργου στον Δημήτρη Δημητριάδη στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού 2011 του Αθηνοράματος. |