Σχετικά άρθρα
ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑΝ ΧΩΡΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Παρασκευή, 14 Δεκέμβριος 2012 15:43 |
Πεθαίνω σαν χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη
… Θα ‘λεγε κανείς πως το αδιέξοδο της χώρας είναι στις ψυχές των κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο... Το εμβληματικό πεζογράφημα του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα» παρουσιάζεται από την θεατρική ομάδα Ars Moriendi σε σκηνοθεσία Θάνου Νίκα, από την 1η Δεκεμβρίου στην Θεσσαλονίκη. Ο κ. Δημητριάδης μας δίνει πάντα εξαιρετικά δείγματα γαλλικού πρωτοποριακού θεάτρου. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το «Πεθαίνω σαν χώρα» πλαισιωμένο από μια σκηνοθεσία πρωτοποριακή, απελευθερωμένη από σχηματικές κατασκευές και με ενδιαφέρουσα αισθητική αντίληψη. O συγγραφέας Ο Δημήτρης Δημητριάδης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1944. Το 1963, με υποτροφία τού βελγικού κράτους, σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στις Βρυξέλλες, στην I. N. S. A. S. (Institut National des Arts du Spectacle). Το 1968 ανέβηκε στο Παρίσι, στο Théâtre de la Commune d’Aubervilliers, το πρώτο θεατρικό του έργο, «Η Τιμή της Ανταρσίας στην Μαύρη Αγορά» (1965-66). Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1971, ασχολήθηκε επαγγελματικά με την μετάφραση. Μετέφρασε έργα των: Jean Genet, J.-P. Sartre, Maurice Blanchot, Georges Bataille, Michel Butor, W. Shakespeare, D. de Nerval, Marguerite Duras, G. Courteline, M. Maeterlinck, H. de Balzac, B. – M. Koltès, P. D. la Rochelle, Samuel Beckett, Julien Green, E.M. Cioran, T. Williams, καθώς και αρχαίο δράμα: Αισχύλο (Ορέστεια) και Ευριπίδη (Φοίνισσες, Ιππόλυτος, Ελένη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις). Το προσωπικό του έργο ξεκίνησε το 1978 με το πεζογράφημα «Πεθαίνω σαν χώρα», και ακολούθησε, το 1980, η ποιητική ενότητα «Κατάλογοι 1-4». Παράλληλα, προχώρησε στην συγγραφή θεατρικών έργων «Το Ύψωμα», «Η άγνωστη αρμονία του άλλου αιώνα», «Η αρχή της ζωής», «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή», «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι», «Διαδικασίες Διακανονισμού Διαφορών», «Χρύσιππος», «Τόκος» κι άλλα. Τα θεατρικά του έργα είχαν μεγάλη επιτυχία, στη Φλωρεντία, στο Βερολίνο, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Το κείμενο κι η δραματουργία του
Το πεζογράφημα του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα» θυμίζει έναν εφιάλτη σε διαρκή εξέλιξη που αφηγείται μέσω του παραληρήματος μιας γυναίκας, την πορεία ενός εθνικού υποσυνείδητου προς το κενό. Ο εχθρικός στρατός περνάει τα σύνορα και ένα-ένα τα μέτωπα αρχίζουν να καταρρέουν αφήνοντας σε εκκρεμότητα έναν ολόκληρο λαό που έχει πέσει σε μαρασμό, εξουθενωμένος από τις διαπλοκές της ίδιας του της ιστορίας και το βασικότερο, ανίκανος πια να αντισταθεί. Δύο θάνατοι έρχονται να επαληθεύσουν την ακριβή πρόβλεψή τους. Ο θάνατος μιας χώρας αλλά και μιας κοινωνίας με την αποδόμηση των ανθρώπινων ψυχών που την απαρτίζουν και την παραίτησή τους. Ο πυρήνας του κειμένου βρίσκεται στον αφηγηματικό του χρόνο και τόπο. Ο αφηγηματικός χρόνος του «τότε», είναι η μη γόνιμη χρονιά εκείνη κατά την οποία «καμία γυναίκα δεν έπιασε παιδί…». Εκείνη η στείρα χρονιά στην διάρκεια της οποίας κανένα ίχνος ελπίδας δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η γονιμότητα των ανθρώπων μένει στάσιμη. Ακίνητη. Ο αφηγηματικός τόπος του κειμένου από την άλλη, είναι την στιγμή που «ο ξένος στρατός εισβάλλει μέσα στη χώρα με την διεισδυτική ευθύτητα πολιορκητικού πέους. Εκεί, όπου οι άντρες στους δρόμους και στα καφενεία φτύνουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου σα να φτύνει όμως ο καθένας το δικό του πρόσωπο. Κι έπειτα φεύγουν αγκαλιασμένοι…». Οι ψυχές όλων - όπως και η στειρότητα, η αγωνία,- στέκονται στάσιμες. Ακίνητες. Κι όλα αυτά στο «τότε» που δεν ήταν άλλο από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης (1978). Ο σημερινός χρόνος, το «τώρα», είναι ο χρόνος που καμιά ελπίδα δεν υπάρχει στον ορίζοντα και δεχόμαστε με την ίδια διεισδυτική επιθετικότητα, την οικονομική πολιορκία ξένων. Πρόκειται για ένα οραματικό κείμενο που απαιτεί την αποστασιοποίησή μας ώστε με την απόσταση να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τί συμβαίνει κι η ματιά μας να γίνει στο τέλος, «εσωτερική». Πρόκειται για ένα έργο που υπερβαίνει το τοπικό, το εθνικό, το ιστορικώς καθορισμένο και ανοίγεται στο καθολικό, το διαχρονικό και το παγκόσμιο. Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας δεν φιλοδοξεί να δώσει λύσεις ή προτάσεις. Σερβίρει με ωμό ρεαλισμό, αισθητικό αλλά και νοητικό συμβολισμό, τις αγωνίες και τους φόβους μας. Εκθέτοντας εικόνες grotesque εναλλάξ με εικόνες αποσύνθεσης, θέτει σε ενέργεια ψυχολογικές δυνάμεις, αποδεσμεύει κρυφούς πόθους και πάθη, διεγείρει επιθετικές τάσεις.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Θάνος Νίκας ως «μεταφραστής» ενός κειμένου που σηματοδοτείται από την στατικότητα, την ακινησία και την αποσύνθεση, θέτει σε λειτουργία μηχανισμούς ενεργοποίησης του λόγου με τρόπο οπτικοακουστικό. Μια σκηνική άποψη εκσυγχρονιστική, λιτή και αφαιρετική. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος χρόνος και τόπος μια κι η οποιαδήποτε προσπάθεια «ένταξης» του, κάπου ή κάποτε, ενέχει τον κίνδυνο να μειώσει το ίδιο το έργο. Ο σκηνοθέτης ακολούθησε με απλότητα το κείμενο κρατώντας την ρεαλιστική του υφή αλλά επιτρέποντας και στο παράδοξο κι αφύσικο να φανεί, προσδίδοντας έτσι στην ποιητική του χώρου του, μια αξιόλογη δυναμική ιδιαιτέρως ευρηματική και συμβολική. Οι χαρακτηριστικές φιγούρες με τις κόκκινες γραβάτες με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες στο κεφάλι, αποτελούν από μόνες τους, κινούμενα σημεία της σκηνικής δράσης που δε θέλεις να τα χάσεις από τα μάτια σου. Η παράσταση στο σύνολο της διαθέτει την γεύση μιας μοντέρνας αισθητικής όπου κάθε στοιχείο της έχει μια αφηρημένα λογική βάση και καθορίζει την πορεία προς την κατάπτωση. Κι ενώ είναι όλα τόσο συμβολικά και αφύσικα, σε ωθούν να ταυτίζεσαι και να βασίζεσαι πάνω τους για να δώσεις απαντήσεις σε καίρια, καθημερινά ζητήματα. Σε ερμηνευτικό επίπεδο, εξαιρετικοί οι τρεις άντρες της παράστασης, συμμετέχουν ολόψυχα με την δική του εκφραστικότητα και φωνή ο καθένας, αλλά και με εκπληκτική εσωτερική ομοιογένεια στην ερμηνεία. Κινούνται όλοι τους συναισθηματικά πολύ σωστά. Ο λόγος τους είναι ευθύς και αποτελεσματικός. Ενδιαφέρουσες και εκφραστικές επίσης, οι γυναίκες της παράστασης, εκφέρουν τον λόγο όχι συμβατικά ή «θεατρότροπα» μα αντλώντας τον μέσα από τις βαθύτερες ψυχικές στιβάδες τους και μάλιστα με αξιόλογη καθαρότητα φωνής. Η σκηνική τους παρουσία είναι εξίσου κοφτερή όσο τα λόγια τους τα οποία εμπεριέχουν φράσεις-κλειδιά του έργου. Τα μουσικά ακούσματα της εγκεφαλικής αυτής performance ήταν ξένα ως προς την σκηνική αντίληψη της παράστασης, πολύ «χλιαρά» για την όλη διάπυρη ατμόσφαιρα, απομακρυσμένα από την συναισθηματική φόρτιση που δημιουργείται. Σε καμία όμως περίπτωση δεν αποσυντονίζουν ή ενοχλούν τον θεατή. Σκηνοθεσία: Θάνος Νίκας Παίζουν: Ειρήνη Καλογηρά Νίκος Κουνέλης Θάνος Νίκας Κατερίνα Συναπίδου Σπύρος Χαγγελάκης
Γ’ Κτίριο του πρώην Στρατόπεδο Κόδρα, (Τέρμα της οδού Σοφούλη) Καλαμαριά
|