Σχετικά άρθρα
ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 02 Απρίλιος 2016 09:00 |
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί του Χένρικ Ίψεν «Οταν εμείς οι νεκροί ξυπνήσουμε, καταλαβαίνουμεότι δεν ζήσαμε ποτέ»
Ο Ίψεν έγραψε το τελευταίο του αυτό έργο σε ηλικία 71 ετών κι ο πρώτος τίτλος του ήταν «Η Μέρα της Ανάστασης» βασισμένος στο γλυπτό του Αρνολντ Ρούμπεκ. Σ’ ένα τόπο που θα μπορούσε να είναι και καθαρτήριο ψυχών, ένα λίμπο, σε ένα χώρο που εμφανίζεται στην δραματουργία ως ειδυλλιακό θέρετρο, συναντώνται οι ήρωες αυτού του τελευταίου έργου του Ίψεν, ζωντανοί και νεκροί, από το παρελθόν και στο παρόν, υψιπετείς και προσγειωμένοι. Το έργο, γραμμένο την τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα, μια ανάσα πριν από το 1900 και την εισβολή του εικοστού αιώνα που θα φέρει μια νέα υπόσχεση ανάτασης και μια νέα πτώση για την ανθρωπότητα, είναι σαν μια εναλλαγή κραυγών της σάρκας και ψιθύρων της ψυχής, σαν μια γέφυρα που στήνει ο συγγραφέας με τρυφερό και σαρκαστικό πνεύμα, για να συνδιαλλαγούν το πεπερασμένο με το επέκεινα, η στιγμή με την αιωνιότητα, το βάθος με το ύψος κι η επιθυμία με την υπέρβασή της. Όλα είναι μετέωρα, όλα κινούνται στην ασαφή γραμμή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, ανάμεσα στην αισθησιακή θάλασσα και τα ψηλά ανεξερεύνητα βουνά, ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, ανάμεσα στην αγωνία της σάρκας και τον μετεωρισμό της ψυχής. Οι μεταβάσεις από την μία κατάσταση στην άλλη, των ηρώων αλλά και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, θυμίζουν τις μετατροπές από στερεό (πάγο) σε υγρό κι από υγρό σε αέριο, του «H2O». Ένας διάσημος γλύπτης ο Άρνολντ Ρούμπεκ κι η γυναίκα του η Μάγια, μετά από πολύχρονο ταξίδι, πηγαίνουν για ανάπαυση σ’ ένα ειδυλλιακό ξενοδοχείο στα φιόρδ. Μοιάζουν ανέμελοι κι ικανοποιημένοι καθώς απολαμβάνουν το μπρέκφαστ τους συνοδεία σαμπάνιας αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι, ούτε μέσα ούτε έξω από τη σχέση τους. Εκείνη του καταλογίζει πως ποτέ δεν την ανέβασε στην κορυφή του βουνού για να αντικρύσει μια διαφορετική οπτική του κόσμου, εκείνος την κατηγορεί πως ποτέ δεν υπήρξε γι’ αυτόν η έμπνευση κι η μούσα που θα μπορούσε να γεννήσει μέσα του την επιθυμία για τα ψηλά βουνά. Έχουν παγιδευτεί. Ο άντρας μπορεί να οδηγήσει την δράση στην υπέρβασή της αλλά η γυναίκα θα πρέπει να γιγαντώσει μέσα του την επιθυμία. Η γυναίκα δεν αντέχει την στασιμότητα αλλά δεν ξέρει πώς να δώσει στον άντρα το ισχυρό κίνητρο ώστε να την ανατρέψει. Οι ήρωες έχουν ήδη ξοδέψει χρόνο σε αναμονή κάποιου θαύματος και το «τώρα», η παρούσα στιγμή γίνεται γι’ αυτούς ένα ζητούμενο επείγον που απαιτεί το μερίδιο του πιο επιτακτικά από ποτέ. Δεν μπορούν πια να αγνοήσουν το υπαρξιακό τους κενό, θα γκρεμιστεί εντός τους η ίδια τους η ύπαρξη αν δεν καταφέρουν επειγόντως να το γεμίσουν έστω και μέσα από την πλήρη διασάλευση όλων των βεβαιοτήτων τους. Εμφανίζεται ο Ούλφχαϊμ για να ολοκληρώσει το πρώτο τρίγωνο, ένας άνθρωπος της σάρκας και της γης, ένας κυνηγός πρόθυμος να οδηγήσει την ανικανοποίητη σύζυγο στην κορυφή του βουνού και στην κορύφωση του πόθου. Η Ιρέν θα συμπληρώσει το άλλο τρίγωνο, θα έρθει από το παρελθόν του ζωγράφου για να ξυπνήσει μέσα του τον ανικανοποίητο πόθο που θα τον οδηγήσει στην κορυφή. Ο θερμός εραστής για την γυναίκα κι η εμπνευστική μούσα για τον άντρα, έχουν βρεθεί. Τα ψηλά βουνά τους περιμένουν. Και η φονική καταιγίδα επίσης. Ο θάνατος κυρίαρχος και καταλυτικός, ορίζεται ως η απελευθέρωση κι από το προσδοκώμενο αλλά κι από το ήδη υπάρχον. Μια άλλη, διαφορετική οπτική της ύπαρξης και της ζωής, προσφέρεται στα δυσθεώρητα ύψη της κορφής, μια νέα διάσταση αποκαλύπτεται μέσα από την απώλεια της οικείας διαστροφής που παγιδεύει στον κύκλο, εμποδίζοντας το ξετύλιγμα της σπείρας. Είναι όμως αυτή η διέξοδος, αυτή η απελευθέρωση από τις οικείες προβολές όντως μια δύναμη απελευθερωτική ή απλά η ολοκληρωτική συντριβή; Είναι αναχώρηση από το καταφύγιο για ένα υψιπετές ταξίδι η περιπέτεια αυτή ή μια επιστροφή στην πρωταρχική, την θαμμένη και ξεχασμένη επιθυμία που κάποτε γειτνίαζε με τη ζωή αλλά τώρα μπορεί κανείς να την προσεγγίσει μόνο πέρα από αυτήν; Η Μάγια θα παραδοθεί στον κυνηγό της και θα ανακαλύψει την ψυχή της σάρκας, ο Άρνολντ θα ακολουθήσει την νεκρή Ιρέν, την διαχρονική μούσα του και θα γευτεί τη σάρκα της ψυχής. Η καταιγίδα ωστόσο θα φέρει ταυτόχρονα την απώλεια, την αλλαγή και την νέα συνθήκη. Κάποιοι θα ανυψωθούν προς τις κορφές, κάποιοι άλλοι θα βυθιστούν στην ένωσή τους, όλοι θα επαναπροσδιορίσουν τις κρίσιμες ανάγκες τους. Οι δεσμοί ανάμεσα τους σπάνε κι οι κοινές τους μνήμες γίνονται τα θραύσματα μιας εξαρθρωμένης μελωδίας, μιας σημαντικής χειρονομίας που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο Άγγελος-υπηρέτης που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται διακριτικά, η μαυροφορεμένη συνοδός-θάνατος που παρακολουθεί σε αναμονή, πρόσωπα και σύμβολα ταυτόχρονα, ορίζουν το εδώ και το επέκεινα χωρίς να προσπαθούν να ερμηνεύσουν με λόγια, τις παρουσίες τους και την δράση τους. Ο Καραντζάς δημιούργησε ένα περιβάλλον συμπαγές και ταυτόχρονα ρευστό, κινήθηκε σε ονειρικό πλαίσιο σαν να διαχειρίζονταν κάποιον εφιάλτη, συνδύασε τον λόγο με σπαράγματα μουσικής και ήχους, ήχους που δημιουργούν οι ηθοποιοί κι άλλους απειλητικούς, εξωπραγματικούς, τριγμώδεις, τα σώματα κινούνται μέσα από τις αόρατες γραμμές που χαράζει η μελλοντική πορεία τους, ανυψώνονται σε ημιτελείς χορογραφίες που υποδηλώνουν τις δυσθεώρητες βλέψεις τους, το νεκρό ξυπνάει και το ζωντανό αποκοιμιέται σε μια μουσική αντίστιξη ανάμεσα στον λόγο και την εκφορά του, σαν δύο φλεγόμενες δυναμικές που έρχονται αντιμέτωπες ώστε να ενισχύσουν την δραματουργική ρήξη. Η δράσεις αποκτούν σαφές σχήμα μέσα από τους διαλόγους αλλά η σημασία τους υπονοείται μέσα από την κίνηση, ο ημιτελής χορός σηματοδοτεί μια αφετηρία αλλά δεν οδηγείται σε κανένα τέρμα, έχει τάση και ένταση, ανυψώνεται και παραμένει ένα διάνυσμα ανοιχτό, μια ανάσα τη στιγμή της εκπνοής και πριν αυτή ολοκληρωθεί. Καταφέρνει έτσι να σταθεί η παράσταση αυτή, σε ένα ελάχιστο σημείο, να συμβαίνουν και να μην συμβαίνουν τα δρώμενα, να εξελίσσεται σαν να μένει ο χρόνος ακίνητος και να κινούνται οι ήρωες από την μία στιγμή του στην άλλη, να ρευστοποιείται το συμβάν τη στιγμή που εκδηλώνεται. Τα γεγονότα είναι ρεαλιστικά και καθαρά αλλά συνεχώς αίρονται στο άχρονο και στο παράλογο, σαν τις συμβολικές εικόνες των ονείρων μας που προσπαθώντας να τις ερμηνεύσουμε διαπιστώνουμε πως ενώ πηγάζουν από πραγματικότητες, τις παραμερίζουν για να υπονοήσουν το ανείπωτο. Βοήθησαν στην δύσκολη αλλά γοητευτική αυτή συνθήκη, οι ερμηνείες των ηθοποιών που κινήθηκαν με την ίδια διαυγή απροσδιοριστία. Η Πιττακή, σ’ έναν ρόλο χωρίς οστά, χωρίς σάρκα εκμεταλλεύτηκε την λεπταίσθητη παρουσία της και ανέδειξε την ευθραυστότητα της ομιχλώδους ηρωίδας της με λεπτές, επιδέξιες, εσωτερικές ερμηνευτικές επεμβάσεις στον ιστό του λόγου και της κίνησης. Ο Μουστάκης ξεκίνησε υλικός και συμπαγής για να εξελιχτεί σ’ ένα πλάσμα φασματώδες, παρόν κι απόν μαζί, σαν να διαχέονταν μέσα στη δική του ενέργεια, εκείνη της νεκρής μούσας του. Η Κεχαγιόγλου προσδίδοντας στην κίνηση και τον λόγο έναν αισθησιασμό ποιητικό αλλά και σαρκικό μαζί συνταίριαξε με τον στιβαρό Σαράντη σ’ ένα σύμπλεγμα αρμονικό, που «επαναλάμβανε» την ονειρική διάσταση του «άλλου ζευγαριού» στην υλική της υπόσταση. Επιβλητική και έντονη η παρουσία της Καλτσίκη, εύγλωττη και σαφής η ερμηνεία του Χαζαράκη στα σύντομα περάσματά του. Δεν έχω διαβάσει βέβαια το έργο στο πρωτότυπο αλλά νομίζω πως η μετάφραση, ρευστή, ποιητική και ταυτόχρονα κυριολεκτική μας έδωσε μια θαυμάσια αποτύπωση του ιψενικού λόγου στα Ελληνικά. Το σκηνικό κλείδωσε αρμονικά με την σκηνοθετική οπτική, ορίζοντας τις προεκτάσεις της δράσης χωρίς όμως και να τις περιορίζει, δημιουργώντας ρήγματα κι υψώματα, εμπόδια και διεξόδους. Τα σημαιάκια που οριοθετούν τις δράσεις και καταλήγουν να κυματίζουν στον άνεμο, δίνουν στο χώρο μια ακόμα διάσταση. Τα κοστούμια με τα γούνινα καπέλα και τις λεπτομέρειες που υποδηλώνουν ιδιότητες, λειτουργούν αρμονικά με τα σώματα, τις κινήσεις και τις δράσεις. Οι μουσικοί νυγμοί, οι εκρήξεις κι οι αρμονικές συγκρούσεις, μετατρέπουν διαρκώς τους ήχους της φύσης σε σπαράγματα μελωδιών, δεν πρόκειται για μουσική υπόκρουση αλλά για μια μελετημένη αντιπαράθεση με τον λόγο. Μια σαρκαστική ονειροφαντασία που μαγεύει και παρασύρει τον θεατή σ’ ένα ταξίδι πέρα από την κατανόηση, στα ημιφωτισμένα τοπία της καρμικής επίγνωσης. Μετάφραση: Έρι Κύργια Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης Κέντρο Τηλέφωνο: 2103228706
Τιμές εισιτηρίων: |