Σχετικά άρθρα
ΝΟΡΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Πέμπτη, 02 Ιανουάριος 2020 12:23 |
Νόρα Από το «Κουκλόσπιτο» του Ερρίκου Ίψεν σε διασκευή Θόδωρου Τερζόπουλου Το κουκλόσπιτο (Et dukkehjem) είναι θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν σε τρεις πράξεις. Έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης στις 21 Δεκεμβρίου 1879, ενώ είχε δημοσιευτεί νωρίτερα εκείνο τον μήνα. Το έργο τοποθετείται σε μία νορβηγική πόλη γύρω στο 1879. Είναι η ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας που παγιδεύεται από έναν εκβιαστή και έρχεται αντιμέτωπη με μια κρίσιμη συνθήκη για να διαπιστώσει έντρομη ότι δεν έχει αγαπηθεί σαν ένα ολοκληρωμένο, ανθρώπινο ον αλλά αντιμετωπίστηκε σαν μια κούκλα, ένα αυτόματο, που οφείλει να λειτουργεί με συγκεκριμένες οδηγίες και να υποτάσσεται στον αρσενικό «δυνάστη» με αντίτιμο την ασφάλεια και την ευημερία. Η Νόρα επαναστατεί κι αποφασίζει να φύγει από το σπίτι της, εγκαταλείποντας τον άντρα και τα παιδιά της, κάτι που για την εποχή της ήταν αδιανόητο. Η παράσταση σχολιάστηκε θετικά και αρνητικά προκαλώντας ένα κύμα αντιδράσεων κι αποτελεί μέχρι και στις μέρες μας μια δυναμική καταγγελία για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν το γυναικείο φύλο. Στην παράσταση του Τερζόπουλου, η δραματουργία του Ίψεν έχει σμιλευτεί επιδέξια με στόχο την απομάκρυνση των λεπτομερειών που αναπαριστούν μια κοινωνική συνθήκη σε όλες της τις εκφάνσεις και την προσέγγιση των τριών κύριων χαρακτήρων μέσα από μια αποκαλυπτική αμεσότητα η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους κατευθείαν με το ουσιαστικό συμβάν: Την σύγκρουση της Νόρας υποταγμένης κούκλας με την εξεγερμένη, την αφυπνισμένη Νόρα. Η Νόρα βλέπει τον εαυτό της στο κάτοπτρο του προστατευμένου κόσμου της και εγείρεται ενάντια στο ίδιο το είδωλο της, αδυνατώντας να το ανεχτεί στο όνομα μιας εύθραυστης ασφάλειας. Σε ένα γυμνό τοπίο, με μια σειρά από πόρτες που οδηγούν στο εσωτερικό ενός αόρατου «κουκλόσπιτου» και ταυτόχρονα έξω από αυτό, με το μαύρο και το άσπρο να κυριαρχούν σαν δύο απόλυτα ταιριασμένες αντιθέσεις, στο κατώφλι, μεταξύ του εν υπνώσει και του εν εγέρσει εαυτού της κεντρικής ηρωίδας, η οποία μετεωρίζεται ανάμεσα σ’ έναν «ευτυχισμένο» γάμο και στην απειλητική «σκιά» που τον υπονομεύει, δίνεται η σκηνική και δραματουργική μάχη. Ο σύζυγος, ο Χέλμερ είναι για την Νόρα η εγγύηση μιας ευτυχισμένης ζωής που περιλαμβάνει την οικογένεια, τα παιδιά, την ασφάλεια, την αφθονία υλικών αγαθών, την ευδαιμονία, την αλληλοκατανόηση, την άρρηκτη αφοσίωση. Όταν αρρωσταίνει και προκειμένου να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της αλλά και να σώσει τη ζωή του, η καλομαθημένη αστή, θα δανειστεί παράνομα από τον Κρόγκσταλ, έναν υπάλληλο τραπέζης που έχει κατηγορηθεί για πλαστογραφία, τα χρήματα που χρειάζονται για την θεραπεία του, πλαστογραφώντας μάλιστα ως εγγύηση και την υπογραφή του νεκρού πια πατέρα της. Αυτός όμως επανέρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή του για να της ζητήσει εκβιαστικά βοήθεια και γίνεται το αντίπαλο δέος της, η ρωγμή στην αυταπάτη της, ο εκρηκτικός μηχανισμός που θα πυροδοτήσει τα θεμέλια της αυταρέσκειας της και της ευδαιμονίας της. Μέσα από τις δονήσεις των σωμάτων, τον κατακερματισμό των μελών τους ανάμεσα στις πόρτες, τον απρόβλεπτο χειρισμό του λόγου με φράσεις-κλειδιά να επαναλαμβάνονται σαν μουσικά μοτίβα σε διαφορετικούς τόνους που ορίζουν την χορογραφία των ψυχολογικών μεταπτώσεων, το προσωπικό δράμα της Νόρας αλλά και το δράμα της παγιδευμένης γυναίκας, γίνονται η πεμτουσία της ανθρώπινης περιπέτειας, μια «τραγική» σύρραξη του έλλογου όντος με την εξελιγμένη του εκδοχή. Η απρόβλεπτη ασθένεια γίνεται ο κινητήριος μηχανισμός που εγείρει την ύβρη, καθώς η υποταγμένη Νόρα επαναστατεί, παραβιάζοντας την αυτοματοποιημένη υποταγή της κούκλας για να διασώσει το σύμπαν της μέσα από μια αόριστη αίσθηση ευθύνης που η ίδια θα οριοθετούσε μέσα της ως αφοσίωση. Όμως η ανυποταξία απέναντι στον Χέλμερ, τον απόλυτο δυνάστη που αντικατέστησε τον πατέρα, δημιουργεί μια σύγχυση φρενών στην Νόρα ανακατατάσοντας βίαια τις προτεραιότητες της. Το μαύρο και το άσπρο του σκηνικού περιβάλλοντος, εκεί στην μεταιχμιακή γραμμή ανάμεσα στην εσωτερική τάξη και στο εξωτερικό χάος, αντιστρέφονται. Η σύγκρουση είναι μοιραία και διενεργείται προς δύο κατευθύνσεις. Η εκφορά του λόγου γίνεται όλο και πιο έντεχνη, όλο και πιο πιεστική, οι ανάσες φουσκώνουν τα υπογάστρια εκτινάσσοντας τα πάσχοντα κορμιά καθώς το «θαύμα» που ευαγγελίζονται οι ήρωες άλλοτε σαρκαστικά κι άλλοτε με τρόμο, ανατρέπει το σύμπαν τους. Ο Κρόγκσταλ, βυθισμένος σε μια κολασμένη ζέστη, στο μεταίχμιο κι αυτός ανάμεσα στην ολοκληρωτική του καταστροφή και στην ευκαιρία να διασωθεί χρησιμοποιώντας εκβιαστικά τη γυναίκα, αποφασίζει να την μεταχειριστεί σαν σωτήρια λέμβο με όλη τη βαναυσότητα που του φορτώνει η απελπισία. Η Νόρα αντιλαμβάνεται την προδοσία του δανειστή της ως μία πράξη καταστρεπτικά επιθετική μεν αλλά με κίνητρο την επιβίωση, ένα κίνητρο ολόιδιο με το δικό της όταν διέπρατε την απάτη της πλαστογραφίας για να πετύχει τον δανεισμό. Απογυμνωμένο από τις περιρρέουσες δράσεις, το κείμενο, μέσα κι από την ερμηνευτική γραμμή, ορίζει με απόλυτη καθαρότητα αυτή την κατοπτρική σχέση του θύματος με τον θύτη του, παραμερίζοντας την ηθική αναστολή κι απογυμνώνοντας το αρχαίο ένστικτο της επιβίωσης αλλά και το εξουσιαστικό μένος μέσα από μια έντονα σεξουαλική διάσταση. Η Νόρα-κούκλα περνάει από την πρώτη της συνειδητοποίηση, της παραβίασης μιας ψευδαίσθησης ασφάλειας, στην δεύτερη. Εξαναγκάζεται να αποκαλυφθεί. Κι έτσι η παιγνιώδης αυταρέσκεια της κούκλας δίνει τη θέση της στην σπαρακτική συνειδητοποίηση της ευθύνης του έλλογου όντος. Είναι η ίδια που έχει υπάρξει ως κούκλα για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες του κόσμου της κι είναι τώρα εκείνη που συνειδητοποιεί την ευθύνη της απέναντι στον εαυτό της και καταστρέφει την εικόνα της. Δεν μένει παρά να δοκιμαστεί πλέον η σχέση της με τον Χέλμερ, ο οποίος αρνείται να αποδεχτεί την απογυμνωμένη από συμβάσεις, Νόρα, αρνείται να κατανοήσει τις προθέσεις της, αμφισβητεί το δικαίωμα της να φέρει ευθύνη πράξεων ανάλογων με τις δικές του, προκαλώντας την ισχυρή σύγκρουση η οποία περνάει μέσα από τα όργανα-κορμιά σαν μια πράξη αντίστροφη και ταυτόχρονα συγγενική της ερωτικής μάχης. Η Νόρα προχωράει προς την λύτρωση με τον πιο επώδυνο τρόπο. Συνειδητοποιώντας πως όρισε την προσωπικότητα της με πρότυπο την εικόνα που οι άλλοι είχαν γι’ αυτήν και πως η αυθεντική ύπαρξή της είναι απορριπτέα ακόμα κι από εκείνον που με τους γαμήλιους όρκους, της εγγυήθηκε την αφοσίωση, εξοργίζεται. Κόβει τους δεσμούς της με κάθε έκφανση του προηγούμενου εαυτού της κι αντί να δεχτεί τους όρους του αυστηρού ηγέτη-εξουσιαστή, κουκλοπαίκτη και να υποταχτεί στις εντολές του, επαναστατεί. Οι φράσεις που αφορούν τον γάμο τους γίνονται εδώ τιμήματα μιας κοινής αυταπάτης μέσα από την απόρριψη των σωμάτων και την απομάκρυνσή τους. Το πανωφόρι της ασφάλειας της ηρωίδας, είναι πλέον γι’ αυτήν, βάρος. Το τίμημα βέβαια είναι σκληρό. Ο σπαρακτικός αποχωρισμός από τα παιδιά της θα είναι αναπότρεπτος αφού ανήκουν στην προγενέστερη εκδοχή της, εκείνην της κούκλας... Δεν είναι πια σε θέση να διαχειριστεί την συνθήκη που θα της επέτρεπε να μείνει στο ασφαλές για όλους κουκλόσπιτο και να τα αναθρέψει, την έχει θελημένα κι αθέλητα, ανατρέψει αυτή την συνθήκη... Η αναγεννημένη Νόρα δεν ξέρει τίποτα σε αντίθεση με την Νόρα-κούκλα που είχε όλες τις απαντήσεις. Οδηγείται αναπότρεπτα στην έξοδο, γυμνή, χωρίς γάμο, χωρίς σύζυγο, χωρίς την εύνοια του φαντάσματος του νεκρού πατέρα, χωρίς παιδιά, χωρίς σπίτι, χωρίς ευμάρεια, χωρίς πανωφόρι. Βρίσκεται στο χείλος ενός γκρεμού για τον οποίο κανείς, ποτέ δεν την είχε προετοιμάσει. Το συγκλονιστικό φινάλε που δημιουργεί εντός μας την μετάλλαξη, μετατρέποντας μας από θεατές σε συνένοχους, δεν προσφέρει ελπίδες αλλά δεν επιβεβαιώνει καν τον όλεθρο. Η Νόρα φεύγει από μια κόλαση για να έρθει αντιμέτωπη με μιαν άλλη. Το θραμβικό κι ανέμελο ταυτόχρονα βαλς της κούκλας που περιστρέφεται ηδονικά γύρω από τις ψεύτικες επιθυμίες της, δίνει τη θέση του σ’ ένα εκκλησιαστικής αυστηρότητας χορωδιακό ρέκβιεμ που την επανατοποθετεί στο κέντρο του εαυτού της, την μεταθέτει από τον μεταιχμιακό χώρο του εντός-εκτός, των συνόρων της οικίας και την φέρνει αντιμέτωπη με το πρωτογενές χάος, το πέρα από θεσμούς και κανόνες ασφαλείας, που θα μπορούσε εύκολα να την καταβροχθίσει και που δεν έχει διδαχτεί κανένα τρόπο ώστε να το διαχειριστεί. Ή θα μάθει να συλλαβίζει ξανά τον κόσμο με νέους ήχους συνταρακτικούς, ανήκουστους ως τώρα από αυτήν ή θα συντριβεί. Όπως και όλοι μας. Ο Θόδωρος Τερζόπουλος εισχωρεί στο σύμπαν της δραματουργίας του Ίψεν, συλλέγει το υλικό του και δημιουργεί μια περφόρμανς στην οποία τα ψυχολογικά όρια διευρύνονται για να αποκαλύψουν αρχετυπικές αξίες, οι ερμηνευτικοί κανόνες επαναπροσδιορίζονται για να ορίσουν το πνευματικό πεδίο μέσα από την δυναμική της τελετουργικής κίνησης και εκφοράς του λόγου, των φωτισμών που ορίζουν με ευκρίνεια τις εντάσεις και τα επίπεδα και των κοστουμιών που συμμετέχουν ενεργά στη σκηνική εικόνα των ηρώων. Η δραματουργία μετασχηματίζεται για να ενισχυθεί η συμβολική της αξία, τα πρόσωπα μεταβάλλονται από «χαρακτήρες» ενός κοινωνικού δράματος σε λειτουργούς ενός ιερού δράματος κι οι δράσεις συμπυκνώνονται για να αναδυθεί με ευκρίνεια και διαχρονικότητα η μετάβαση της ηρωίδας από τον προδιαγεμμένο κοινωνικό «ρόλο» της στην μυστικιστική εμπειρία της αυτογνωσίας. Και μαζί της, κι οι θεατές... Στο ρόλο της Νόρας, δίνει ακόμα ένα δεξιοτεχνικό υποκριτικό ρεσιτάλ η Σοφία Χιλλ η οποία διαθέτει και την πλούσια εμπειρία από την πολύχρονη συνεργασία της με τον Τερζόπουλο και την άριστη ερμηνευτική τεχνική που της επιτρέπουν να ακολουθήσει την σκηνοθετική γραμμή με μαθηματική ακρίβεια αποδίδοντας στην εντέλεια τις αποχρώσεις του λόγου μέσω της επίδρασης των συναισθημάτων αλλά και την δύσκολη κινησιολογία και ως παγιδευμένο ον στα χέρια του εκβιαστή του και ως κούκλα που εκτελεί το χορευτικό της νούμερο και ως απελευθερωμένη μαινάδα πέρα από τον έλεγχο του εξουσιαστικού δίπολου συζύγου-δανειστή. Ο Τάσος Δήμας ερμηνεύει τον Κρόγκσταλ με ανάλογη δεξιοτεχνία και ακατάβλητο χιούμορ ορίζοντας τη σχέση του με την Νόρα μέσα από μια οργιαστική, έντονα σωματική επαφή μαζί της που εξελίσσεται σε αποπνικτική καταδυνάστευση. Ο Αντώνης Μυριαγκός ερμηνεύει τον Χέλμερ με αξιοθαύμαστη πειθαρχία εκφράζοντας τον σαρκασμό, τον θυμό, την αμηχανία και την εξουσιαστική μανία του με έναν αυστηρό σωματικό έλεγχο που του προσδίδει κλιμακωτά τα χαρακτηριστικά «αυτόματου» μιας αρσενικής κούκλας-ρομπότ σε αντιπαράθεση με την συναισθηματική έκρηξη της συζύγου του που απελευθερωμένη από την κυριαρχία του μηχανιστικού ελέγχου, θα ξεσπάσει σ’ έναν απελευθερωτικό, αποκαλυπτικό μονόλογο λίγο πριν το φινάλε. Σκηνοθεσία – Σκηνική εγκατάσταση – Ελεύθερη απόδοση –Διασκευή: Θεόδωρος Τερζόπουλος Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης Κοστούμια: Yiorgos Eleftheriades Φωτισμοί: Θεόδωρος Τερζόπουλος, Κωνσταντίνος Μπεθάνης Εκτέλεση σκηνικής εγκατάστασης: Χαράλαμπος Τερζόπουλος Υπεύθυνη παραγωγής: Μαρία Βογιατζή Φωτογραφίες: Κατερίνα Τζιγκοτζίδου Παίζουν: Νόρα: Σοφία Χιλλ Θέατρο Άττις Λεωνίδου 7 Μεταξουργείο Σταθμός Μετρό: Μεταξουργείο Μέρες και ώρες: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00 ως την 21η Απριλίου Διάρκεια: 70΄ Eισιτήρια:15€ (γενική είσοδος) 10€ (φοιτητικό/ ανέργων)
|