Σχετικά άρθρα
ΤΙΜΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Κυριακή, 23 Φεβρουάριος 2014 08:42 |
Τίμων ο Αθηναίος
Το εργάκι γράφτηκε το 1607 μάλλον σε συνεργασία με τον κωμωδιογράφο Τόμας Μίντλτον και δεν ανέβηκε καν στις μέρες του ενώ και γενικότερα σπανίως επιλέγεται. Εγώ φέτος το είδα για πρώτη φορά, το είχα μόνο διαβάσει σε μια παλιά μετάφραση του Βασίλη Ρώτα. Είναι εμπνευσμένο από τον Τίμωνα, έναν μισάνθρωπο Αθηναίο που αναφέρεται στους «Παράλληλους Βίους» του Πλουτάρχου. Ο Τίμων δεν ξέρει σίγουρα να διαλέγει φίλους και επίσης σίγουρα δεν έχει και κανένα μέτρο. Περνάει από την μία υπερβολή στην άλλη. Αφού ταΐζει, ποτίζει κι υποστηρίζει οικονομικά όλη την αφρόκρεμα της Αθήνας, μένει στην ψάθα για να διαπιστώσει έκπληκτος ότι κανείς απ’ όσους ευεργέτησε δεν είναι διατεθειμένος να του δανείσει ούτε μία μνα. Τότε γίνεται μισάνθρωπος και φέρεται άσχημα ακόμα και σ’ αυτούς που προσπαθούν να τον στηρίξουν. Μοιάζει εδώ λίγο, μ’ όλες αυτές του τις κορώνες απελπισίας και μίσους, με τον βασιλιά Ληρ μόνο που αυτός, πιο ξεροκέφαλος ίσως, παραμένει αμετάπειστος ως τη στιγμή που πεθαίνει και θάβεται μακριά από την πόλη του και τους ανθρώπους της, πλάι στην αμόλυντη θάλασσα. Το πρόσωπο είναι τραγικό όχι για την συμφορά που το βρήκε αλλά για την ηλιθιότητα που το δέρνει. Αδύνατον να κατανοήσει κάθε φορά όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον του καλά ή κακά και χωρίς επαφή με την πραγματικότητα γύρω του, ο Τίμων μοιάζει λιγότερο με μισάνθρωπο και περισσότερο με παρανοϊκό που χτυπάει κρίση αλαζονικού παραληρήματος με ισχυρές δόσεις αυτοτιμωρίας. Πλάι του μένουν μόνο ένας πιστός ακόλουθος, ο διαχειριστής του, ο οποίος στην διασκευή αυτή θα είναι γυναίκα κι ο Αθηναίος στρατηγός Αλκιβιάδης ο οποίος επίσης θα οργιστεί με τους Αθηναίους αλλά ως μέγας διπλωμάτης θα τιμωρήσει μόνο όσους θέλει απ’ αυτούς και μάλιστα επιβάλλοντας τους όρους του με τα όπλα. Δεν είναι τυχαίο που αυτός ο τύπος κατέστρεψε τελικά την πόλη του… Ενδιαφέρων εξαιρετικά σαν χαρακτήρας είναι κι ο κυνικός κι ωμά ειλικρινής Απήμαντος, ένας φιλόσοφος σκέτη αποθέωση, ο οποίος μέσα από όσα αμίμητα λέει, μας φανερώνει και την κοινωνική μας υποκρισία αλλά και την αναγκαιότητά της διότι αν μιλάγαμε όλοι σαν κι αυτόν θα είχαμε αιώνες τώρα αλληλοκατασπαραχτεί κάτι το οποίο τώρα που το σκέφτομαι δεν μου φαίνεται και καθόλου κακή ιδέα. Θαυμάσια ιδέα ήταν κι αυτή του σκηνοθέτη να μεταφέρει το έργο στον σύγχρονο κόσμο της μόδας και την σκηνική δράση να την ανεβάσει σε μία πασαρέλα. Αυτό το ημίτρελο, υστερικό πλάσμα θα μπορούσε άνετα να είναι ένας φευγάτος μόδιστρος που περιβάλλεται από έναν κόσμο τεράστιας υποκρισίας. Το χρήμα όμως βρίσκεται στο επίκεντρο κι όχι η μόδα, το χρήμα κι ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την ζωή των ανθρώπων οι οποίοι δεν διαθέτουν κανένα άλλο στήριγμα, και γκρεμίζει όταν χαθεί, τον μικρόκοσμό τους εκ θεμελίων, το χρήμα γαρνιρισμένο με άφθονη αχαριστία, κακόγουστο ναρκισσισμό, ψευδολογίες, «άτεχνη» τέχνη, υπερβολές και κολακείες, φανταχτερές εμφανίσεις, ευνουχισμένο ψευδοερωτισμό, τους απαραίτητους μ’ άλλα λόγια ανά τους αιώνες συνοδούς του. Το χρήμα του, το εύκολα αποκτημένο είναι αυτό που εν τέλει καταρρακώνει τον Τίμωνα κι όχι η αγνωμοσύνη των ανθρώπων. Τον τυφλώνει, τον κουφαίνει και τον οδηγεί στην εξορία, στον θάνατο, στην βαθιά κι ολοκληρωτική απογοήτευση. Ο Κοέν, ο οποίος ανέλαβε την μετάφραση, δημιούργησε μέσα από το υλικό του κειμένου μια θαυμάσια διασκευή, λειτουργική, με σεβασμό στο πρωτότυπο έργο και βαθιά γνώση των εσωτερικών διαπλοκών του, της αλληγορικής του προέκτασης και της φύσης των ηρώων του. Το σκηνοθετικό εύρημα ανέδειξε την διαχρονικότητα του έργου και αισθητικά λειτούργησε περίφημα. Το σκηνικό λιτό αλλά εντυπωσιακό και τα ασύλληπτα κουστούμια, οι ατμοσφαιρικοί, κοφτοί φωτισμοί, η εκκωφαντική μουσική που θύμιζε club, ενίσχυσαν στο έπακρο την σκηνοθετική οπτική. Όμως υπήρξε μια μεγάλη δυσκολία να φτάσει ο λόγος στο κοινό, μια απόσταση που δεν θα την δικαιολογούσε το όλο εγχείρημα. Παρ’ όλο που και ο Μουμούρης κι η Κρίτα ερμήνευσαν τους ρόλους τους με συνέπεια και αυθεντικότητα, το σύνολο υποκριτικά υστερούσε λόγω ίσως κάποιων τεχνικών προβλημάτων των νεαρών ηθοποιών αλλά και της δυσκολίας που αντιμετώπισαν μέσα από τους γοργούς ρυθμούς του έργου και την ιδιόμορφη σκηνική συνθήκη. Θαυμάσια η κινησιολογία έδινε τον τόνο στην εναλλαγές των δράσεων και μετέδιδε την ατμόσφαιρα πασαρέλας αλλά και την εσωτερική, ψυχική συστροφή των ηρώων, επώνυμων κι ανώνυμων. Κατά τη γνώμη μου πάντα, η παράσταση ήθελε πολύ περισσότερες πρόβες κι έναν καλύτερο έλεγχο όσον αφορά το κομμάτι της υποκριτικής. Μετάφραση-σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν Παίζουν: Μάξιμος Μουμούρης, Ελένη Κρίτα, Πατρίκιος Κωστής, Άλεξ Κάβδας, Τζούλη Σούμα, Γιώργος Γεροντιδάκης, Αλίκη Βουτζουράκη, Γιάννης Αθανασόπουλος, Κώστας Πιπερίδης, Εύη Νταλούκα. |
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 23 Φεβρουάριος 2014 08:48 |