Σχετικά άρθρα
ΟΙ ΑΤΥΧΙΕΣ ΕΝΟΣ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Κωνσταντίνος Μπούρας | |||
Σάββατο, 09 Ιούνιος 2012 08:38 | |||
Οι ατυχίες ενός κριτικού θεάτρου
Ευθυμογράφημα από τον θεατρολόγο και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα
Οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς μα εντελώς συμπτωματική (σας το τονίζω ευθύς εξαρχής κι αμαρτίαν ουκ έχω).
Λοιπόν, από πρωτοετής φοιτητής της θεατρολογίας την είχα την πετριά: ήθελα να στέλνω όλους τους φίλους μου στις καλές παραστάσεις. Για τις κακές δεν έλεγα (κι εξακολουθώ να μην λέω) τίποτα. Πρώτον, για να μην ξοδεύω το σάλιο μου (κι επιδεινώνεται η τενοντίτιδα από το πολύ γράψιμο) και δεύτερον (και κυριότερο) γιατί υπάρχουν γύρω μας κάτι καπάτσοι άνθρωποι που ακόμα και την κατάκριση και την χλεύη και τον εμπαιγμό μπορούν να τα μετατρέψουν αλχημιστικώς σε τεκμήρια αξίας. Τους θαυμάζω κι απορώ: γιατί δεν μετατρέπουν όλη αυτή την κουτοπονηριά σε εργατικότητα, να διαβάσουν κανένα βιβλίο, να ξεστραβωθούν, παρά αναλώνονται ολημερίς κι ολονυχτίς σε ίντριγκες, λυκοφιλίες, κολεγιές, χαζο-συνωμοσίες, ομάδες-ομαδούλες, παρέες-παρεούλες, που διαλύονται με το πρώτο φύσημα του αγέρα ή όταν θιχτούν τα καλά και συμφέρονται ενός εκ των συνεταίρων; Γυρίζουμε λοιπόν στο μακρινό εκείνο 1990, όπου παιζότανε στο θεάτρο «Αποθήκη» (στου Ψυρρή) το αριστουργηματικό θεατρικό γελοιογράφημα του Κοπί με τίτλο «Το ψυγείο». Ήταν μια περίοδος μεγάλου άγχους στη ζωή μου: Το πρωί η δουλειά, το απόγευμα τρέξιμο στη Φιλοσοφική για τα εξαιρετικά μαθήματα των κορυφαίων καθηγητών του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, ήμουνα και νιόπαντρος… Εεεε, μόνο ο Κοπί μού έλειπε… Πήγα λοιπόν με τη σύζυγο και τον κουμπάρο μου να δούμε την κωμωδία που ήδη είχε κάνει ντόρο και γελάσαμε μέχρι δακρύων. Διπλωθήκαμε στα δύο από τα γέλια. Τόση ήταν η ανάγκη μας για εκτόνωση. Μόνο που το κείμενο ήταν σκληρό κάτω από την «ροζ» επιφάνειά του: έθιγε τα κακώς κείμενα κι ξετίναζε τον (γαλλικό) μικροαστισμό. Φύγαμε πολυ ικανοποιημένοι, δεν κλάψαμε καθόλου τα λεφτά που δώσαμε (ααα, εγώ είχα ήδη ατέλεια – ως ατελές άτομο, που καθομολογουμένως είμαι) πήγαμε και φάγαμε τα απαραίτητα (;) σουβλάκια κι όλα ωραία και καλά, μέχρι την αποφράδα επόμενη μέρα, που μια παιδική μου φίλη κι φέρελπις νομικός, με πήρε στο τηλέφωνο να με ρωτήσει πώς ήταν η παράσταση. Εεεε, τι να πω κι εγώ, την αλήθεια είπα (το έχω αυτό το ελάττωμα – πανάθεμά με!). Της είπα δηλαδή ότι παραλίγο να κατουρηθούμε από τα γέλια, ότι ο Κοπί είναι μεγάλος, ότι αν θέλει να γελάσει κάθε πικραμένου χείλι (χείλι είπα, μην πάει ο νους σας στο κακό και στα πρόστυχα! Απαπαπαπα τι μου είστε, τέλος πάντων, εσείς αναγνώστες μου… δεν συνεχίζω. Σταματώ εδώ γιατί εσείς δεν …παίζεστε). Με τα τούτα και τα εκείνα πήγε η καημένη, στήθηκε στην ουρά – τρόπος του λέγειν (βάζω σάλτσες για αφηγηματικούς λόγους) πλήρωσε το εισιτήριο, κάθισε στα άβολα καθίσματα, ίσιωσε το ταγιέρ (αυτό κι αν είναι ετεροχρονισμένη φαντασία – όχι δεν πάσχω από υπερμνησία – αλλά δεν έχει αρχίσει κι η άνοια…). Σβήνουν τα φώτα και τι να δει η ταλαίπωρη συντηρητική γυναίκα που είχε μεγαλώσει μέσα στα κατηχητικά (επί χούντας) και ήταν πολύ υπέρ του τρίπτυχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια»; Τι να δει και τι να μην δει; Πού να το πει και σε ποιον να το ομολογήσει; Απαπαπαπα και δεν υπήρχε και κανένας διανυκτερεύων πνευματικός για να εξομολογηθεί… Με το που έφτασε στο σπίτι της με πήρε αμέσως τηλέφωνο (είχαν περάσει τα μεσάνυχτα προ πολλού κι εγώ κοιμάμαι με τις κότες – ένεκα η υπερκόπωσις)… Με παίρνει λοιπόν, με ξυπνάει, δεν με ρωτάει καν αν διακόπτει κάτι, αν εκτελώ τα συζυγικά μου καθήκοντα ή απλώς …κοιμάμαι και μου ρίχνει ένα χ.σ.μ. μα ένα χ-σ-μ- που τα είδα και τα άκουσα όλα μέσα στην υγρή νύχτα της Νέας Σμύρνης. Τότε έμενα στο άλσος (δίπλα, όχι …μέσα) και είχαν μουλιάσει τα κόκαλά μου (άσχετο αυτό!). Τελικά, με τα τούτα και τα εκείνα κατάλαβα ότι είχε θιχτεί βαθύτατα, ότι την είχα προσβάλλει, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί. Από τότε μου έκοψε την κουβέντα και δεν την ξαναείδα, παρά δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όταν κληρώθηκα ένορκος στο κακουργιοδικείο. Η κυρία είχε γίνει εισαγγελέας – και μάλιστα αυστηρή. Πέρασε αγέρωχη από μπροστά μου, εγώ μίλαγα με τους άλλους ταλαίπωρους υποψήφιους ενόρκους, μου έριξε μια άκρως υποτιμητική ματιά κι όταν πήγα να την χαιρετήσω – αυτή η ευγένεια θα με φάει! – μου έκανε μια απορριπτική χειρονομία και απήλθε. Αργότερα τη συνάντησα σε έναν σκοτεινό διάδρομο και της εξήγησα ότι δεν είμαι κατηγορούμενος, αλλά ένορκος, ένας νομοταγής πολίτης με λευκό ποινικό μητρώο, που εκτελεί το καθήκον του προς την πολιτεία. Αυτό είναι όλο. Και πάλι δεν καταδέχτηκε να μου χαρίσει ούτε μία λέξη της. Το στόμα της ερμητικά κλειστό. Αργότερα, μια κοινή μας φίλη με ενημέρωσε ότι η καλή αυτή κυρία και καταξιωμένη στη δουλειά της επιστήμων μένει στα βόρεια προάστια σε τόσο μεγάλη βίλλα που χρειάζονται κυλιόμενες σκάλες για να πηγαίνουν από το υπνοδωμάτιο στην κουζίνα κι από εκεί στην πισίνα – τέτοια πρόοδος! Ενώ εγώ, με τον Κοπί και την θεατρολογία, δεν πήγα και πολύ μακριά στην οικονομική κλίμακα. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια στη Νεάπολη Εξαρχείων μένω και δεν έχω ούτε παπάκι. Τέλος πάντων. Τελειώνοντας τη θεατρολογία πήγα στο Παρίσι για ένα μεταπτυχιακό, ανέβηκαν θεατρικά μου έργα και κάποια στιγμή – μετά τα σαράντα πέντε μου – άρχισαν να δημοσιεύονται και κριτικές θεάτρου που φέρουν την υπογραφή μου. Πιστεύετε ότι ακόμα και σήμερα – στα πενήντα μου – τρέμω μην παινέψω παραπάνω απ’ ό,τι (φαντάζομαι ότι) πρέπει ένα θέαμα, φοβούμενος ότι θα υποστώ τις ίδιες απρόβλεπτες κι αψυχολόγητες συνέπειες; Όποιος καεί στον Κοπί φυσάει και το…….. (συμπληρώστε ό,τι θέλετε στις τελίτσες). Βοήθειά σας! Καλά, δεν υπάρχετε! Το διαβάσατε όλο αυτό το ανοσιογράφημα και φτάσατε ΚΑΙ στο τέλος; Εεε, δεν σας πιστεύω! Καλά, ένα ευρώ να έπαιρνα απ’ όλα αυτά που έχω γράψει, θα είχα τουλάχιστον ένα ποδήλατο (κινέζικης κατασκευής – μην μεγαλοπιανόμαστε τώρα). Ελπίζω πάντως να μην το διαβάσει αυτό κι η εισαγγελέας γιατί δεν με βλέπω να την βγάζω καθαρή. Και κερατάς και δαρμένος δεν λέει. Λοιπόν. Το ξαναγράφω «οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς, μα εντελώς, συμπτωματική». Όλα τα περιγραφόμενα γεγονότα και πρόσωπα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα και ουδεμίαν σχέσιν με την πραγματικότητα έχουν. Τώρα, αν βρείτε εσείς κάτι, απ’ όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, που να έχει ΌΝΤΩΣ σχέση με την πραγματικότητα, να μου το πείτε κι εμένα να το μάθω. Όλα καλά φίλοι μου. Και να γελάμε. Είναι το μόνο που μας απέμεινε (ακόμα). Μαζί με την αναπνοή. Αισιοδοξία, ελπίδα, ευελιξία, αποδοχή, συγκατάβαση, αλληλεγγύη, κατανόηση. Κρίση είναι – πού θα πάει; –θα περάσει. Σας ασπάζομαι σταυροειδώς.
Ο κριτικός της γειτονιάς σας
|