Σχετικά άρθρα
Ο ΘΕΑΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΗ ΓΑΤΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Κωνσταντίνος Μπούρας | |||
Τετάρτη, 29 Αύγουστος 2012 10:47 | |||
Ο θεατρολογικός ανταγωνισμός σκότωσε τη γάτα
«Εγώ πάντα το έλεγα αλλά κανείς δεν με πίστευε…» έτσι άρχιζε πάντα τις ιδιωτικές του ομιλίες για να μην πω μονολόγους ο γυμναστής που ήταν και …θεατρολόγος (δεύτερο πτυχίο). Με μια κοιλιά τεραστίων διαστάσεων, ένα γατί παμβρώμικο και τρισάθλιο (από τα σκουπίδια έτρωγε, γιατί ήτανε τσιγκούνα και μίζερη η κυρά του… παρντόν, ο κύριός του, ήθελα να πω. Γλώσσα λανθάνουσα. Αυτός λοιπόν ο κακορίζικος άνθρωπος τα είχε (τρόπος του λέγειν δηλαδή... πώς να τα πάει καλά με κάποιον άλλον όταν ούτε με τον ίδιο του τον …κ(ά)λο δεν τα πήγαινε καλά… τέλος πάάάάντων) με έναν ξεναγό-θεατρολόγο (ήταν πρώτα ξεναγός και μετά έγινε θεατρολόγος – τι παθαίνουν με αυτή τη θεατρολογία δεν το έχω καταλάβει – τι νομίζουν ότι θα γίνουν μόλις πάρουν το πολυπόθητο πτυχίο δεν ξέρω… απωθημένα). Ο ξεναγός ήταν καλός στη δουλειά του και κέρδιζε παχυλά φιλοδωρήματα (ακόμα και μέσα στη μάστιγα της οικονομικής κρίσης) αν και ήταν κακάσχημος, τέρας ασχήμιας ο δόλιος, αλλά με μεγάλο …κουπί. Εννοώ, (για να μην σας σκανδαλίσω… δεν επιτρέπεται) εννοώ ότι είχε κάτι χέρια σαν κουπιά. Τώρα, πώς ταίριαξε το …κουπί του ξεναγού με τον κ…λο του γυμναστή, δεν γνωρίζω. Δεν ήμουνα μπροστά. Από γάλα που δεν τρως μην σε νοιάζει κι αν …χυθεί. Πάντως τα βρήκαν κι άρχισαν να κάνουν συχνά παρέα μαζί και να βλέπουν παραστάσεις μαζί (ένεκα η …ατέλεια – καλά, με αυτόν τον όρο νοιώθεις ατελής και με τη βούλα του συλλόγου θεατρολόγων), άρχισαν να τρώνε μαζί τα βράδια, όταν, βεβαίως, ο ξεναγός δεν είχε καμιά δουλειά του Κατακώλου (όταν δεν είχε να υποδεχτεί κάποιο γκρουπ τουριστών στο Κατάκωλο ή στην κρεβατοκάμαρά του). Με τα τούτα και με τα κείνα, άρχισε να νιώθει ο ταλαίπωρος γυμναστής σαν …τρόλεϊ Κολιάτσου-Παγκράτι (με στάση στο Λυσσιατρείο, απαραιτήτως). Είχε φουντώσει το κέρατο και είχε γίνει σαν το δάσος του Σέργουντ με τα ελάφια πάνω από την κούτρα του, με το μαλλί, που είχε πάρει να αραιώνει και να διαχωρίζει τη θέση του από το κρανίο. Σαν γνήσιο λοιπόν αρσενικό αποφάσισε να πάρει το αίμα του πίσω (το αίμα του, το σπέρμα του… θα σας γελάσω – ό,τι και να σας πω θα σας πω ψέματα). Αποφάσισε, λοιπόν, ν’ αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και να κάνει κι εκείνος τα ίδια. Όταν λοιπόν ήρθε ο πληροφορικάριος να του βγάλει τους ιούς από το …κομπιούτερ, ο γυμναστής μας (που ήταν και θεατρολόγος και το είχε το δράμα μέσα στις φλέβες του) αποφάσισε να ανταλλάξει υγρά, μύκητες, βακτηρίδια και ιούς (ανθεκτικούς στα γνωστά αντιβιοτικά) με τον κοιλαρά, αλλά …προικισμένο τεχνικό. Ο τεχνικός, πάλι, αφού ήταν χρόνια αζευγάρωτος και είχε ξεχάσει πώς γίνεται το άθλημα, αποφάσισε ξαφνικά να το θυμηθεί. Πού του χάνεις, πού τους βρίσκεις στον παμβρώμικο, γατοχεσμένο καναπέ (απροσδιορίστου πλέον χρώματος) και τίγκα από μαλλί της …γριάς, να χαμουρεύονται τα πιτσουνάκια μου, σα να περνάνε το μήνα του μέλιτος στη Χαβάη. Εεεε, έσπασε κάποια στιγμή ο διάολος το ποδάρι του, κουνήθηκε από τον αέρα η κουρτίνα (δροσίστηκαν και τα …κουνημένα αχαμνά των εραστών), όμως έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και παιρνόταν ο ξεναγός απέναντι με μια γριά (έναντι αδράς αμοιβής, εννοείται) είδε το περιστατικό της μοιχείας με τα ίδια του τα μάτια [το δικό του δεν μετρούσε ως τέτοια – μοιχεία, εννοώ – ο άνθρωπος ασκούσε ελευθέριο επάγγελμα, του ….Κατακώλου] κι αποφάσισε να εκδικηθεί τον «δεσμό» του. Τώρα, πώς είναι δυνατόν να απαιτείς ο δεσμός σου να είναι μονογαμικός και πιστός, ενώ εσύ έχεις πάει με την Άρτα και τα Γιάννενα (και σιγά τις πόλεις, δηλαδή!) ποτέ δεν το κατάλαβα. Όταν έχεις ξεπετάξει όλη την Αθήνα στο πιτς-φυτίλι, ε, πείτε μου, σας παρακαλώ, γιατί να μην κάνει και ο άλλος το ίδιο (ψυχή δεν έχει αυτός; Μανούλα δεν τον γέννησε; Σε βάρκα κατούρησε;). Και πώς τον εκδικήθηκε; Εεεεεε, καλά. Ούτε σε έργο του Κοπί. Θα σας το αποκαλύψω με κίνδυνο να σας φανώ σουρεαλιστικός. Και είμαι, για να σας πω όλη την αλήθεια. Είμαι σουρεαλιστικός, όμως όχι περισσότερο από την πραγματικότητα. Εκείνη με έχει ξεπεράσει. Τι έλεγα; Απαπαπαπα, άρχισε το αλτσχάιμερ και η άνοια… Θεός φυλάξοι. Ααααα, ναι…. Το ξαναπιάνω από την αρχή. Τον μίτο εννοώ, μην πάει ο νους σας στο κακό, ατιμούλικα μου εσείς! Αποφάσισε λοιπόν ο ξεναγο-θεατρολόγος να εκδικηθεί τον γυμναστο-θεατρολόγο με έναν καθ’ όλα πρωτότυπο και απολύτως βάρβαρο τρόπο: έπιασε τη γάτα (δεν ήταν και δύσκολο – σερνόταν η κακομοίρα από την πείνα, μετρούσες τα κοκκαλάκια της), την έσφαξε με το δίκοπο πελέκι της Κλυταιμνήστρας που το είχαν κλέψει από κάποια παράσταση, ή το ξέχασε κανένας χασάπης (της μιας βραδιάς τα γιασεμιά) και την έστειλε (τη δύσμοιρη την Κασσάνδρα-γάτα, όχι τον χασάπη) στον φούρνο με πατάτες [και το ταψί καλυμμένο με απαστράπτον αλουμινόχαρτο – έτσι κάνουν οι καλές νοικοκυρές που είναι και …κυρίες]. Όταν ήρθε το ψητό από το φούρνο κάτι κατάλαβε ο γυμναστής, αλλά είπε να δώσει τόπο στην οργή και προσποιήθηκε ότι τρώει κουνελάκι. Ο ξεναγός έτρωγε αργά-αργά τη σαλάτα. Πάντα έτσι αργός ήταν, σε όλα του. Όταν έφτασε ο άμοιρος γατο-ιδιοκτήτης στην κοιλιά του ψημένου ζώου, βρήκε ξάφνου πολύ …ψαχνό εκεί. Έκανε τα στραβά μάτια και τον έφαγε τον στρογγυλό μεζέ. Ο άλλος – ο δεσμός του, ντε! – τον κοίταγε με τα μεγάλα, αλλοίθωρα μάτια του. Ήπιαν και λίγο λευκό κρασάκι, φτηνό, από το διπλανό υπόγειο με τα παράνομα βαρέλια – η τσιγκουνιά και των δύο χτύπαγε …κόκκινο. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ενόσω βλέπανε το ράλι του Μόντε Κάρλο στην παλιά, ξεπερασμένης (για να μην πω απηρχαιωμένης) τεχνολογίας τηλεόραση, άρχισε ο γυμναστής (που ήταν και θεατρολόγος) να μην νιώθει τόσο καλά. Μετ’ ου πολύ, τον έπιασαν και οι πρώτοι σπασμοί της γέννας [δεν ανησύχησαν, γιατί ήταν και ….νευρωσικιά η κακομοίρα]… Τελικά, φωνάξανε το εκατό, όχι το 166 ήθελα να πω, αλλά πριν φτάσει στον Ευαγγελισμό η σειρήνα (ο ξεναγός πήγαινε ξωπίσω με το γιωταχί του) η γυμνάστρια είχε καταλήξει κι είχε δει τα ραδίκια ανάποδα, με ένα μισοψημένο ποντίκι στην κοιλιά του, που το είχε φάει η ψοφοδεής γαλή (κοινώς γάτα) πριν τη σφάξει ως άλλη Κασσάνδρα ο απατημένος εραστής Κλυταιμνήστρα, που ήταν και ξεναγός και θεατρολόγος. Δεν αποδόθηκαν κατηγορίες. Σε αυτή τη χώρα, γενικώς, δεν αποδίδονται κατηγορίες για τίποτα. Κι έτσι ο προσοντούχος φονιάς ξανάπιασε το κουπί, ήσυχος αυτή τη φορά, ότι κανένας πια δεν θα τον κερατώσει, αφού δεν θα έκανε ποτέ ξανά δεσμό με …καμία. Ας όψεται η θεατρολογία! Και τώρα τέλος, αφού ακόμα κι η παραδοξολογία έχει τα όριά της. Μόνο η ανοησία είναι απροσμέτρητη.
Κωνσταντίνος Μπούρας
|