Σχετικά άρθρα
PREVIEW: ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρίνα Αποστόλου | |||
Τετάρτη, 29 Σεπτέμβριος 2010 09:48 | |||
Βυσσινόκηπος του Άντον Τσέχωφ
Γιορτάζοντας τα 150 χρόνια από τη γέννησή του οι καλλιτέχνες του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας, φέρνουν στην Ελλάδα το τελευταίο και πιο σπαρακτικό έργο του σπουδαίου δραματουργού τους.
1, 2, και 3 Οκτωβρίου 2010 στο θέατρο Badminton ...με ελληνικούς υπέρτιτλους
Τέλος εποχής
Ο «κολίγος» αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία όχι μόνο της Ρωσίας αλλά και όλης της Ευρώπης.
Αγαπημένο θέμα του Τσέχωφ η αδυναμία κυρίως των αριστοκρατών να δεχτούν πως η Ρωσσία μεταμορφώνεται, νέοι τρόποι παραγωγής επιβάλλονται, νέα κοινωνικά στρώματα έρχονται στο προσκήνιο, ο παλιός κόσμος καταρρέει.
«Έχουμε μείνει πίσω τουλάχιστο διακόσια χρόνια, δεν έχουμε απολύτως τίποτα, δεν ξεκαθαρίσαμε τις σχέσεις μας με το παρελθόν. Το μόνο που κάνουμε είναι να φιλοσοφούμε, να παραπονιόμαστε πως η ζωή είναι πληχτική, ή να πίνουμε βότκα. Κι όμως είναι ολοφάνερο πως για ν' αρχίσουμε να ζούμε σήμερα, πρέπει να εξιλεωθούμε από το παρελθόν μας, να το ξεπεράσουμε και μπορούμε να εξιλεωθούμε μονάχα αν κοπιάσουμε με αδιάκοπη και σκληρή δουλειά...»
Η υπόθεση Ο «Βυσσινόκηπος» γράφτηκε το 1903 και «ήθελε» να είναι κωμωδία αλλά σκηνοθετήθηκε σαν δράμα από τον Στανισλάφσκι στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, προκαλώντας την απογοήτευση του συγγραφέα, ο οποίος πέθανε την χρονιά που ανέβηκε το έργο του, από φυματίωση. Και όντως τα πρόσωπα του έργου είναι κωμικά, ή μάλλον θα ήταν αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο «τραγικά» μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους. Ας δούμε λίγο για τι χαρακτήρες μιλάμε. Ο Γκάγιεφ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας του υποστατικού, της Λιουμπόβ Αντρέγεβνα, αναλώνεται στο να φαντάζεται διαρκώς κινήσεις του μπιλιάρδου, να βγάζει λόγο για τη βιβλιοθήκη του και να προτείνει ανόητες κι ανεφάρμοστες λύσεις για την αποτροπή της πώλησης του χρεωμένου κτήματος, ενώ ταυτόχρονα φλυαρεί ακατάσχετα και ισχυρίζεται με περηφάνια πως έχει ξοδέψει μια περιουσία σε καραμέλες. Η αδελφή του, σκορπίζει δεξιά κι αριστερά και το τελευταίο της καπίκι, άλλοτε από μεγαλομανία κι άλλοτε από ανερμάτιστη φιλανθρωπία, σχίζει τα γράμματα του άπιστου εραστή της για να μαζέψει κατόπιν τα κομμάτια και να τα κρύψει στην τσάντα της, κάνει πάρτι τη μέρα που βγαίνει σε πλειστηριασμό το κτήμα της και συμπεριφέρεται σαν κοριτσάκι στην πρώτη εφηβεία του. Ο έμπορος Λοπάχιν που θα αγοράσει στο τέλος το κτήμα, στο οποίο οι πρόγονοί του και ο ίδιος ήταν κολίγοι, έχει μερικές καλές ιδέες και ξέρει να κερδίζει χρήματα αλλά είναι κομπλεξικός, αντιδραστικός, αγροίκος και δεν τα καταφέρνει όχι να φλερτάρει αλλά ούτε καν να ζητήσει σε γάμο την ψυχοκόρη της Λιούμπα, την εργατική και τίμια Βάρια, παρόλο που θα ήταν ιδανική σύζυγος γι’ αυτόν. Η ίδια η Βάρια εμφανίζει ήδη τα συμπτώματα της γεροντοκόρης και συμπεριφέρεται σαν παραλογισμένη: τη μία στιγμή θέλει να ζήσει ελεύθερη, ταξιδεύοντας και κάνοντας επισκέψεις σε μοναστήρια, ενώ την άλλη εκνευρίζεται κι απογοητεύεται γιατί ο Λοπάχιν δεν έχει ζητήσει ακόμα το χέρι της. Ξεκαρδιστικοί είναι και οι δύο νεαροί υπηρέτες. Η Ντουνιάσσα μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την ευαίσθητη, καλομαθημένη δεσποινίδα ενώ ο αλαζονικός και βαθιά συντηρητικός Γιάσσα έχει αποκτήσει τόσο αριστοκρατικές έξεις, που δεν μπορεί πια παρά να ζει στο Παρίσι, να τρώει χαβιάρι και να πίνει σαμπάνια. Η Άννια, η κόρη της Λιούμπα κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμωφ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς και βγάζουν μαζί κηρύγματα για τον καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο που έχουν οραματιστεί, αλλά δεν μπορούν καν να αντιληφθούν πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο και πως συμπεριφέρονται σαν νήπια. Ο Επιχόντωφ, ο γραμματέας, σκοντάφτει σε κάθε βήμα του, παθαίνει το ένα ατύχημα μετά το άλλο, διαβάζει βιβλία που ούτε καν τα καταλαβαίνει για να δείχνει μορφωμένος, τριγυρνάει συνέχεια μέσα στις φούστες της Ντουνιάσσα, που δεν διστάζει να τον εξευτελίζει και κρατάει ένα όπλο για την περίπτωση που θα βρει το θάρρος να αυτοκτονήσει, κάτι το οποίο όμως μάλλον δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όσο για τον Πίστσικ, ένα γείτονα κτηματία, αυτός κι αν είναι γελοίος. Μπλέκεται στα πόδια των κατοίκων του σπιτιού, ενοχλεί όλο τον κόσμο, ζητάει φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, μέχρι και χάπια. Για να συμπληρωθεί το παζλ των κωμικών χαρακτήρων, έχουμε και την Σαρλόττα, την κουβερνάντα η οποία μεγάλωσε σε τσίρκο και διασκεδάζει κάνοντας μαγικά κόλπα, σέρνει πίσω της ένα σκυλάκι που τρώει ακόμα και καρύδια και βυθίζεται στη μοιρολατρία της, αφού νιώθει διαρκώς μόνη, παρόλο που περιστοιχίζεται από ένα πλήθος κόσμου. Όσο για τον υπερήλικα και θεόκουφο υπηρέτη Φιρς, δεν μπορεί ούτε στα πόδια του να σταθεί αλλά περιφέρεται συνέχεια στο αρχοντικό γεμάτος σπουδή, ανακατεύεται σε όλα, συμπεριφέρεται στους αφέντες του σαν να είναι ανήλικοι και κάθε τόσο βγάζει και ένα λογύδριο για τις παλιές καλές εποχές της νιότης του. Αν όμως κανείς αλλάξει ελάχιστα την οπτική του γωνία, θα δει το δράμα μέσα στην κωμωδία και το τραγικό πίσω από τη φάρσα. Ο Γκάγιεφ είναι ένας δυστυχής που έχει μάθει να τον φροντίζουν οι άλλοι και δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους συγγενείς του. Μαζί με τη Λιούμπα περιφέρονται σαν υπνοβάτες, καταδικασμένοι να στερηθούν τον όμορφο και ασφαλή κόσμο τους, που όμως έχει γεράσει και παρακμάσει πια τόσο πολύ, ώστε είναι προορισμένος να χαθεί για πάντα. Οι αριστοκρατικές βυσσινιές τους που αναφέρονταν μέχρι και στο λεξικό, θα κοπούν και το σπίτι τους, στο οποίο πέρασαν την ευτυχισμένη νιότη τους, θα γκρεμιστεί. Η Λιούμπα, βλέπει τη ζωή της να χάνεται κι αρπάζεται από έναν ανέλπιδο έρωτα που την πληγώνει και την ταλαιπωρεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι. Και ξέρει κατά βάθος, παρά την επιπολαιότητά της, πως ότι αγάπησε ή αγαπάει, δεν μπορεί να το διεκδικήσει, είναι καταδικασμένο να καταλήξει σύντομα στο θολό βυθό του νωθρού ποταμού της ζωής της, αφήνοντάς την γυμνή, ανυπεράσπιστη και μόνη. Η Βάρια, θα αποχωριστεί τις φροντίδες του αγαπημένου υποστατικού που γέμιζαν την άχαρη ζωή της και μάλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια δική της οικογένεια. Όταν το κτήμα πουλιέται, φεύγει, πηγαίνει να υπηρετήσει ξένους, αφήνοντας πίσω της κάθε ελπίδα για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπάει. Ο Λοπάχιν έχει κερδίσει χρήματα αλλά πάντα θα νιώθει κατώτερος κι ασήμαντος, αφού δεν μπόρεσε ούτε να μορφωθεί, ούτε να εξευγενιστεί. Γνωρίζει πως δεν γίνεται αποδεκτός από εκείνους που εκτιμάει και πως για όσους θα ήθελε να τον εκτιμούν, παραμένει ένα ενοχλητικό αν και συμπαθές, απόβλητο. Η Ντουνιάσσα έχει κατά βάθος την επίγνωση πως η αριστοκρατικότητά της είναι πλαστή, πως θα μείνει σε όλη της τη ζωή υπηρέτρια και πως μάλλον θα καταλήξει σύζυγος ενός άχαρου γέρου. Ο Γιάσσα είναι τόσο αλαζονικός, ώστε μοιραία θα προσγειωθεί ανώμαλα όταν θα τον εγκαταλείψει η φρέσκια και νεανική του εμφάνιση. Άλλωστε δεν είναι, ούτε πρόκειται να καταφέρει να γίνει ο μπον βιβέρ που ονειρεύεται. Η Άννια, είναι βέβαια δραστήρια και αισιόδοξη αλλά υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και νιώθει ανασφάλεια γιατί αυτή, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, πρέπει να φανεί δυνατή, να προστατεύει την «ανήλικη» μητέρα της ή να συνεφέρνει τον ανώριμο θείο της. Ο Τροφίμωφ ξέρει πως οι υψηλές του ιδέες δεν θα τον σώσουν από τη μιζέρια και τη φτώχεια αφού δεν είναι σε θέση ούτε τις σπουδές του να ολοκληρώσει, ούτε τα πραγματικά του αισθήματα και τις ουσιαστικές του ανάγκες να συνειδητοποιήσει, ούτε το νέο κόσμο που οραματίζεται, να διεκδικήσει. Ο Επιχόντωφ γνωρίζει πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, και πως δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει γι’ αυτόν συμπάθεια ή έλξη έστω και μία υπηρέτρια. Ταπεινωμένος κι αδέξιος, φλερτάρει ακόμα και με την αυτοκτονία. Ο Πίστσικ, στα πρόθυρα του εμφράγματος, δεν μπορεί ούτε για μια στιγμή να απελευθερωθεί από την αρρωστημένη, βουλημική εμμονή του με το χρήμα και από την καταναγκαστική αγωνία του μήπως απολέσει την πολύτιμη περιουσία του, είτε πορτοφόλι είναι αυτή, είτε χτήμα. Η Σαρλόττα, εγκαταλελειμμένη στην ουσία από την παιδική της ακόμα ηλικία, ζει απομονωμένη σ’ έναν κόσμο περίκλειστο, θλιβερό, χωρίς λάμψη και χωρίς καμιά ευτυχία, εκτεθειμένη σε κάθε αναποδιά της τύχης. Ο Φιρς εγκαταλείπεται από όλους στο παλιό αρχοντικό και πεθαίνει μόνος ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, μαζί με τη λαμπρή εποχή της νιότης του, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Πέρασε η ζωή, πάει... σαν να μην την έζησα... Δεν έχεις πια δύναμη...Τίποτα δεν σ’ απόμεινε...» λέει στον εαυτό του στο σπαρακτικό φινάλε του έργου.
Άντον Τσέχωφ
Σπουδαίος ρώσος συγγραφέας από τους κορυφαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γεννήθηκε το 1860 στο Ταγκανρόκ της Αζοφικής. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήταν αναγκασμένος να δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα του, παράλληλα με το σχολείο. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα. Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Παραμύθια της Μελπομένης». Πέρα, όμως από τα θεατρικά έργα, ο Τσέχωφ έγραψε και διηγήματα.Μερικά από τα πιο γνωστά του είναι: Στο σούρουπο (Βραβείο Πούσκιν), Η στέπα, Η κυρία με το σκυλάκι, Στο φαράγγι, Ο επίσκοπος, Η αρραβωνιαστικά, κ.α. Τα έργα αυτά του Τσέχωφ έχουν ιδιαίτερα αγαπηθεί και στη χώρα μας. Πολλές φορές έχουν μεταφραστεί και διασκευαστεί γιά την ελληνική σκηνή και μεγάλοι έλληνες ηθοποιοί τα έχουν ερμηνεύσει μοναδικά.
«Κλειστά... Φύγανε. Εμένα με ξεχάσανε... Ε, δεν πειράζει... Θα κάτσω εδωνά κομματάκι...Και να δεις που ο Λεωνίδας Αντρέιτς δεν φόρεσε τη γούνα του. Με το ελαφρύ παλτό του έφυγε. Αμ δεν ήμουνα εγώ για να κοιτάξω... Αχ που είναι τα νιάτα!... Πέρασε η ζωή...Πάει...Σαν να μην έζησα...Ας γείρω εδωνά... Δεν έχεις πια δύναμη...Τίποτα δε σ’ απόμεινε...Τίποτα...Αχ...εσύ... αχαΐρευτε!...» Μετάφραση Λυκούργου Καλέργη
Η ποιητική δύναμη των θεατρικών έργων του Τσέχωφ δεν φανερώνεται με το πρώτο διάβασμα. Όταν διαβάζεις ένα έργο του λες: Ναι, είναι καλό αλλά τίποτα που να σε συνταράζει...τίποτα που να σε κάνει να θαυμάζεις...όλα είναι απλά, καθημερινά, αληθινά, γνωστά...Τίποτα το νέο. Κι όμως καθώς αναθυμάσαι μερικές σκηνές από το έργο, νοιώθεις βαθιά την ανάγκη να σκεφτείς γι’ αυτές περισσότερο, να σκεφτείς πιο βαθιά. Στο νου σου έρχονται συνέχεια κι άλλες φράσεις κι άλλες σκηνές και θέλεις να το ξαναδιαβάσεις. Και τότε ανακαλύπτεις τα βάθη που ήτανε κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια... Κονσταντίν Στανισλάβσκι
Θέατρο Τέχνης της Μόσχας
Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους K.S. Stanislavsky και V.I. Nemirovich-Dachenko. Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του Άντον Τσέχοφ αλλά και του Μαξίμ Γκόρκι. Το 1989, τη σκηνή του νεοσύστατου θεάτρου εγκαινίασε ο «Γλάρος», ενώ στη συνέχεια έπαιξαν και τα «Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Κατά τη διάρκεια των πρώτων παραστάσεων, γεννήθηκε ένα νέο είδος ηθοποιίας που επικοινωνούσε με διακριτικότητα την ψυχολογία του ήρωα, ενώ σχηματίστηκαν οι αρχές της σκηνοθεσίας καθώς και μία κοινή ατμόσφαιρα της δράσης. Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είναι το πρώτο θέατρο στη Ρωσία που πραγματοποίησε την αναμόρφωση του ρεπερτορίου, που δημιούργησε τον δικό του κύκλο και που γνώρισε συνεχή ανάπτυξη από παράσταση σε παράσταση.
Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη παραγωγή με την επίβλεψη του Καλλιτεχνικού Διευθυντή Oleg Tabakov , σε σκηνοθεσία του καταξιωμένου εδώ και 30 χρόνια Adolf Shapiro , με πρωταγωνιστές σπουδαίους Ρώσους ηθοποιούς.
Σκηνοθεσία: Adolf Shapiro Διάρκεια παράστασης: 3 ώρες με διάλειμμα
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 21.00 Σάββατο 2 Οκτωβρίου 21.00 Κυριακή 3 Οκτωβρίου 21.00
Τιμές Εισιτηρίων: από 25€ έως 55€ (Δ ΖΩΝΗ 25, Γ ΖΩΝΗ 35, Β ΖΩΝΗ 45, Α ΖΩΝΗ 55) Φοιτητικά: 15€
Για αγορά εισιτηρίων τηλ. 210.8840600, στο www.ticketnet.gr και στα Public.
Θέατρο Badminton ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: WE promotion, Κηφισίας 118Α, τηλ. Βαγγέλης Περάκης, τηλ. Γιώργος Εριτσίδης, τηλ.
|