Σχετικά άρθρα
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ |
![]() |
![]() |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 02 Μάρτιος 2011 21:34 | |||
Κωνσταντίνος Μάρκελλος Εραστής σε ερημία Αποφοίτησε με «Άριστα» από την Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Δήμου Αγίας Βαρβάρας. Στα πλαίσια του “ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ” συμμετείχε στις παραστάσεις: “I Pagliacci” - Όπερα του RUGGERO LEONCAVALLO, σε σκηνοθεσία FRANCO ZEFFIRELLI στο Ηρώδειο. “Don Carlo” - Όπερα του GIUSEPPE VERDI, σε σκηνοθεσία JOSEPH LEE , στο Μέγαρο Μουσικής και “Κοριολανός” του WILLIAM SHAKESPEARE, σε σκηνοθεσία ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΚΟΓΙΑΝΝΗ στο Ηρώδειο. “Ιάκωβος Καμπανέλλης” - Λυρικό Χορόδραμα του ΛΟΥΚΑ ΘΑΝΟΥ , σε σκηνοθεσία του ίδιου , στο Θέατρο Δαϊς. Έπαιξε τη “Γυναίκα” στο μονόπρακτο του TENNESSEE WILLIAMS “Μίλα μου σαν τη βροχή” στο Θέατρο Χυτήριο , σε σκηνοθεσία ΡΟΥΜΠΙΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, καθώς και τους “Λέανδρο” και “Βαλέρη” στον “Γιατρό με το στανιό” του ΜΟΛΙΕΡΟΥ στο Θέατρο Της Ημέρας, σε σκηνοθεσία ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΜΟΝΤΖΟΛΗ. Στο θέατρο Βαφείο, στο έργο των ΗΔΥΛΗΣ ΤΣΑΛΙΚΗ-ΧΡΗΣΤΟΥ ΘΑΝΟΥ “Για Κανέναν Πάνω Δεν Είναι Εύκολα Κάτω” , σε σκηνοθεσία του ΧΡΗΣΤΟΥ ΘΑΝΟΥ, εμφανίστηκε στο ρόλο του “Δ”. Τον Ιούνιο του 2008 στο Θέατρο Αμόρε και σε επανάληψη το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου στις Ροές , ήταν “Αγγελιαφόρος” και “Ξέρξης” στους “ΠΕΡΣΕΣ” του ΑΙΣΧΥΛΟΥ σε σκηνοθεσία ΛΟΥΚΑ ΘΑΝΟΥ. Το Δεκέμβρη του 2009 στο θέατρο Φούρνος, έπαιξε τον “Ηθοποιό” στο έργο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΕΝΕΡΑΛΗ “HARDGORE” , σε σκηνοθεσία ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΜΠΟΥΡΑΪΜΗ, και το καλοκαίρι του 2010 ήταν ο “Kήρυκας” στην “ΟΡΕΣΤΕΙΑ” του ΑΙΣΧΥΛΟΥ του Δη.Πε.Θε. Πάτρας, σε σκηνοθεσία ΛΟΥΚΑ ΘΑΝΟΥ. Φέτος πρωταγωνιστεί στη θεατρική μεταφορά της όπερας των W.A.MOZART και LORENZO DA PONTE “DON GIOVANNI” , ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο. Στον κινηματογράφο έχει εμφανιστεί στις μικρού μήκους ταινίες : “ Ελλείψει θεατών, μύρια έπονται” του Φίλιππου Μπουραϊμη , “ Στο Σκοτάδι ” του Αποστόλη Ηλιόπουλου και “ Τα Εναντίον Εαυτού” των Περικλή Αγιανόζογλου- Νεφέλης Σταματογιαννοπούλου. Πειθαρχημένος, δοτικός, συγκροτημένος και έτοιμος να ανακαλύψει νέους ορίζοντες στην τέχνη του ο Μάρκελλος κάνει ένα σημαντικό βήμα στη σκηνή με τον Ντον Τζοβάνι και μας εντυπωσιάζει με το ταλέντο του. Του ευχόμαστε νέες αποκαλύψεις στο επόμενο βήμα του. Ποια ήταν τα πρώτα σου βήματα στο θέατρο; Μαθητής ακόμα στη δραματική είχα την ευκαιρία να πάρω μέρος σε τρεις παραγωγές του Φεστιβάλ Αθηνών, τρεις εμπειρίες τις οποίες μετράω ως πολύ εποικοδομητικές, αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να αναμετρηθώ με σπουδαία κείμενα, όπως ήταν ο “Κοριολανός” του Shakespeare, να έρθω σε επαφή με την όπερα και το μουσικό θέατρο μέσα από δυο μεγαλειώδη έργα, τον “Don Carlo” του Verdi και τους “Παλιάτσους” του Leoncavallo, όπου και είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον Franco Zeffirrelli. Έναν άνθρωπο, ο οποίος με δίδαξε πειθαρχία και τι σημαίνει συνέπεια και αποτελεσματικότητα, και πόσο αξία έχουν αυτές οι δυο για την Τέχνη, όταν τις παντρέψει κανείς με ήθος. Αυτή η εμπειρία καθώς και ο πρώτος μεγάλος ρόλος (η Γυναίκα απ’το μονόπρακτο “Μίλα μου σαν τη βροχή” του Tennessee Williams) στο θέατρο Χυτήριο, ήταν τα «βαφτίσια» μου ως ηθοποιού. Μετά τη σχολή συνέχισα με σημαντικούς ρόλους του αρχαίου δράματος (και συγκεκριμένα του Αισχύλου), Αγγελιαφόρος και Ξέρξης στους “Πέρσες” στο Θέατρο Αμόρε και στις Ροές, και Κήρυκας στην “Ορέστεια” του Δη.Πε.Θε. Πάτρας. Ενδιάμεσα και σε άλλους ρόλους του κλασσικού (Λέανδρος και Βαλέριος στον “Γιατρό με το στανιό” του Μολιέρου στο Θέατρο της Ημέρας), αλλά και σύγχρονου ρεπερτορίου.
Μίλησέ μας για την φετινή σου δουλειά. Φέτος είμαι ο DON GIOVANNI, στην μεταφορά του λιμπρέτου της όπερας των Μότσαρτ-Ντα Πόντε, που σκηνοθετεί ο Θωδ Εσπίριτου, μια παραγωγή του «Θεάτρου του Μαρτίου». Οι δυνατότητες που μου έχει προσφέρει αυτός ο ρόλος είναι εξωπραγματικές. Νιώθω τόση χαρά και ευθύνη μαζί, σα να είμαι εγώ το μεγάλο παιδί κι έχω βγάλει το μικρό μου αδερφάκι στην παιδική χαρά, κι είναι και για τους δυο μας η πρώτη φορά! Πρόκειται, μάλιστα, για ένα εξαιρετικά αποδομημένο και αφαιρετικό «κείμενο» , εννοώ το λιμπρέτο της όπερας, το οποίο από τη φύση του είναι προορισμένο να τραγουδηθεί, το οποίο προσφέρει ελάχιστα «φανερά» εργαλεία προς εκμετάλλευση στον ηθοποιό στην προσπάθειά του να κατασκευάσει το ρόλο, αλλά πολλές ελευθερίες, κι εδώ χρειάζεται προσοχή!. Οι περισσότερες φράσεις και μονόλογοι (άριες που στην μεταφορά μας έχουν μετουσιωθεί) λένε λίγα και μέσα τους – ή κάτω από την επιφάνειά τους, αν προτιμάτε – κρύβουν πολλά περισσότερα. Γι’ αυτό πολύ σύντομα παρουσιάστηκε η ανάγκη να βουτήξω βαθειά, να αναζητήσω κι άλλες πηγές ή αναφορές. Από τον Τίρσο Ντε Μολίνα ως και τον Πούσκιν, ουκ ολίγοι ασχολήθηκαν με αυτή την ιδιαίτερη προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Ντον Τζιοβάνι, Δον Χουάν, ή Δον Ζουάν… Κι αν έναν ρόλο πρέπει να τον προσεγγίζει κανείς και να τον ψάχνει κατά κύριο λόγο και κατ’ αρχήν μέσα στα κοινωνικά, πολιτικά και χρονο-λογικά πλαίσια όπου αυτός «έζησε» και «έδρασε», εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα με διαχρονική ταυτότητα. Άρα περπατώντας με τον Τζιοβάνι από αιώνα σε αιώνα, από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία, έψαξα να βρω ποιο στοιχείο της κάθε μιας θα ήταν αυτό που εκείνος πρώτο θα προσπαθούσε να καταλύσει και πόσο χρήσιμο θα ήταν αυτό στην ερμηνεία του ρόλου στο σήμερα, (ή στο διηνεκές, αφού ο ρόλος ούτε παύει να υπάρχει όταν τελειώσουν οι πρόβες (ούτε καν όταν τελειώσει η παράσταση) ούτε φεύγει ποτέ από μέσα σου χωρίς να αφήσει κάτι…), γιατί πρόκειται περί ενός αντι-κομφορμιστή που δεν αποδέχεται θεσμούς, ήθη, έθιμα, δεν αποδέχεται ταξικές διαφορές, αμφισβητεί τα πάντα στο σύνολό τους, την –εκάστοτε– κοινωνία που τα θέσπισε, όλους αυτούς -ή εμάς- που αποτελούμε την κοινωνία. Δραπετεύει συνεχώς από το σύνολο, δείχνει, γελώντας, με το δάχτυλο, το άτομο, κοροϊδεύει τον άνθρωπο, φτύνει τη φύση του, βγάζει τη γλώσσα του στη Φύση, στο μεταφυσικό, στο θείο… Είναι ένας αρνητής! Όσες δυσκολίες κι αν παρουσιάστηκαν στην πορεία της δημιουργίας της παράστασης – και ήταν, για να πούμε την αλήθεια, αρκετές – είναι φανερό πως δεν έπαψα ούτε στιγμή, κι ακόμα συνεχίζω, να γοητεύομαι από όσα κρυμμένα ανακάλυπτα πρόβα με την πρόβα, ή ανακαλύπτω παράσταση με την παράσταση.
Γιατί ξεκίνησες να κάνεις θέατρο; Γι’ αυτόν τον εξαίσιο ήχο που βγάζουν τα χέρια όταν χτυπιούνται μεταξύ τους από ανθρώπους που χαίρονται! Αλήθεια, ήμουν ερασιτέχνης, μόλις είχε πέσει η αυλαία της πρώτης παρουσίας μου πάνω στη σκηνή, υποκλίθηκα τελευταίος, (όπως συνηθίζεται στους παραδοσιακούς θιάσους, γι’ αυτόν που παίζει τον πρώτο ρόλο) κι αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή ήταν ερεθιστικότατο. Ευτυχώς από τότε έχω ωριμάσει πολύ για να κρατώ ακόμα σε πρώτο πλάνο το χειροκρότημα η το μη- χειροκρότημα, την αποδοχή η μη-αποδοχή από το κοινό. Όχι πως δεν με ενδιαφέρει, άλλο είναι αυτό που θέλω να πω: Τα κίνητρα για να ανεβαίνω στη σκηνή έχουν πια εντελώς αλλάξει, και τα βρίσκω κάθε φορά όχι απέναντι ή από κάτω, έξω δηλαδή από τη σκηνή αλλά πολύ πιο κοντά, πιο μέσα, μέσα σε μένα τον ίδιο. Ο Ζενέ λέει στο Σχοινοβάτη του πως “…το Κοινό είναι τελικά το θηρίο που ήρθες να υποτάξεις…” . Κι εγώ συμφωνώ, μόνο που νιώθω πως για να μπορέσει να ανέβει στο σκοινί κανείς πρέπει να υποτάξει πρώτα το θηρίο μέσα του, πρέπει πρώτα να μάθει να περπατάει… ή να στέκεται… Ποια είναι τα θεατρικά όνειρά σου; Να συναντώ όλο και πιο ενδιαφέροντες ρόλους όσο μεγαλώνω. Να έχω την κρίση και τον αυτοσεβασμό να τους αντιμετωπίσω καθαρός, ανοιχτός, κι ανιδιοτελής, “εραστής σε ερημία” για να δανειστώ και πάλι τα λόγια του Ζενέ.
Ποιοι δάσκαλοι δια ζώσης ή με το έργο τους σε εμπνέουν; Έχω δασκάλους (και λέω έχω γιατί νιώθω ακόμη -και ευχηθείτε μου για πάντα- μαθητής) που με δίδαξαν , με ενέπνευσαν και συνεχίζουν να κάνουν και τα δυο. Είναι στενός ο πνευματικός μου δεσμός με όλους αυτούς που «γράφουν» πάνω μου. Πριν αποφασίσω να φοιτήσω στη δραματική, ο Τάκης Λιατζιβίρης, εξαίρετος ηθοποιός και παιδαγωγός, αργότερα ο Σοφοκλής Πέππας, για τον οποίο καμία σύσταση δεν χρειάζεται και δεν είναι αρκετή, πρόσφατα η Μαρία Κατσανδρή, την οποία γνώρισα ως συνάδελφο στο θέατρο, όμως γρήγορα συνδεθήκαμε στενά και αναπτύξαμε μια σπάνιας ουσίας πνευματική σχέση. Ο δάσκαλός μου στο Butoh, ο Katsura Kan, ένας άνθρωπος που φρόντισε να μου ανοίξει έναν καινούριο κόσμο, που με έκανε να αντιληφθώ πως δεν είναι αρκετό να «κοιτάζει» κανείς μόνο με τα δυο του μάτια. Υπάρχουν και δάσκαλοι που δε γνώρισα: Ο Ζενέ, ο Σαίξπηρ, ο Μότσαρτ και ο Μπέκεττ.
Τι πιστεύεις για την θεατρική παιδεία στη χώρα μας; Η παιδεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκπαίδευση και τη μάθηση. Αν και η θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα στη μεγάλη της πλειοψηφία είναι σε νηπιακό στάδιο, και της λείπει η «επιστημονικότητα», μάλλον λόγω ενστίκτου, ή καταβολών ο δείκτης της θεατρικής μας παιδείας είναι αρκετά υψηλός. Κυρίως στους νέους δημιουργούς.
Πως επιλέγεις τις συνεργασίες σου; Έχω ανάγκη να με αφορούν οι άνθρωποι με τους οποίους θα συνυπάρξω, να μπορεί να με εμπνεύσει η (καλλιτεχνική και μόνο) προοπτική της δουλειάς. Έχω πολύ ανάγκη ο ρόλος να μου δίνει όλες τις δυνατότητες να εξελιχθώ ως καλλιτέχνης, να μπορώ να τον πάω και να μπορεί να με πάει ένα βήμα πιο μακριά (ή πιο κοντά…) Ποιο θεωρείς το δυνατό σου σημείο; Την πειθαρχία και τη συγκρότηση. Θα ήθελα να τις συνδυάσω με ακόμη περισσότερη ελευθερία πάνω στη σκηνή, δε μιλάω για ελευθεριότητα, θέλω να αρχίσω να ρισκάρω κι άλλο ως δημιουργός.
Πως αντιμετωπίζεις το πρόβλημα του βιοπορισμού μέσα από το επάγγελμα που διάλεξες; Κάνοντας άλλες δουλειές. Κι έχω κάνει πάρα πολλές. Πρόσφατα και για ενάμιση χρόνο εργαζόμουν στη λαχαναγορά του Ρέντη, το θεωρώ αξιοπρεπέστερο από το να κυνηγάω δουλειές που δεν με αντιπροσωπεύουν καλλιτεχνικά, μόνο και μόνο για να υπάρχω στο θέατρο.
Πιστεύεις πως το θέατρο σε χρειάζεται τόσο όσο το χρειάζεσαι; Κανείς από τους δυο μας δεν είναι τόσο ιδιοτελής που να χρειάζεται τον άλλο για να υπάρξει. Θέλω να διατηρήσω μια σχέση αλληλοσεβασμού με το θέατρο, μακριά από εγωισμούς και ανθρώπινες αδυναμίες. Έτσι ώστε ο «ερωτισμός» μεταξύ μας να μη χαθεί ποτέ.
Ποιά κατά τη γνώμη σου είναι τα βασικά προσόντα ενός νέου δημιουργού; Θα έπρεπε να είναι ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια.
Περιέγραψε μου με δυο λόγια το προφίλ ενός σωστού σκηνοθέτη. Ο Γιόσι Όιντα, ένας μεγάλος Ιάπωνας δάσκαλος του θεάτρου, μιλάει σε ένα βιβλίο του για τον Αόρατο Ηθοποιό: «Υπάρχει στο θέατρο Καμπούκι», λέει, «μια συγκεκριμένη κίνηση η οποία σημαίνει “Κοίταξε το φεγγάρι”, όπου ο ηθοποιός δείχνει με τον δείκτη του χεριού του τον ουρανό. Ένας ταλαντούχος ηθοποιός μπορεί να εκτελέσει την κίνηση με χάρη και γοητεία και το κοινό να θαυμάσει την ομορφιά του παιξίματός του και την τεχνική του αρτιότητα. Μπορεί όμως μπροστά σε έναν άλλο ηθοποιό που κάνει ακριβώς την ίδια κίνηση, που δείχνει δηλαδή με το δάχτυλό του το φεγγάρι, το κοινό απλώς να… δει το φεγγάρι! Εγώ προτιμώ αυτό το δεύτερο είδος ηθοποιού που σε κάνει να βλέπεις το φεγγάρι. Τον ηθοποιό που μπορεί να γίνει αόρατος.» Κι εγώ λοιπόν που συμφωνώ μαζί του, θα συμπληρώσω πως προτιμώ το είδος του σκηνοθέτη που κάνει τον ηθοποιό να αντιλαμβάνεται ολόκληρο το φεγγάρι, που τον κάνει δημιουργό, που τον βοηθά να ανακαλύψει τον τρόπο να γίνει ο ίδιος το φεγγάρι, χωρίς να του δείξει καθόλου τον ουρανό με το δάχτυλό του.
Τι είναι σωστό για σένα στη σκηνή και τι λάθος; Τα πάντα είναι εν δυνάμει αποδεκτά πάνω στη σκηνή. Δεν πρέπει τίποτα να μπλοκάρει τον καλλιτέχνη όταν δοκιμάζει. Η εύστοχη κρίση και η εμπνευσμένη διαλογή των ποιοτικών στοιχείων που παράγονται στην πρόβα, θα κάνει το καλλιτέχνημα να αποδειχτεί σπουδαίο έργο τέχνης. Ή όχι. Αν και δεν αποδέχομαι τις δυο λέξεις, «σωστό» και «λάθος», θα τις χρησιμοποιήσω για να πω: Υπάρχουν εκατομμύρια «σωστά» και δισεκατομμύρια «λάθη» που μπορεί να κάνει κανείς πάνω στη σκηνή. Προσωπικά τίποτα δε με χαροποιεί περισσότερο απ’ το να συναντάω ένα από αυτά τα… δισεκατομμύρια και να το πετάω την ίδια στιγμή από μόνος μου, ή με την παρότρυνση κάποιου άλλου. Νιώθω πως έτσι φτάνω λίγο πιο κοντά στην πιθανότητα να συναντήσω κάποιο από τα άλλα, τα… εκατομμύρια, τα «σωστά». Το «λάθος», για να χρησιμοποιήσω και πάλι αυτόν τον όρο, το αγαπώ!
Τι πιστεύεις για τις θεατρικές ομάδες; Νομίζω μπορούν να αποδειχτούν η μόνη διέξοδος στην παρατεινόμενη θεατρική ακαλαισθησία που μας έχει προσβάλλει (κάτι σαν ασθένεια) εδώ και αρκετά χρόνια. Εκτός λαμπρών εξαιρέσεων, οι περισσότερες θεατρικές σκηνές, θίασοι, πρωταγωνιστές, σκηνοθέτες με όνομα, ιστορία και «μύθο» γύρω από το όνομά τους, πέφτουν από τη μία σύμβαση στην άλλη. Οι θεατρικές ομάδες αποτελούνται από νέους και με διάθεση για δημιουργία καλλιτέχνες, είναι ζωντανοί οργανισμοί, επομένως μόνο ώθηση μπορούν να δώσουν στα πράγματα.
Ποια είναι τα προσεχή σου σχέδια; Μετά τον Giovanni… χρειάζομαι ένα μεγάλο κενό. Όταν χωρίζεις από ένα μεγάλο έρωτα, μπορείς να πέσεις με τα μούτρα σε έναν άλλο; Πώς; Από ανασφάλεια, ίσως; Πόσο τίμιο θα ήταν αυτό απέναντι στο… νέο «έρωτά» σου; Τίποτα λοιπόν… προς το παρόν, τίποτα.
|