Σχετικά άρθρα
ΟΙ ΚΑΙΟΜΕΝΟΙ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Πέμπτη, 14 Φεβρουάριος 2013 20:36 |
Οι καιόμενοι της Δέσποινας Καλαϊτζίδου «Μια νεκρώσιμη τελετή γι’ αυτά που χάθηκαν, μία προσευχή γι’ αυτά που θα ‘ρθουν, και «Οι Καιόμενοι» παγιδευμένοι κάπου στο ενδιάμεσο…»
Το Θέατρο Τέχνης «Ακτίς Αελίου» στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζει την παράσταση «Οι Καιόμενοι» της Δέσποινας Καλαϊτζίδου, σε σκηνοθεσία Θωμά Βελισσάρη. Η συγγραφέας Η Δέσποινα Καλαϊτζίδου, καθηγήτρια της Β’θμιας Εκπαίδευσης της Αγγλικής Φιλολογίας, γεννήθηκε στην Κατερίνη το 1977. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ, Λογοτεχνική Μετάφραση στο University of Essex της Αγγλίας, και «Θέατρο στην Εκπαίδευση» στο Trinity College -University of Dublin, στην Ιρλανδία. Εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στη Μέση Εκπαίδευση και έχει διδάξει για 4 έτη Δραματική Λογοτεχνία στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Το έργο της Δέσποινας Καλαϊτζίδου «Οι καιόμενοι», γράφτηκε το 2009 και βραβεύτηκε με το Β’ Κρατικό βραβείο Συγγραφής Θεατρικού Έργου, το 2010. Το κείμενο Το θεατρικό έργο «Οι Καιόμενοι», μέσα από το μαγικό φίλτρο της γυναικείας ευαισθησίας, κουβαλά τη δύναμη του «βιώματος» καθότι σχετίζεται με προσωπικό βίωμα της συγγραφέως (τον αληθινά καιόμενο συμπολίτη της, Β. Χαρισόπουλο, αγρότη, που το 1987 αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία της Κατερίνης, διαμαρτυρόμενος για την αντιαγροτική πολιτική της τότε κυβέρνησης). Ως μούσα- πηγή έμπνευσης για το έργο, στάθηκε ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος (ο σημαντικότερος και «θεατρικότερος» ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς) και το ποίημα του, «Ο καιόμενος». Μια τρίτη «πηγή» , αποτέλεσαν οι ταραχές της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 2008. Ταραχές, που έλαβαν τέτοια έκταση, ώστε χαρακτηρίσθηκαν ακόμα και ως «εξέγερση». Μια παρακμή λοιπόν, ένας κοινωνικός θάνατος, κι έπειτα; Μια καταστροφή. Φυσική καταστροφή. Ένα αυταρχικό, στρατοκρατούμενο καθεστώς, δράττει τότε την ευκαιρία και εγκαθίσταται στην έρημη πια χώρα. Σε μια χώρα όπου ο ουρανός, δεν έχει αστέρια και δε βρέχει ποτέ. Οι άνθρωποι αυτοκτονούν κι αυτό γίνεται αντιληπτό από τις ουρές που μειώνονται σταδιακά στα συσσίτια. Κι όταν πεθαίνουν, δεν τους θάβουν πια βαθιά. Κουράστηκαν. «Τώρα μυρίζει απόνερα και ψείρες». Σε μια τέτοια χώρα, χαρακτήρες καθεστωτικοί ή μη, η Γριά, ο Παπάς, η Μαντάμ, ο Στρατιώτης, ο Λοχαγός, το Κορίτσι, το Αγόρι, μεταλλασσόμενοι σε ανδρείκελα του εαυτού τους, αιωρούνται μεταξύ δράσης και παθητικής νωχελικότητας. Μόνη πραγματικότητα, ο αυτοπυρπολούμενος Άρης. Ένα συγκινησιακό κείμενο που λογοτεχνίζει αλλά διακατέχεται και από έντονη θεατρικότητα, βαθειά ευαισθητοποιημένο, κουβαλώντας πικρία, πόνο, αλλά και την αυτογνωσία ότι η ζωή προχωράει μόνο με «ανατροπές». Με ακρίβεια ωρολογιακού μηχανισμού, στήνεται το πορτρέτο μιας ξεκληρισμένης έρημης χώρας. Το τέχνασμα που χρησιμοποίησε η συγγραφέας τοποθετώντας στην ιστορία ως «πλαίσιο» ένα αθώο παιδικό παιχνίδι, μας λυτρώνει και μας απλώνει το αισιόδοξο μήνυμα της ελπίδας, από δυο όψεις. Η πρώτη, είναι η ελπίδα της ανατροπής ότι μπορεί μετά από λίγα ή και περισσότερα χρόνια, οι «καιόμενοι», να αποτελούν απλά ένα ζοφερό παρελθόν. Η δεύτερη αισιόδοξη πλευρά ενός έργου - που κατά τα άλλα μας θλίβει βαθειά-, είναι η. αίσθηση ότι βρεθήκαμε μετέωροι ανάμεσα σε κάτι που χάθηκε και σε κάτι καλό που περιμένουμε και που όμως δεν θα έρθει, αν εμείς δεν «μετακινηθούμε» προς αυτό. Κι έτσι, το «τέχνασμα» αυτό «ελαφραίνει» τόσο το βάρος του έργου όσο και της συνείδησης μας. Ο αφηγηματικός χρόνος του κειμένου είναι τόσο απροσδιόριστος, όσο και απόλυτα συγκεκριμένος. Θα μπορούσαν όλα αυτά να ανήκουν στο σήμερα, όσο και στο μέλλον ή και στο παρελθόν. Ο «χρόνος» δεν υπάρχει, εξατμίζεται. Αλλά και ο «χώρος», παρουσιάζεται με μια αφαιρετική διάσταση χωρίς όμως να αποσπάται ολοκληρωτικά από τη δομή. Παρότι, η αύρα τόπου (η Ελλάδα και η δική της πραγματικότητα δηλώνεται ξεκάθαρα στις σκηνικές οδηγίες), θα μπορούσε όμως το δράμα αυτό εξίσου, να λαμβάνει χώρα οπουδήποτε. Ένας χωροχρόνος χωρίς περιορισμούς, όπου ο καθένας κάνει τους δικούς του συνειρμούς κι είναι όλοι εξίσου σωστοί και δικαιολογημένοι. Ένα οραματικό –όπως αποδείχτηκε ως τώρα- κείμενο, που μεταστρέφει τη ματιά μας που στο τέλος, γίνεται εσωτερική. Τα πρόσωπα είναι υπαρκτά αλλά με μια αδιόρατη αποσιώπηση των κινήτρων δράσης τους, οι καταστάσεις κι αυτές υπαρκτές, μετεωρίζονται ανάμεσα στο αδικαίωτο των γεγονότων και σε ένα μέλλον αναπόδραστο για τους ήρωες. Μια Γριά που δεν είναι όμως Γριά, ένας παπάς που τα ράσα του είναι άσπρα, ένας στρατιώτης που έχει την εξουσία στα χέρια του αλλά γίνεται το σκυλάκι της Μαντάμ και μια κερασιά στον κήπο με πεντανόστιμα αγριοκέρασα φυτρωμένη εκεί που θάβουν τα παιδιά και που όπου να’ ναι, θα βγάλει καρπούς γλυκούς και όξινους… Κι εκεί, ανάμεσα στους άπειρους συνδυασμούς τόπου και χρόνου, ο Καιόμενος, «εκείνος που έλουσε το σώμα του με φωτιά στο κέντρο της πλατείας, μήπως και μπορέσει να ξεσηκώσει τον λαό που χωρίς να το ξέρει, καιγόταν κι εκείνος μαζί του». Σφιχτοδεμένο, γεμάτο grotesque αντιθέσεις και υπερφορτωμένες δραματικά καταστάσεις, με στέρεη αρχιτεκτονική και ένα επεξηγηματικού ρόλου τέχνασμα Flash Back, υπεισέρχεται στο κείμενο ο κοινωνικός προβληματισμός και ιδεολογικά μηνύματα που προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα σε αυτό το δράμα που υπερβαίνει το τοπικό, και το ιστορικώς καθορισμένο, που τα ρεαλιστικά του στοιχεία περιπλέκονται με τα υπερρεαλιστικά, σχεδόν αγγίζει τα όρια του συμβολισμού. Ένα κείμενο που είναι μοντέρνο γιατί είναι φιλικό προς την ελευθερία και προοδευτικό και γιατί υποκινεί την αυτογνωσία μας. Η παράσταση Ο σκηνοθετικά ευφυέστατος Θωμάς Βελισσάρης, επιχειρεί- και καταφέρνει- μια «μετατόπιση» από τον παράδεισο της πρώιμης παιδικής αθωότητας στην επίπονη εμπειρία της ώριμης και σκληρής καθημερινότητας. Με μια αισθητική που θυμίζει μουσικά κουτιά και μια έκδηλη καλλιτεχνική ευαισθησία, το «τσίρκο», οι κούκλες, τα μπαλόνια, τα παιχνίδια, επιχειρούν μια αναδρομή στην παιδική μας ηλικία και μετατοπίζουν το θλιβερό συμβάν προς το «όνειρο» και το ανώδυνα εξωπραγματικό. Αφού έχει καλά αναταράξει το βυθό, αντιλαμβάνεται τον έντονο συγκινησιακό φόρτο που επικρατεί, και οδηγείται προς μια σκηνική αποφόρτιση και εκτόνωση των συναισθημάτων μας. Ένα μεικτό θέαμα συγκροτημένο από τραγικά περιστατικά, απόκρυφα μηνύματα, εικόνες τρυφερής λαβωμένης παιδικότητας και αθώα παιχνίδια. Ο «πολυμορφικός» Θωμάς Βελισσάρης με την χαρακτηριστική σπηλαιώδη φωνή, ερμηνεύει ρόλους που μπορεί να μην προσφέρονται για να αξιοποιηθεί στο έπακρο το ταλέντο, η πείρα και η ερμηνευτική δεξιοτεχνία του, εν τούτοις, η παρουσία του στη σκηνή δεν περνά ποτέ απαρατήρητη. Πολύ καλή σε όλους τους ρόλους της ανεξαιρέτως, η Χριστίνα Γαρμπή, ακούραστη, με ιδιαίτερη ζωντάνια και αφοσίωση που παρά την εμφανή δυσκολία του ρόλου της Γριάς -λόγω της ηλικιακής απόστασης μεταξύ της ηθοποιού και της ηρωίδας που ερμηνεύει-, διαθέτει αξιοπρόσεκτη σκηνική άνεση. Ο Τάσος Ροδοβίτης συναισθηματικά σωστός, θα μας άρεσε και μ’ ένα πιο «φανταιζί» παίξιμο, μας μετέφερε όμως φυσικότητα και αξιοπρέπεια. Η νεότατη Μαρίνα Κούτοβα μετέφρασε σωστά τις σκηνοθετικές υποδείξεις. Διαθέτει μια αθώα εύθραυστη σκηνική παρουσία αλλά με ιδιαίτερη φωνή κι αφοσίωση σ’ όλους τους ρόλους. Τα κουστούμια, με αιτιώδη συνοχή μεταξύ τους, εύστοχα ανταποκρίθηκαν στις αξιώσεις του έργου και το όραμα του σκηνοθέτη αφαιρώντας όμως κάποια βασικά «περιβαλλοντολογικά υποστηρίγματα» από τους ηθοποιούς. Το μόνο που μας έλλειψε από το σύνολο των ερμηνευτών, ήταν μια συνοχή ύφους, μια ευρυθμία που θα τους συγκροτήσει σε αρμονικά δεμένους κρίκους της ίδιας αλυσίδας. Η μουσική αντιστοιχία απολύτως καίρια, από τις σκηνικές οδηγίες ακόμα δίνεται το κομμάτι Requiem του Alfred Schnittke, το οποίο και αποτελεί το έναυσμα για να στηθεί μια μουσική που οξύνει τις συγκρούσεις, άλλοτε υποθάλπει κι άλλοτε μας παροτρύνει σε ένα καθαρό ονειροπόλημα. Μια παράσταση – σύμμαχος που επανατοποθετεί στο βάθρο τους πάσης φύσεως «καιόμενους», για να τους δώσει δικαίωση και να φωτίσει μια αυτοχειρική κίνηση που στην ουσία, είναι πράξη ζωής. Από την άλλη, η χαοτική, ατέρμονη κοινωνική και ιστορική σιγή ως απάντηση και το δικό μας αίσθημα ενοχής ως παρατηρητές-συνεργοί… «…Μια σιγανή φωτιά κατατρώγει μέρα-νύχτα ανθρώπους κι ανθρώπους…» (Τάκης Σινόπουλος) Λίγα λόγια για το Θέατρο Τέχνης «Ακτίς Αελίου» Το Θέατρο Τέχνης «Ακτίς Αελίου» είναι μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, καλλιτεχνικός διευθυντής της οποίας, είναι ο Νίκος Σακαλίδης. Η «Ακτίδα», έχει στο ενεργητικό της 32 παραστάσεις, αφιερώματα στο έργο Ελλήνων λογοτεχνών, αναλόγια, σεμινάρια, εκθέσεις εικαστικών και θεατρικό εργαστήρι. Επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και συνεργάζεται εδώ και 12 χρόνια με σημαντικούς ανθρώπους από το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.
Σκηνοθεσία: Θωμάς Βελισσάρης Σκηνικά- κοστούμια: Μαρία Μυλωνά Φωτισμοί: Πολύβιος Σερδάρης Μουσική επιμέλεια: Αθηνά Γκούμα Βοηθός σκηνοθέτη-οργάνωση παραγωγής: Ευτυχία Καβαλίκα Κινησιολογική επιμέλεια: Χριστίνα Μπήτιου Παίζουν : Χριστίνα Γαρμπή, Τάσος Ροδοβίτης, Μαργαρίτα Κούτοβα, Θωμάς Βελισσάρης Θέατρο Τέχνης «Ακτίς Αελίου» Χριστοπούλου 12 Θεσσαλονίκη Τηλέφωνο: 2310 229249 Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 9.15μμ Διάρκεια παράστασης:1 ώρα και 10 λεπτά Εισιτήρια: Κανονικό 12 ευρώ, Φοιτητικό, Μαθητικό, Εκπαιδευτικών, Κάρτες Πολιτισμού 7 ευρώ, Κάρτες Ανεργίας, Δραματικές Σχολές 5 ευρώ. |