Σχετικά άρθρα
ΠΑΡΙΣ ΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Πέμπτη, 09 Φεβρουάριος 2012 21:33 | |||
Πάρις Τακόπουλος Το έργο του «Ο προτελευταίος των Μόνικιν» ξανά «Επί Σκηνής» πιο σύγχρονος από ποτέ… Κύριε Τακόπουλε ποιος είναι ο Μόνικιν (ο προτελευταίος) και γιατί μας προτείνει να τον ακούσουμε σε μια εποχή που έχουμε τόσα άλλα προβλήματα; Για να καταλάβετε ποιός είναι ο Μόνικιν θα πρέπει να πάτε να τον συναντήσετε στο θέατρο «Τόπος Αλλού», μια Δευτέρα ή Τρίτη του Φεβρουαρίου του 2012 ή όταν θα ξαναπαιχθεί, μάλλον κάποιον άλλο μήνα. Έτσι μόνο θα μπορέσετε να δείτε τί, και γιατί, σας προτείνει να τον ακούσετε. Όσον αφορά για την εποχή που ζούμε με τα νέα προβλήματά της – αν και τα θεωρώ τόσο νέα όσο και παλιά, όχι μόνον από την ύπαρξη του νέου ελληνικού κράτους αλλά και από εποχής Κλεινού Άστεως – και τί το κοινόν αυτών και του σημερινού κοινού, η απάντησις ίσως έχει ήδη δοθεί με τις ερωτήσεις που μου κάνανε μερικοί από τους θεατές των πρώτων παραστάσεων του Μόνικιν. Όλοι πιστεύανε ότι το έργο αυτό είχε γραφεί «χθες» και μείνανε κατάπληκτοι όταν τους εξηγούσα ότι ο Μόνικιν είχε γραφτεί το 1965. Μάλιστα μια στιγμή πετάχτηκε κάποιος και προσέθεσε πως κάναμε όλοι λάθος, γιατί κατ’ αυτόν το έργο έχει γραφτεί «αύριο». Και ίσως να μην είχε άδικο, γιατί ο ήρωας του εξακολουθεί και ζει διαχρονικά και μέσα από το μυθιστόρημά μου την «Κενή Διαθήκη», ο τρίτος τόμος της οποίας γράφεται ακόμα. Εν τω μεταξύ αν θέλετε να μ ή ν καταλάβετε ποιος είναι ο Μόνικιν, σπεύσατε να διαβάσετε τους δύο, εις τόμον ένα, πρώτους τόμους της τζοϋσικής Κενής Διαθήκης μου, του πρώτου γεννηθέντος το 1974, και του δευτέρου το 1998, τον μόλις εκδοθέντα από τον καινούργιο εκδοτικό οίκο «Καλλιγράφο». Ή, όταν φεύγετε από την παράσταση του Μόνικιν, ζητήστε το πρόγραμμα, μέσα στο οποίο υπάρχει ολόκληρο το κείμενο του διαλογικού αυτού μονολόγου και τότε ίσως να μάθετε καλύτερα ποιος ήτανε, ή δεν ήτανε, ο Μόνικιν.
Πόσες φορές ζωντάνεψε σκηνικά αυτός ο ήρωας, σε ποιες σκηνές κι από ποιους ηθοποιούς; Πρώτος ζωντάνεψε τον Μόνικιν στην σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Μετά πάλι στην σχολή ο Δημήτρης Οικονόμου, στις διπλωματικές εξετάσεις του στην επιτροπή, και ολίγο αργότερα στην θερινή περίοδο 1977 του «Θεάτρου Τέχνης» στο επί της οδού Ιουλιανού, θεατρό του. Πρώτοι δε θεατρικοί ακροαταί του το 1965, ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου και ο Γιώργος Λαζάνης, που μου έκανε την κατηγορηματική δήλωση πως, ό,τι και να γινότανε το Θέατρο Τέχνης, θα το ανέβαζε οπωσδήποτε. Όπερ και εγένετο αφού περάσανε δώδεκα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων ο Λαζάνης και ο Χατζημάρκος το δοκιμάζανε μαζί με άλλα μονόπρακτά μου στη Σχολή. Ο Μόνικιν είχε γίνει τότε το πιο δημοφιλές κείμενο, όπως μου είχε εκ των υστέρων εξομολογηθεί ο Κάρολος Κούν, και όλοι οι μαθητές θέλανε να τον παίξουνε. Τρίτος παρ’ολίγο Μόνικιν έγινε ο Γιώργος Αρμένης ο οποίος προθυμοποιήθηκε μόνος του, εκών και καθόλου άκων, να αποστηθίσει τον ρόλο, γιατί ο Δημήτρης Οικονόμου είχε ξαφνικά εκείνο το καλοκαίρι κληθεί να κάνει την στρατιωτική θητεία του, πράμα που το απέφυγε την τελευταία στιγμή ευτυχώς για το θέατρο και τον ίδιο, όχι γιατί απέφυγε το στρατό, αλλά γιατί ο Μόνικιν του απετέλεσε, κατά τα λεγόμενα του ιδίου, σταθμό και υποσταθμό – όπως κάπου διηγείται ο Μόνικιν στο έργο – στην σταδιοδρομία του. Τον είχε σκηνοθετήσει ο Γιώργος Λαζάνης, που με παρακάλεσε λόγω αναχωρήσεώς του εις Επίδαυρον, να σκηνοθετήσω εγώ τον Χρυσικάκο ως Μόνικιν Β΄, τον διάδοχο του Οικονόμου, όταν εκείνος εκλήθη να συμμετάσχει ως μέλος του Χορού μιας τραγωδίας εις Επίδαυρον. Ακολούθησε μετά από χρόνια το 2004, στο Φεστιβάλ Εναλλακτικής Σκηνής στο «Εντροπία», ο Αντρέας Μαριανός, ως Μόνικιν Γ΄, σε σκηνοθεσία δική μου, χωρίς να με παρακαλέσει κανείς. Και έκτοτε παρέλαβε μονίμως και νομίμως ως Μόνικιν ο Δ΄, τουλάχιστον επί σκηνής, ο Νίκος Καλαμό, ο επί έτη μαθητής της Στέλας Άντλερ και «αιωνόβιος» πλέον, φίλος του Μόνικιν. Τον ανέβασε πρώτη φορά στο Νεοελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη, (το μοναδικό ελληνικό θέατρο που έκανε ένα ειδικό αφιέρωμα στο έργο μου) και μετά το πήγε «από εκκλησία σ’ εκκλησία» αρχίζοντας από την αγγλικανική εκκλησία επί της οδού Φιλελλήνων, υπό την ευλογία του πρωτοπόρου εις κάθε νέο ρεύμα, Reverend Malcom Bradshaw, και τελειώνοντας, προς το παρόν, στην εκκλησία-Θέατρο του St. Augustine, στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 2005, όπου ο Καλαμό εστέφθη ως Μόνικιν Δ΄, εις την υπ’ εμού αναληφθείσαν αγγλικήν του απόδοσιν. Έκτοτε ο Μόνικιν αποτελεί ένα work in progress (έργο εν εξελίξει) όπως άλλωστε και όλοι οι μονόλογοι του ρεπερτορίου του, τους οποίους εφέτος ανεβάζει σ’ ένα Φεστιβάλ Μονολόγων, ξεκινώντας από το Θέατρο Τόπος Αλλού και συνεχίζοντας στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, όπου στο τέλος Μαρτίου και στις αρχές Απριλίου θα παιχτεί η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού, θα ακολουθήσει το «Drinking in America» του Έρικ Μπογκόζιαν, (στις αρχές Μαΐου), η «Ραψωδία α΄» της Ομήρου Οδύσσειας, σε μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη (στις αρχές Ιουνίου) και το «Μια νύχτα χωρίς τον Σάντσο» ένα άπαικτο έργο της Ηρώς Διαμαντούρου με τις τελευταίες στιγμές του Δόν Κιχώτη.
Ποια φαινόμενα της ανθρώπινης φύσης και του κοινωνικού μας μπακγκράουντ θίγει ο μονόχνοτος αυτός ήρωας και ποιες είναι οι μεταφυσικές προεκτάσεις τους;
Θα μπορούσα να πω όλα τα φαινόμενα και κανένα, γιατί ούτως ή άλλως όπως εξομολογείται ο ίδιος : «τα φαινόμενα είναι απατηλά», και θα προσέθετα, εκ μέρους του, πως δεν είναι καθόλου μονόχνοτος ο καϊμένος ο Μόνικιν. Όσον αφορά για τις μεταφυσικές προεκτάσεις των φαινομένων τον ρώτησα, επανειλημμένως, κι εκείνος δεν απήντησεν.
Ποιες είναι οι συνέπειες για μας της αποχώρησής του; Δεν υπάρχουν συνέπειες, γιατί δεν αποχωρεί.
Που βρίσκεται; Σε κρεβατοκάμαρα, σε αίθουσα διαλέξεων ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης; Θα έλεγα : στο living room του, που τα λέει όλα έστω και αγγλικά. Γιατί ποιος είναι ο πραγματικός χώρος ζωής ενός συγγραφέα παρά το μέρος, όπου υπάρχουν τα βιβλία του, το γραφείο του και οι φιάλες του, όπως ειδικά στην περίπτωση του Μόνικιν, και ένα κρεβάτι δια πάν ενδεχόμενον. Όσο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα έλεγα ναι στην «συγκέντρωση», και όχι στα στρατόπεδα.
Ποια είναι η σχέση του εκκεντρικού ήρωα με τον θάνατο και ποια με τον απεσταλμένο του τον Χάρο; Είναι μια σχέση που δεν αφορά όμως το κοινό ή τους αναγνώστες του. Οφείλεται σ’ ένα γεγονός, γνωστόν τοις ελαχίστοις πάσι. Δηλαδή στο γεγονός ότι παρ’ολίγον ο συγγραφέας του Μόνικιν να αναχωρήσει εις Κύριον, λόγω μιας Κυρίας, όταν απεπειράθη να αυτοκτονήσει πλην ματαίως, διότι η απόπειρά του «απεντράπη» όπως εξομολογείται άνευ ντροπής εις τους δύο προς το παρόν τόμους της Κενής Διαθήκης. Έκτοτε η μόνη του ενασχόληση με τον θάνατο, είναι κατά τις επισκέψεις του εις τα νεκροταφεία, όπου και αποτελεί τακτικό θαμώνα, ομού μετά του Χάρου. Πως λειτουργούν οι λεκτικοί και νοηματικοί συνειρμοί στο κείμενο σας λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως έχετε γενικώς έναν ακραίο τρόπο να χειρίζεστε την γλώσσα; Λειτουργούν όπως σ’ όλα μου τα έργα. Αν και βέβαια υπάρχει μια εξέλιξη και μάλιστα επιταχυνόμενη, στον τρόπο της γραφής μου, λες και όλα μου τα γραπτά ήσαν μια προετοιμασία για την «Τακοπουλική» γλώσσα, την τρίτη μετά την καθαρεύουσα και τη δημοτική ελληνική γλώσσα, όπως την είχαν αποκαλέσει δύο άγγλοι φιλέλληνες και φιλοτακοπουλικοί συγγραφείς, η οποία συζεί παρανόμως και παρανομίμως πλέον μέσα στους καθόλου έρημους χώρους της πολύτομης Κενής Διαθήκης μου. Και τα δύο σατιρικά μου μυθιστορήματα, και το «Κλείνον Άστυ» και «Οι Αποστάται», όπως και τα δύο βιβλία διηγημάτων μου, το «Τις ο Λαλών» και το «Βίοι Ακατάλληλοι» – για την ακρίβεια short stories, ένα είδος μάλλον σπάνιο στην ελληνική διηγηματογραφία – αποτελούν μια πρώτη γεύση της εν εξελίξει «μεταγλωττίσεως» υπ’εμού της ελληνικής γλώσσας, παίζοντες έναν ρόλο ανάλογο μ’ αυτόν που έπαιζαν οι «Dubliners» και «Τhe portrait of a writer as a young man» και ο «Γιουλίσσες» στην γραφή του «Finnegans Wake» του Joyce. Η ανατίναξις της κοινοτοπίας είτε ως ζωής είτε ως γλώσσας, βρίσκει στην αποσυνθετική ανασύνθεσή της, μια νέα ζωή και μια καινούργια έννοια στην γλώσσα, με το διπλό και τριπλό πολλές ή λίγες φορές, νόημά της, το οποίο κατά κάποιο τρόπο ανανεώνει μουσικά και καθόλου «παραφονικά» την ουσία του ελληνικού λόγου, από προσωκρατικής εποχής μέχρι της «μετασημερινής» των γηπέδων μας. «Έλληνες αεί γηπαίδες εισί», όπως θα έλεγε ο Μόνικιν.
Πότε επιτέλους θα γνωρίσουμε τον τελευταίο των Μόνικιν; Τον τελευταίο Μόνικιν φοβούμαι, ή μάλλον ελπίζω, ότι δεν θα τον γνωρίσετε σύντομα. Ή εάν τον γνωρίσετε αυτό θα συμβεί εις μετά Τακόπουλον χρόνον.
Ποια είναι η γνώμη σας για το χάος που επικρατεί στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες; Η γνώμη μου δεν έχει αλλάξει όπως άλλωστε και το χάος. Η ερώτησή σας θα μπορούσε να διατυπωθεί καλύτερα : ποια είναι η γνώμη σας για το χάος που επικρατεί τους τελευταίους αιώνες, ή τις «χιλιετηρίδες». Και όχι μόνον στην Ελλάδα. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την αγάπη μου για τη χώρα μου και για τους υπάκουους ή ανυπάκουους πολιτισμένους ή απολίτιστους πολίτες της. Εκείνο που κάπως μ’ ενοχλεί είναι η κάπως ηυξημένη τώρα δόσις υποκρισίας για τα τεκταινόμενα ή τα «τεκταιθέντα». Ο ισχυρισμός π.χ., ότι ο ελληνικός λαός θα ήταν έτοιμος να θυσιαστεί, εάν είχανε μπει όλοι οι κλέφτες πολιτικοί μέσα, δεν με πληγώνει, γιατί τέτοια λόγια αυτοθυσίας εχρησιμοποιούντο από εποχής Αριστοφάνους. Οι πολιτικοί άλλωστε είναι το alter ego κάθε λαού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που την γράφω, και αυτή εν εξελίξει, στο βιβλίο μου «Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο φίλος και ο πολιτικός, αυτός ο άγνωστός σας». Ποια είναι η γνώμη σας για το πάντα φιλόξενο σε σας «Επί Σκηνής»; Εάν δεν ακουγότανε σαν κοινοτοπία, θα έλεγα «εξαίρετη». Τελικά αυτό δεν μ’ εμποδίζει να το πω για το «Επί Σκηνής», γιατί δυστυχώς αποτελεί σήμερα μιαν «εξαίρεση» κι έτσι μ’ αρέσει και λεκτικά και συνειρμικά. Μετά από το Θέατρο, το περιοδικό του Κώστα Νίτσου, και τα Θεατρικά του Γιώργου Χατζηδάκη, και το Φουαγιέ του πατρός και της μητρός του Επί Σκηνής, Μαρίας Κυριάκη, υπάρχει ένα κενό στον θεατρικό χώρο, αναπληρούμενο μόνο από περιοδικά του δικού σας διαδικτυακού «τύπου». (Κάτι ανάλογο έχει επίσης ο Χατζηδάκης). Τώρα τι να πω για τον άλλο Τύπο χωρίς να θεωρηθώ ότι περί, ή πάρι-αυτολογώ. Παλιά όπως στην εποχή των «Νέων Ελληνικών» των Αποστολίδηδων, στα οποία διετέλεσα Γεν. Γραμματεύς και κριτικός θεάτρου, θύμωνα, χωρίς ν’ αγανακτώ, αλλά προτελευταία και τελευταία, βλέπω τα πράγματα με περισσότερο χιούμορ. Όταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήμουνα καλλιτεχνικός διευθυντής της μεταπολιτευτικής Καθημερινής της Ελένης Βλάχου με ανεχόντουσαν ακόμα κάπως. Ο φίλος μου Τάκης Λαμπρίας, δημοσίευσε αργότερα στην Μεσημβρινή την πρώτη συνέντευξη που είχα πάρει από τον εαυτό μου. Ξαναγυρνάω όμως στο τώρα, ξεχνώντας πως μερικά χρόνια μετά από την αναχώρησή μου από την Καθημερινή, αξιώθηκα να δω στις καλλιτεχνικές της σελίδες ένα καινούργιο μου βιβλίο να φέρεται ως γραφέν υπό του Πάρι Ζακόπουλου. Χωρίς πικρία λοιπόν σήμερα, αναπολώ αυτές τις μέρες γιατί, τουλάχιστον τότε μεταπολιτευτικά, με αναφέρανε, έστω μεταλλαγμένο σε Ζακόπουλο. Με μιάν εξαίρεση τον Τήλεφο, που με γνωρίζει, και μ’ αναγνωρίζει ως ποιητή Πάρι Τακόπουλο. Πώς λοιπόν να μην χαίρομαι την χείρα φιλοξενίας που μου τείνει το «Επί Σκηνής», που έσπευσε, λόγω Μόνικιν, να μου ζητήσει συνέντευξη, όπως έκανε στην προηγούμενη μορφή του, το «Φουαγιέ», όταν έμαθε ότι θ’ ανέβαινε το θεατρικό μου, «Η Τελευταία Έκτρωση», στη Σκηνή της Θεατρικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης, και μάλιστα να ζητήσει μετά, και συνέντευξη από τον Ρώσο διευθυντή της Ακαδημίας Σεργκέϊ Τσερκάσκυ, για την παράσταση και τον Τακόπουλο. Έβγαλα πέρσι δύο καινούργια θεατρικά μου, «Το Γαμοπίλαφο ή περιμένοντας την Βήτα, έναν δορυφόρο τιμής στον Σάμιουελ Μπέκετ» και το «Θού Κύριε Φύλακήν ή η νέα θηλυκή Καμπάλα με έκτακτη συμμετοχή του Βιγιόν του Καραβάτζιο, του Σάντ και του Ζενέ», και προ μηνών την εις έναν τόμο δίτομη Κενή Διαθήκη μου από ένα νεοεμφανιζόμενο εκδοτικό οίκο τον Καλλιγράφο, του Άγγελου Αργυρόπουλου, της μεγάλης οικογένειας των τυπογράφων, και «εκαλύφθην» ομολογώ, με πολύ συγκινητική πιντερική σιωπή, από σύμπαντα τον Τύπο και τα Μέσα Ενημερώσεως. Φαντάζεστε εάν ζούσε ο Πίντερ και έβγαζε σήμερα ένα καινούργιο θεατρικό έργο το τί θα έγραφε ο βρετανικός τύπος ! Δεν λέω από μετριοφροσύνη, ο παγκόσμιος τύπος, γιατί εμμέσως αφήνω εκκρεμές το ερώτημά μου αυτό, γιατί αφορά όχι και πολύ ιεροκρυφίως, και το δικό μου έργο. Ε, πώς να μη χαίρομαι για το ενδιαφέρον που δείχνει εμπράκτως για τη δουλειά μου το Επί Σκηνής σας. Κάτι είναι να υπάρχουν και λίγοι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το έργο σου. Και ιδιαίτερα, νέοι άνθρωποι όπως εσείς και οι αναγνώστες του διαδικτυωμένου «Επί Σκηνής» σας.
Ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι κάθε επιτυχία στον Μόνικιν και στον λαλίστατο συγγραφέα του.
|