Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 2011 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Δευτέρα, 23 Μάιος 2011 20:12 | |||
Δημήτρης Κομνηνός «Fuckinggames» πάνω στο ανοιγμένο σώμα της αγάπης
Ο Δημήτρης Κομνηνός σκηνοθέτησε φέτος το «Fuckinggames» του Grae Cleugh ο οποίος ήρθε εχτές στην Αθήνα και παρακολούθησε την παράσταση ενώ στη συνέχεια μίλησε για το βραβευμένο έργο του με δημοσιογράφους και κοινό. Αναφερόμενος στο Ελληνικό ανέβασμα ο Σκωτσέζος συγγραφέας επεσήμανε πως εκτίμησε ιδιαίτερα και την τολμηρή σκηνοθεσία αλλά και την σύμπνοια και την ποιότητα των ηθοποιών που ερμήνευσαν τους τέσσερις δύσκολους ρόλους ενώ έκανε επίσης θετικά σχόλια για τα ευφάνταστα σκηνικά. Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Τέρενς, ένας πενηντάρης με κυνικό χιούμορ, ακόρεστη επιθυμία για σεξ κι ακραίες επιλογές, έχει ωστόσο και μια δεκάχρονη, σταθερή σχέση με τον υποταγμένο αλλά και βαθιά ερωτευμένο Τζόνα. Ένα βράδυ τους επισκέπτεται ένας παλιός φίλος, ο όμορφος, νεαρός Τζουντ που φέρνει μαζί του τον εξ ίσου γοητευτικό εραστή του, τον Ντάννυ με τον οποίο επιθυμεί να καταθέσει σε μια πιο ουσιώδη, ειλικρινή και βαθιά σχέση. Ο Τέρενς θα επαναδιεκδικήσει τον Τζουντ με τον οποίο έχει παίξει ερωτικά στο παρελθόν. Στήνει ένα παιχνίδι εξουσίας και θέτει τους όρους του, παγιδεύοντας τον Ντάννυ ο οποίος στην προσπάθειά του να διασώσει τον άγουρο έρωτά του με τον Τζουντ, δέχεται τον εκβιασμό του Τέρενς κι έχει μαζί του μια βίαιη ερωτική επαφή που αν και δεν είναι παρά ένα γαμήσι, υπονομεύει εν τέλει κάθε έννοια καθαρότητας και πίστης. Ενώ όλα δείχνουν πως ο Τέρενς είναι ο νικητής και πως έχει καταφέρει να ξαναφέρει στη ζωή του τον απογοητευμένο από την στάση του νέου του εραστή, Τζουντ, η κατάσταση ανατρέπεται όταν ο νεαρός Ντάννυ αποκαλύπτει ένα θανατηφόρο μυστικό που τινάζει στον αέρα τα σχέδια του αντιπάλου του. Ο συντριμμένος Τέρενς ζητάει από τον πιστό Τζόνα, που μόλις πριν λίγο έχει διώξει από το σπίτι και τη ζωή του, να του συμπαρασταθεί κι εκείνος χωρίς δισταγμούς, επιστρέφει κοντά του. Στην συνέντευξή μας με τον Δημήτρη επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τις σχέσεις αυτών των χαρακτήρων, τα φανερά και κρυμμένα κίνητρα των πράξεών τους, τις ανάγκες, τους φόβους και κυρίως την βαθύτερη ουσία της ύπαρξής τους και τον τρόπο που επιχειρούν να την δικαιώσουν ή να την αναιρέσουν.
Ο Grae Cleugh, ο συγγραφέας του έργου
Το έργο και η παράσταση έτυχαν μιας γενναίας ανταπόκρισης από το κοινό. Οφείλεται αυτό στην σωστή προβολή του από τα «μέσα» ή στο γεγονός πως το εκρηκτικό θέμα του άγγιξε τον κόσμο με έναν ιδιαίτερο τρόπο; Είχαμε κάποια προβλήματα όσον αφορά την ραδιοφωνική προβολή του έργου. Δεν εκφωνούσαν στο ραδιόφωνο την λέξη fucking . Οπότε η διαφήμιση εκφέρεται ως εξής: «Στο ραδιοφωνικό χρόνο που ακολουθεί θα σας εκφωνούσαμε τον τίτλο του έργου που παίζεται στο θέατρο Βικτώρια. Δυστυχώς δεν μπορούμε. Να πάτε να το δείτε». Για να ακουστεί ο τίτλος του έργου απευθυνθήκαμε πολύ στο διαδίκτυο όπου δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Έγινε έτσι μια θαυμάσια προβολή, είχαμε τεράστια διείσδυση. Αλλά είναι και αναμφισβήτητης δραματουργικής αξίας το «fucking games».
Βαθιά τρυφερότητα, αγάπη για τον άνθρωπο ακόμα κι όταν βουτάει στον εγωισμό του και κινείται με τις πιο σαρκοφαγικές προθέσεις... Αυτό είναι. Τέσσερις άνθρωποι επί δύο ώρες στη σκηνή κανιβαλίζουν αυτό που επιθυμούν περισσότερο: Την αγάπη.
Κι ο μόνος που την υπερασπίζεται σταθερά είναι ο μικρός, ο Ντάννυ. Ο οποίος έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Τέρενς. Είναι ενδιαφέρουσα η αντίθεση μεταξύ της συντηρητικής άποψης που εκφράζει ο μικρός με τον πιο προοδευτικό υποτίθεται αν και μεγαλύτερο σε ηλικία αντίπαλό του, ο οποίος έχει βιώσει το αδιέξοδο των σχέσεων και δεν έχει βρει λύση. Για μένα πιο τραγικός είναι ο Τέρενς ο οποίος φαίνεται να έχει ισχύ και δύναμη αλλά εσωτερικά είναι ο πιο αδύναμος.
Είναι τρομοκρατημένος κατά βάθος. Μουδιασμένος. Δεν μπορεί να μείνει ούτε ένα λεπτό με τον εαυτό του. Διώχνει τον έναν, μόνο αφού έχει εξασφαλίσει τον άλλο.
Δεν μπορεί να κάτσει για λίγο μόνος του και να δει τη θέση του, το που βρίσκεται. Και πόσο σύνηθες δεν είναι αυτό τώρα...Το βλέπουμε παντού γύρω μας.
Είμαι σίγουρη πως αυτός ο ίδιος στα είκοσι του ήταν δυνατός. Έχει φάει πολλά παλούκια. Αυτή η κοινωνία των γκέι είναι πάρα πολύ σκληρή. Κι εδώ στη χώρα μας αν κινηθείς στα ανάλογα στέκια θα το δεις. Είναι τα drugs, είναι το sex χωρίς συναίσθημα, το fucking. Για μένα το σεξ είναι συνώνυμο με την οικειότητα, πάει μαζί. Στα νέα παιδιά δεν είναι όμως.
Μέσα στην αγωνία τους να μην εκτεθούν... Και να επιβεβαιωθούν. Παιχνιδάκια εξουσίας.
Αποφεύγουν την εξάρτηση η οποία μπορεί και να τους πονέσει. Ακριβώς αυτό.
Μα ένα τέτοιο παιχνίδι εξουσίας εδώ το παίζει ο πενηντάρης. Κι ο πιτσιρικάς του το φυλάει στο φινάλε για να κερδίσει το στοίχημα. Όχι για εκδίκηση αλλά μέσα από το παιχνίδι της εξουσίας. Απλά αγαπάει τον φίλο του και θέλει να τον κερδίσει. Μόνο γι’ αυτό το κάνει. Είναι ένα έργο πολύ τρυφερό και πολύ σκληρά γραμμένο. Αυτό που ανακαλύπτω πως σοκάρει καθώς προχωράνε οι παραστάσεις, είναι η γλώσσα. Ούτε το σεξ επί σκηνής ούτε οι δράσεις οι άλλες.
Ωστόσο το κοινό ανταποκρίθηκε θερμά πέρα απ’ το αν σοκαρίστηκε ή όχι... Σ’ αυτήν την παράσταση όλα πήγαν καλά. Σπάνιο αυτό. Δεν ξέρω πως έγινε, ήταν η ώρα της νάρθει, ήμουν εγώ έτοιμος;
Μεγάλη σημασία παίζει και το γεγονός πως είναι πολύ δυνατό έργο. Και ευτυχώς πολύ καλά ερμηνευμένο. Ηθοποιοί που τα κατάφεραν να είναι οι ρόλοι τους. Μα αυτό είναι κι ο ρεαλισμός για μένα. Ένας πολύ συγκεκριμένος κώδικας που ξεκινάει από τον Πίντερ κι φτάνει ως τις μέρες μας, όχι για να γίνει ο νατουραλισμός της τηλεόρασης αλλά η επίτευξη αυτού που λέγαμε. «Να πατάω στα πόδια μου και να είμαι ο ρόλος. Να κινητοποιήσω τα στοιχεία του εαυτού μου που θα δώσουν σάρκα και οστά στο ρόλο». Κι όταν επιτευχθεί αυτό ακόμα και αρνητικός να είναι ο ήρωας, το κοινό ταυτίζεται. Και τελικά για μένα κανένας δεν είναι αρνητικός ήρωας. Ούτε στο θέατρο, ούτε στη ζωή. Ακόμα και άνθρωποι που είναι στη φυλακή, κάποιο δίκιο το έχουνε. Όλος ο κόσμος έχει δίκιο, για ότι κάνουμε έχουμε δίκιο. Απλά για όλους υπάρχει ένα ταμείο, για όλους υπάρχει ένα τίμημα άλλοτε πιο σκληρό κι άλλοτε, λιγότερο.
Σ’ αυτό το έργο πάντως όλοι πληρώνουν σκληρό τίμημα. Ναι. Της απομόνωσης, της μοναξιάς... Είναι το χαμένο ραντεβού που λέω εγώ. Βρεθήκανε αυτοί οι δύο και δεν συναντήθηκαν ουσιαστικά ποτέ. Ενώ θα έπρεπε να συναντηθούν. Αυτό μας έχει συμβεί στη ζωή. Σε όλους. Και είναι κρίμα.
Άλλο σημαντικό στοιχείο του έργου είναι το υπονοούμενο που κρύβουν οι φράσεις οι οποίες σε πρώτη φάση φαίνονται αθώες. Είναι πολύ έξυπνος ο συγγραφέας αυτός... Έχουμε όλοι οι άνθρωποι την τάση να τα βάζουμε σε κουτάκια. Σε τάξη. Δεν είναι κακό. Αλλά όταν καταφεύγουμε στην απλούστευση για να το κάνουμε αυτό, χάνουμε την ουσία. Τα πράγματα είναι πολύ σύνθετα και πρέπει να ‘ναι σύνθετα και πολύχρωμα. Οι πολλές διαστάσεις δημιουργούν μερικές φορές μια αίσθηση χάους. Αυτό είναι που πρέπει να διαπραγματευτούμε σαν άνθρωποι. Να διαπραγματευτούμε αυτό το χάος. Γιατί μέσα εκεί θα βρούμε τις λύσεις μας. Δεν θα τις βρούμε καθαρίζοντας τον χώρο και χώνοντας τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Δεν γίνεται αυτό.
Φοβόμαστε το χάος... Θέλουμε ασφάλεια γιατί νοιώθουμε έκθετοι απέναντι στην θνητότητά μας. Αυτοί οι ήρωες γι’ αυτό παλεύουν τόσο να διεκδικήσουν ο ένας τον άλλο. Ο συγγραφέας θίγει με βίαιο κι επώδυνο τρόπο την θνητότητά μας. Ναι! Και την υπαρξιακή αγωνία μιας κοινότητας που χτυπήθηκε πάρα πολύ άγρια.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο κατά την γνώμη μου. Καθόλου τυχαίο. Στην δεκαετία του -80 διαπράχτηκε ένα έγκλημα. Το Έιτζ δεν ήταν μια αρρώστια, κάτι σαν τη χολέρα ή τη φυματίωση. Ήταν τιμωρία για όσους επέλεξαν τη σεξουαλική τους ελευθερία.
Σε μία εποχή που όλοι μας ήμασταν ξέγνοιαστοι κι επιχειρούσαμε να γνωρίσουμε νέους κώδικες για το σεξ, να ζήσουμε αυτά που δεν ζήσανε οι παππούδες μας. Είχαμε πετάξει από πάνω μας την υστερία του συντηρητισμού...κι είπαμε να το ζήσουμε... Πάντως έχει πάει η κοινωνία τώρα, πιο συντηρητικά.
Ναι, οι τριαντάρηδες, οι εικοσάρηδες. Η πολύ νέα γενιά όμως νομίζω πως θα μας εκπλήξει γιατί το έχει λύσει αυτό το θέμα με ένα τρόπο. Αλλά το έργο, δέκα χρόνια μετά εξακολουθεί να σοκάρει. Και ταυτόχρονα να έλκει. Πέρα των προφανών ειδήσεων των θεατρικών που τις ξέρουμε καλά οι δυο μας το έργο αυτό φέρει και μια άλλη είδηση. Συμμετέχει σε ένα κύκλο έργων με γκέι τίτλο και περιεχόμενο, στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Οι στρέιτ έχουν εικοσαετίες πίσω τους με έργα τα οποία έχουν εξετάσει τις σχέσεις τους από όλες τις πιθανές γωνιές. Το γκέι δεν έχει εξεταστεί με την ίδια διεξοδικότητα και υπάρχει μεγάλη δίψα γι’ αυτό. Ξέρεις καταναλώνουμε τη ζωή μας και νομίζουμε ότι τα πράγματα θα είναι λίγο ωραία και κυνηγάμε τη χαρά, επιδιώκουμε να αγνοούμε την σκοτεινή μας πλευρά, αποφεύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας... Είναι ουσιαστικά μια υποχρεωτική χαρά. Δέκα χρόνια κυνηγούσα αυτήν την υποχρεωτική χαρά. Και μετά άλλα δέκα παλεύεις για να ξαναβρείς αυτό που έχασες. Δεν γίνεται...
Δεν μπορείς να ισορροπήσεις ανάμεσα σ’ αυτό που θες και σ’ αυτό που είσαι υποχρεωμένος να θες για να είσαι τάχα μου χαρούμενος. Επιφανειακά. Γιατί σίγουρα θα καταλάβεις κάποια στιγμή, με όσο κόσμο κι αν είσαι, πόσο μόνος είσαι βαθιά μέσα σου. Και το να είσαι μόνος εν τέλει πόσο επώδυνο είναι; Είμαι υπέρ, όχι του γάμου αλλά συντροφικότητας. Υπέρ του στίχου «ζωή που δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη». Θέλω να έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου για να μοιραστούμε την χαρά ή την λύπη που ζω. Το θέμα δεν είναι να εξασφαλίσεις πολύχρονες ανούσιες σχέσεις ρουτίνας αλλά ουσιαστικές σχέσεις που θα κρατήσουν όσο καιρό παραμένουν έτσι. Μα και οι ουσιαστικές σχέσεις είναι αυτές που έχουν περάσει από την διαπραγμάτευση. Γιατί η διαπραγμάτευση ξεκινάει από μας. Εμείς είμαστε η ασφαλέστερη πηγή πληροφοριών μας. Άρα είμαστε υπόλογοι απέναντι στον εαυτό μας και στον άλλο να συζητήσουμε και να φανερώσουμε αυτά που ο άλλος δεν ξέρει, δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει για μας.
Να κάνουμε την ζωντανή μας ανταλλαγή. Και να είναι ουσιαστική αυτή η ανταλλαγή. Όχι συμβατική. Καλό το πακετάκι αλλά σημασία έχει το περιεχόμενο. Και δεν έχει νόημα να φύγεις, να πας δίπλα επειδή έχεις ένα πρόβλημα με τον άνθρωπό σου. Γιατί και δίπλα που θα πας, το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσεις. Για μένα το θέατρο οφείλει να αγγίζει τα αιχμηρά προβλήματα και πιστεύω πως γίνεται μια ουσιαστική στροφή και καλό είναι. Μέσα στα αρνητικά της κρίσης, της το οφείλουμε κι αυτό το θετικό. Ο κόσμος πια θα ψάξει να βρει αυτό που τον καίει. Θέλει να δει έργα με ουσία. Αυτά τον κερδίζουν. Βαρέθηκε και τους ψευτονεωτερισμούς. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική εσωτερική, θεατρική κουβέντα. Φυσικά και θα υπάρχει πάντα η αναζήτηση της φόρμας, αλίμονο μας αν εκλείψει αυτό, αλλά ο πειραματισμός αφορά εμάς. Δεν είναι το κρίσιμο ζητούμενο για τον κόσμο. Ξεχνάμε λίγο το κοινό. Στιγμιότυπο από την παράσταση σε φωτογραφία της Μαργαρίτας Αμαραντίδη
Ο πειραματισμός ωστόσο υπάρχει και στο fuckinggames. Και αφορά κυρίως την σκηνοθετική οπτική. Επιχειρήσαμε συνειδητά να το ανεβάσουμε σαν ένα video clip. Σαν να συμβαίνουν όλα μέσα στην ατμόσφαιρα ενός νυχτερινού κλαμπ όπου τα πάντα σε σπρώχνουν στο να γευτείς την ευδαιμονία της στιγμής, την πολυχρωμία, τα φωτάκια, τα ποτά, τα ναρκωτικά...
Πονάει το να είσαι ζωντανός, οπότε... Για μένα υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που έχουν περάσει από τον πόνο κι αυτοί που δεν έχουν περάσει. Άλλωστε όλοι περνάνε από τον πόνο, απλά κάποιοι αρνούνται να τον καταλάβουν. Και είναι οι χαμένοι. Όποιος δέχεται τον πόνο αυτός κερδίζει.
Όμως ο Τζόνα που τελικά διαλέγει να μείνει και να ζήσει τον πόνο γιατί αγαπά τον Τέρενς, τι κέρδος να έχει από έναν τόσο αυτοκαταστροφικό έρωτα; Για μένα αυτό είναι το ανατρεπτικό στο φινάλε. Θα ήταν αυτονόητο να τον αφήσει μόνο του και να φύγει. Όχι όμως. Γυρίζει πίσω και μένει μαζί του. Γιατί τον αγαπάει και το κίνητρό του εδώ είναι ολοφάνερο. Δεν θα τον αφήσει μόνο στα δύσκολα.
Αυτός είναι που φέρει πολύ συνειδητά την έννοια της θυσίας. Θέλει γενναιοδωρία η αγάπη. Οφείλει να είναι ανιδιοτελής. Το έχουμε ξεχάσει πια αυτό. Ήδη από την Αρχαία Ελλάδα με το «Δούναι και λαβείν» ξεχάσαμε πώς να δίνουμε ανιδιοτελώς. Περάσαμε μετά στο «Πάρε-δώσε» και τώρα είμαστε στο «Πάρε» μόνο. Μη σου πω πως το ξεπεράσαμε κι αυτό και βιώνουμε πια το «Κλέβε».
Αλλά είμαστε άδειοι και φτωχοί έτσι. Και δεν καταλαβαίνουμε πόσο πλούσιοι γινόμαστε όταν δίνουμε. Αυτό εμείς που κάνουμε θέατρο, πρέπει να το διδάξουμε. Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς γενναιοδωρία. Δεν πουλάς ένα προϊόν εδώ αλλά ένα έργο τέχνης. Μπορεί και να μη σου βγει, πολλές φορές δεν βγαίνει. Παίρνεις λοιπόν τα ρίσκα σου κι αυτό είναι γενναιοδωρία. Πρέπει να εμπιστευτείς, τον συνεργάτη, τον ηθοποιό σου, να τον αγαπήσεις κι εκείνος να αγαπήσει εσένα και τον συμπαίκτη του. Φέτος έζησα μια τέτοια ιδανική συνθήκη παρ’ όλο που υπήρξαν πολλές δυσκολίες γιατί αυτό το έργο ήταν τα «θεριά» μας, η σκοτεινή μας πλευρά...
Υπάρχει πάντα βέβαια και το οικονομικό ζήτημα το οποίο καμιά φορά διαψεύδει τις καλύτερες των προθέσεων... Το κοινό θα γίνει ο μεγάλος μας χορηγός αλλά μόνο όταν αποφασίσουμε να ασχολούμαστε με την ουσία των πραγμάτων. Βέβαια εκεί, δεν φταίμε εμείς μόνο γιατί και παγκόσμια αν το δεις υπάρχει λίγο πείνα, όσον αφορά το ρεπερτόριο. Δεν υπάρχουν έργα.
Νομίζω πως εσύ βρήκες ένα έργο που τελικά αγαπήθηκε πολύ...Κι από σας που στήσατε την παράσταση κι απ’ το κοινό...Τι είχε το «Fuckinggames» που σε έκανε να το επιλέξεις; Τα πάντα είχε... Το υπαρξιακό, το φόβο της μοναξιάς, την εξίσωση του θανάτου με την ερωτική έλξη. Την αγάπησα πολύ αυτή τη δουλειά και με ανταμείβει πάρα πολύ. Το έργο είναι κλασσικό κατά βάθος. Και βαθιά ποιητικό. Σαν τον Λόρκα, είναι... ένα ανοιγμένο σώμα...
|