Δημήτρης Κομνηνός
επανέρχεται δυναμικά με το «FIT»
Η κουβέντα μας ξεκίνησε από το υπέροχο έργο, προχώρησε σε σχόλια για τους συνεργάτες και ηθοποιούς της παράστασης κι έφτασε σε προβληματισμούς μας για την ανθρώπινη φύση, για τις δύσκολες μέρες που ζούμε, για τις προκαταλήψεις, για την αποδοχή και την επικοινωνία καταλήγοντας στην βαθιά ανάγκη μας για αισιοδοξία και μαχητικότητα, τώρα που οι καιροί απαιτούν πλέον την δική μας αντίδραση.
Τι είναι λοιπόν το «fit»; Μία κωμωδία για μια ιδιόμορφη οικογένεια, πολύ έξυπνη και διεισδυτική του Νίκι Σίλβερ, του τρομερού παιδιού του σύγχρονου Αμερικάνικου θεάτρου, ενός συγγραφέα αρκετά γνωστού στη χώρα μας. Ήδη έχουν παιχτεί στην Ελλάδα έργα του όπως τα «Χοντροί άντρες με φούστες», «Πτεροδάκτυλοι», «Η ανάσα σου στο πρόσωπό μου», «Μέρες ραδιοφώνου», «Το μπλε παλτό». Για μένα ανήκει στην κάστα των μεγάλων συγγραφέων διότι είναι πλήρης. Πόσο συχνά συναντάμε έργα στα οποία προτείνεται η λύση στα ερωτήματα τα οποία θέτουν; Συνήθως βλέπουμε έργα τα οποία εγείρουν ερωτήματα. Αυτός στο «fit» προτείνει λύση. Προτείνει την αποδοχή.
Και την αγάπη. Καλά την αγάπη την προτείνουν πολλοί. Την αποδοχή δεν την πολυλέμε… Γιατί εδώ έχοντας το θέμα της ομοφυλοφιλίας που δεν είναι και το μοναδικό το οποίο θίγει…
Όχι, υπάρχει και το θέμα του αλκοολισμού, το πρόβλημα ενός αποτυχημένου γάμου, το θέμα…
Της οροθετικότητας.
Και του τρόπου με τον οποίο αυτή μπλοκάρει την σεξουαλικότητα. Και ποιες είναι οι κοινωνικές διακρίσεις γύρω από αυτήν την κατάσταση. Ουσιαστικά βάζει στη σκηνή δύο ζευγάρια, ένα στρέητ κι ένα γκέι, και δείχνει στο θεατή ότι όλοι αποτελούμαστε από τα ίδια υλικά, πάσχουμε από τις ίδιες φοβίες, έχουμε τις ίδιες αναζητήσεις κι αγωνίες, πολεμάμε για τα ίδια πράγματα. Αυτό το έργο για μένα είναι αποκάλυψη. Έχω τρισδιάστατους χαρακτήρες που θα τους συναντούσα σ’ ένα δράμα και τους έχω σε μία εξωφρενικά κωμική συνθήκη και εκ των υστέρων βλέπω πως μέσα από αυτήν την κωμωδία ξεδιπλώνεται ή ίδια η ζωή. Αγγίζει σχεδόν όλα τα θέματα κι όχι επιφανειακά αλλά διεισδύοντας επί της ουσίας σ’ αυτά. Ασχολήθηκε με πάθος ο συγγραφέας μ’ αυτό το έργο.
Το δράμα παίζει πινγκ-πονγκ με την κωμωδία. Συνέχεια.
Κάτι που απαιτεί και ιδιαίτερες ικανότητες από τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί για μένα σε όλα τα έργα έπρεπε να έχουν ακριβώς αυτήν την ποιότητα. Δεν μπορείς να παίξεις δράμα αν δεν έχεις κωμωδία και το αντίστροφο. Μου ‘ρχεται αμέσως στο μυαλό ο Τσέχωφ.
Και μένα. Πίστευε πως έγραφε κωμωδίες… Κι όμως έγραφε κωμωδίες. Αλλά με τις συνθήκες που έχουν επικρατήσει στα ανεβάσματα των έργων του αλλά και με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, άντε να την βρεις την κωμωδία πια. Ο Νίκι Σίλβερ είναι ένας μοντέρνος Τσέχωφ, είναι ένας Άλμπι με κάποιο τρόπο. Παντού υπάρχει και το κωμικό στοιχείο. Ο Βουτσινάς έλεγε ότι χωρίς το γέλιο η ζωή μας θα ήταν απλά αφόρητη. Το ίδιο και το θέατρο θα ήταν αφόρητο αν δεν υπήρχε το κωμικό στοιχείο.
Κι επίσης, τουλάχιστον για το δικό μας το κοινωνικό περιβάλλον, οι περιστάσεις που διηγείται είναι πολύ οικείες. Αυτό οφείλεται και στην προσαρμογή που έκανα. Αυτό το έργο στη Νέα Υόρκη είναι πολύ οικείο για τους κατοίκους της. Ήμουνα πολύ πιστός στο πνεύμα του συγγραφέα όσον αφορά τους χαρακτήρες γιατί κι ο ίδιος δεν ήθελε για παράδειγμα μια καθημερινή μάνα αλλά μια διαφορετική από το συνηθισμένο που φέρει ταυτόχρονα και τις κλασσικές ιδιότητες της μάνας.
Αντί για το ταπεράκι με τα κεφτεδάκια και τη ζακέτα αυτή χρησιμοποιεί μια άλλη μέθοδο για να φροντίσει το γιο της. Ναι ακριβώς. Μια μέθοδο στρεβλή, εξωφρενική αλλά αυτό καταλαβαίνει.
Κι όπως το κάνουν όλες οι μάνες σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, χωρίς να ρωτήσει. Ακριβώς, χωρίς να ρωτήσει.
Επίσης ο χαρακτήρας ο χαρακτήρας του συζύγου είναι το πρότυπο ενός σύγχρονου γιάπη που εμφανίζεται πλέον πολύ και στην Ελληνική κοινωνία. Κι ο Γιώργος ο Σουξές που είναι ένας πολύ αγαπημένος συνεργάτης, έφερε μια καθαρά ελληνική ποιότητα σ’ αυτόν τον ρόλο. Αυτή η άρνηση να ακούσουμε τον άλλο σ’ ένα διάλογο κι η εμμονή στο δικό μας το ψέμα, αυτό που έχουμε κατασκευάσει, είναι τόσο συχνή. Εδώ βλέπουμε μια ολόκληρη κοινωνία σε κρίση να εξακολουθεί να παραμένει εγκλωβισμένη στη φαντασίωσή της ότι κάποια στιγμή θα γυρίσουμε εκεί που ήμασταν.
Θα λυθεί ένα πρόβλημα το οποίο από την φύση του δεν λύνεται. Γιατί είμαστε θύματα δημαγωγίας και λαϊκισμού. Και δεν μιλάω κομματικά, μιλάω διακομματικά.
Βλέπουμε πως η εξουσία χαλιναγωγεί τα πλήθη μέσα από την ελλιπή παιδεία. Όταν η σπουδή ενός νέου παιδιού μετατρέπεται σ’ ένα μαραθώνιο για να επιτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο, δεν θα έχεις ώριμους πολίτες που να μπορούν να σηκώσουν το βάρος μιας απόφασης και μιας σοβαρής επιλογής όπως απαιτεί η δημοκρατία. Η δικιά μου η πρόταση είναι να καταργηθεί ο στρατός και να γίνει υποχρεωτικό για όλους τους πολίτες, άντρες και γυναίκες να παρακολουθήσουν το πολύ ως τα εικοσι-πέντε τους ένας διετές ψυχαναλυτικό πρόγραμμα. Νομίζω ότι η κοινωνία η Ελληνική πάσχει από χειραφέτηση. Το είχαμε πει και παλαιότερα και δεν έχει αλλάξει τίποτα. Υπάρχει μια ιδιότυπη λογοκρισία πια που είναι η πληθώρα της πληροφορίας. Παλιά είχαμε την λογοκρισία που απαγόρευε την πληροφορία. Τώρα οι πληροφορίες είναι τόσο πολλές ώστε το σύστημα μπορεί να βασίζεται στο ότι δεν θα τις επεξεργαστείς ποτέ. Κι όντως δεν τις επεξεργάζεσαι…
Αν μέσα σ’ αυτό το πλήθος πληροφοριών αναζητήσεις την γνώση, χρειάζεσαι πια για να την βρεις, μια ειδική εκπαίδευση. Ακριβώς. Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα υλικό μέσα στους υπολογιστές μας πολύτιμο και πλουσιότατο. Με όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου, ταινιοθήκες, παραστάσεις και δυνατότητα για διεθνή επικοινωνία. Είναι ένα εργαλείο καλό το διαδίκτυο.
Όπως το λες. Μίλησέ μου για την μουσική του έργου που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Ο Αντρέας ο Τρούσσας είναι φίλος τριάντα-πέντε χρόνια και κουμπάρος. Έχουμε κάνει μαζί όλες μου τις παραστάσεις. Είναι ένας απίστευτος συνεργάτης κι επίσης ένας από τους καλύτερους μοντέρ που έχουμε στη χώρα μας. Είναι σπουδαία η προσφορά του στην παράσταση. Έχει δώσει μια αίσθηση road movie σε κάτι που θα μπορούσε να είναι σε πρώτο επίπεδο πολύ στατικό γιατί όλα συμβαίνουν μέσα σ’ ένα σπίτι. Είναι σχεδόν συμβολική η μουσική του.
Γιατί η περιήγηση των ηρώων στα εσωτερικά τους τοπία εντείνεται με τη μουσική αυτή. Αυτό ακριβώς. Είναι μία καθαρή συνομιλία του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη.
Εξαιρετική επίσης η σκηνογραφία. Ο φίλος μου και εικαστικός Γιώργος Λυτζέρης γνωρίζει πολύ καλά τους κώδικες του θεάτρου ξέρει τι θα πει «κινείται ο ηθοποιός στη σκηνή» και ποια είναι η σημασία ενός σκηνικού αντικειμένου. Ξέρεις όταν συνεργάζεσαι μαζί του ότι μόνο πλεονέκτημα θα προσφέρει στην παράσταση. Είναι καλλιτέχνης, βάζει τη σφραγίδα του χωρίς να υπεισέρχεται σε άλλα χωράφια. Ξέρει που είναι τα σύνορα τα δικά του. Της τέχνης του. Όλα σχεδόν τα έργα μαζί τα έχουμε κάνει και θα συνεχίσουμε και με νέες συνεργασίες.
Παντού στο σκηνικό υπάρχουν πρες-παπιέ. Είναι ένα εύρημα του συγγραφέα που υποδηλώνει το άχρηστο. Αυτά κανονικά υπάρχουν για να συγκρατούν τα χαρτιά να μην τα πάρει ο αέρας.
Σ’ ένα σπίτι που δεν έχει αέρα και δεν έχει και χαρτιά… Που δεν αναπνέουν καν οι κάτοικοί του και τα χαρτιά ποτέ δεν τα διαβάζουνε… Ένα πραγματικά άχρηστο αντικείμενο… Επίσης τα έπιπλα είναι όλα στραβά. Λίγο στραβά. Κάθονται αλλά ποτέ ίσια.
Στρέβλωση. Είναι ωραίο που υποδηλώνεται από το σκηνικό. Άλλωστε κι η κίνκυ συμπεριφορά του γιου δείχνει αυτή τη στρέβλωση… Ναι. Είναι ένας εσώτερος, φυλακισμένος, καταπιεσμένος ερωτισμός. Αυτό το παιδί το πήγε η μάνα του σε ηλικία δέκα χρονών να το γιατρέψει από την ομοφυλοφιλία που όλοι ξέρουμε πως δεν κατατάσσεται στις ψυχικές ασθένειες. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν το τραύμα που φέρει.
Κι ωστόσο είναι χαριτωμένος ο τρόπος του… Φυσικά κι εγώ δεν θα έκρινα αρνητικά μια τέτοια συμπεριφορά. Το κάθε τι που γίνεται ανάμεσα σε ενήλικες είναι για μένα επιτρεπτό. Δεν εγκρίνω την παιδοφιλία, το βιασμό, την κτηνοβασία γιατί δεν υπάρχει η από κοινού συγκατάθεση. Όλη αυτή η πολυχρωμία των διαφορετικών επιθυμιών μου φαίνεται φυσιολογική.
Είναι φυσιολογική αφού μπορείς να την δεις και στη φύση. Άρα τι είναι αφύσικο; Η ομοφοβία. Πού συναντάται η ομοφοβία εκτός από τον άνθρωπο;
Πουθενά. Ούτε η ομοφοβία ούτε η οποιαδήποτε προκατάληψη. Ξέρει λοιπόν η μητέρα του έργου ότι ο γιος της είναι γκέι. Και δεν το αποδέχεται. Ο γιος όμως δεν πρόκειται να αλλάξει. Άρα το μόνο που κάνει είναι να ταλαιπωρεί τον εαυτό της.
Και τον γιο της φυσικά… Ο οποίος δεν φταίει και σε τίποτα. Εγώ ήμουν πολύ ευτυχής με την δική μου τη μητέρα η οποία έκανε ένα τεράστιο άλμα στην αποδοχή της απέναντί μου κι αυτό βοήθησε πάρα πολύ και στην τέχνη μου. Όταν υπάρχει αποδοχή από το περιβάλλον σου έχεις άλλη αυτοπεποίθηση, άλλη σιγουριά, άλλη δύναμη.
Οι ρίζες μας είναι πολύ σημαντικές. Τις θέλουμε ακέραιες και καθαρές. Να μην εξαναγκαζόμαστε να λέμε συνέχεια ψέματα. Μα και στα παιδιά μας τι άλλο μπορούμε να δώσουμε εκτός από αποδοχή και αγάπη; Αν εσύ δώσεις αγάπη στο παιδί σου, θα μάθει τι είναι η αγάπη, θα την αναζητήσει και θα την προσφέρει κιόλας. Και τότε πια μπορούμε να μιλήσουμε για τα αυτονόητα. Όπως ας πούμε και για την οροθετικότητα η οποία αποτελεί έναν από τους προβληματισμούς του έργου. Ζούμε σε μια εποχή όπου υπάρχει φαρμακευτική αγωγή η οποία έχει αποσύρει το θανατικό ευτυχώς από τους φορείς του ιού.
Οπότε και στη διασκευή σου, μεταφέρεις την δράση σε εποχή που ο ιός δεν είναι θανατηφόρος. Ναι. Ακριβώς. Διότι όλα τα έργα που αναφέρονται στον ιό αφορούν το παρελθόν. Όμως σήμερα ο αγώνας γίνεται σε σχέση με το κοινωνικό στίγμα. Τις κοινωνικές διακρίσεις. Αυτό δεν είναι λίγο.
Επειδή αυτή η κοινωνία διακρίνεται από έντονη υποκρισία. Υποκρισία. Είναι κάτι που με έχει απασχολήσει και στο θέατρο και στη ζωή. Χρησιμοποιείται μία λέξη που είναι εφάμιλλη της υποκριτικής. Όμως εμείς στο θέατρο παίρνουμε ένα ψέμα και το μετατρέπουμε σε αλήθεια ενώ η υποκρισία παίρνει μια αλήθεια και την μετατρέπει σε ψέμα. Κι αυτό είναι προβληματικό. Και μάλιστα με την εκκλησία τόσο εγκληματικά παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση κάποιος να είναι πιστός και φυσικά να επιλέγει τη θρησκεία του. Δεν πρέπει να γίνονται διακρίσεις ούτε εκεί. Εμείς όμως δεν μπορούμε να είμαστε δέσμιοι του κάθε τραγόπαπα που δεν έχει καμία σχέση με τον λόγο του Θεού. Αν υπάρχει λόγος του Θεού φυσικά... Αγνοούνται όλα όσα γράφτηκαν στην καινή διαθήκη. Για ποια αποδοχή μιλάμε, για ποιο αλληλοσεβασμό, για ποια αγάπη;
Εκείνο το «μην κρίνετε για να μην κριθείτε» που πήγε; Έλα ντε; Όλα αυτά είναι βαθύτατη αμορφωσιά. Η εκκλησία εκπροσωπεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα το πιο σκοταδιστικό της κομμάτι.
Το πιστεύω απόλυτα. Και θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα στα επόμενα έργα μου. Γιατί θεωρώ ότι επιτέλους κάποιοι πρέπει να μιλήσουν. Βγαίνει κόσμος και τα λέει αλλά τα λέει τόσο όσο… Να σου πω ένα πράγμα. Εγώ είμαι πολίτης αυτής της χώρας και πληρώνω τους φόρους μου κανονικά. Εγώ λοιπόν τον σύντροφό μου δεν μπορώ να τον παντρευτώ. Δεν ξέρω αν θα τον παντρευόμουν, αν είμαι γενικώς υπέρ του γάμου… Αλλά το θεωρώ τελείως απαράδεκτο να είμαι ίσος απέναντι στη φορολογία ενώ δεν είμαι ίσος απέναντι στα δικαιώματα που μου δίνει αυτή η πολιτεία. Και επίσης δεν θέλω να κρύβω τα πράγματα. Όταν τα πράγματα κρύβονται μια μέρα βγαίνουν και σε κυνηγάνε. Είτε είσαι κοινωνία είτε είσαι πρόσωπο, μέρος μιας κοινωνίας. Και φτάνει πια και μ’ αυτήν την ιστορία με το Τζαμί.
Αμαν πια μας πρήξανε με το τζαμί. Παντού έχουμε τζαμιά σ’ όλη την Ελλάδα, εδώ κολλήσαμε. Αυτά είναι κατάλοιπα ενός τελειωμένου εθνικισμού. Δεν υπάρχει εθνικισμός πια στην Ελλάδα, φασισμός υπάρχει, εθνικισμός όχι. Και για να γυρίσουμε στο «Fit». Ο πραγματικός τίτλος είναι fit to be tide που θα πει για δέσιμο ή εξοργισμένοι. Οι χαρακτήρες του έργου είναι πολύ θυμωμένοι. Κι αυτό είναι κρίσιμο. Έχουμε όλοι τόση οργή μέσα μας που την σκορπάμε σε κάθε κατεύθυνση κι όποιον πάρει ο χάρος.
Και μάλιστα προς την λάθος κατεύθυνση. Κατά νόμον. Γιατί δεν υπάρχει σωστή οργή, υπάρχει λάθος οργή. Λένε πως καμιά φορά η οργή σε ξυπνάει. Δεν σε ξυπνάει. Σε στέλνει από κει που ήρθες, αδιάβαστο. Και το δεύτερο λάθος είναι το άγχος. Πολύ κακός σύμβουλος. Μας έρχεται εξωγενώς, το ποτίζουμε κι εμείς να αναπτυχθεί και ενδογενώς. Αλλά όταν ζεις σ’ αυτή την πόλη και πρέπει να κρατήσεις κι ένα θέατρο που το ονομάζεις και λίκνο πολιτισμού αλλά στην ουσία «μαγαζάκι-γωνία» έχεις, εκεί αρχίζουν τα πολύ δύσκολα. Έχεις μισθοδοσίες, έχεις χαράτσια, έχεις την ΔΕΗ, νοίκια… Κι όταν έχεις ένα όνειρο κι έχεις επενδύσει στο θέατρό σου και το όνειρό σου και όλα σου τα χρήματα… αρχίζεις πια να ζητάς έλεος.
Και ναι απαιτείς εν τέλει μεταξύ άλλων από την πολιτεία να σου δίνει το δικαίωμα να ασκείς την τέχνη σου. Ή το οποιοδήποτε επάγγελμά σου.
Εννοείται όλα τα επαγγέλματα έχουν θιγεί. Όλοι αυτοί οι άνεργοι πως θα ζήσουν; Και οι ηθοποιοί που από πάντα είχαν πρόβλημα να βρουν δουλειά, τώρα σωθήκανε… Οι ηθοποιοί είναι αυτοί που κρατάνε το θέατρο. Αυτοί βάλανε νερό στο κρασί τους και μετά από χρόνια κακού συνδικαλισμού αποφάσισαν να δουλέψουν με ποσοστά. Αν δεν παίρνανε ποσοστά οι ηθοποιοί θα είχαν κλείσει όλα τα θέατρα. Κι εκεί αποδεικνύεται ποιανού είναι το θέατρο. Γιατί είναι του ηθοποιού το θέατρο. Εγώ είμαι σκηνοθέτης, είμαι ετερόφωτος αστήρ. Αν ο ηθοποιός δεν μου κουβαλήσει την παράσταση, δεν μπορώ να κάνω τίποτα…
Από την άλλη ο σκηνοθέτης δίνει την γραμμή μιας παράστασης. Είναι δάσκαλος. Κι αυτή θα έπρεπε να είναι η δουλειά του σκηνοθέτη. Να διδάσκει τον ρόλο με την υψηλή έννοια του όρου. Στην πράξη πάντα γιατί η αληθινή τέχνη είναι πάντα πράξη. Ο σκηνοθέτης όπως καθιερώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και μετά διεκδίκησε την παντοδυναμία στο θέατρο για μένα δεν είναι σωστός πια. Οφείλει ο σκηνοθέτης να δημιουργήσει αυτή την άτυπη οικογένεια, την ομάδα.
Μια και μιλάμε για οικογένεια, η οικογένεια του Fit είναι μια νέα δομή οικογένειας κάτι που αποτελεί στις μέρες μας χαρακτηριστικό ευρύτερο αφού οι οικογένειες αλλάζουν πια μορφή στην κοινωνία μας. Θέτει τη σωστή βάση της οικογένειας πέρα από ήθη και έθιμα, αυτήν που ορίζεται από την αγάπη και την αλληλοκατανόηση. Για μένα η αποδοχή είναι μονόδρομος στην επικοινωνία. Κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει τον άλλο αν δεν τον αποδεχτεί. Και αντιστρόφως. Αν τεκμηριώσουμε την αλληλοαποδοχή μας, αν την τοποθετήσουμε σε μια βάση σεβασμού, αμέσως ελευθερώνεται η ροή της επικοινωνίας. Όσο αντιστεκόμαστε σ’ αυτό θα λειτουργούμε απλά με παράλληλους μονόλογους όπως συμβαίνει σε μια χώρα ολόκληρη. Δεν αποδεχόμαστε τους γκέι, δεν αποδεχόμαστε τους οροθετικούς, δεν αποδεχόμαστε τις εκδιδόμενες γυναίκες, δεν αποδεχόμαστε τους αλκοολικούς, δεν αποδεχόμαστε τους μετανάστες… Λες και καραβοτσακίστηκαν οι άνθρωποι νάρθουν εδώ για να ανοίξουν καυγά μαζί μας. Καυγά δεν άνοιξαν οι μετανάστες, καυγά άνοιξαν οι χρυσαυγίτες. Εμένα δεν με φοβίζουν οι χρυσαυγίτες… Εκκολαπτόμενοι μπράβοι είναι… Εμένα με φοβίζει ο κόσμος που τους ακολουθεί.
Και μάλιστα μέσα από μια ιδεολογική προσέγγιση υποτίθεται. Πήγαινε ρε φίλε με τους χρυσαυγίτες αλλά παραδέξου πως πας με μπράβους, μαφιόζους και δολοφόνους, όχι να ισχυρίζεσαι πως είσαι εθνικιστής. Σκότωσε ο άλλος άνθρωπο μπροστά στα μάτια σου. Και για κέφι. Τι να τους πω τώρα και για την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα; Ότι όλα τα μυστικά είναι κλειδωμένα στην ντουλάπα; Και τώρα έγινες εσύ «ντουλάπα»…
Είμαστε μια κοινωνία γεμάτη αντιφάσεις… Συντηρητισμός από την μία, αλλαγές πολλές από την άλλη… Όμως οι αντιφάσεις είναι που δημιουργούν την πολυχρωμία. Σκέψου να ήμασταν όλοι ίδιοι; Θα ήταν αφόρητο. Εφιάλτης. Και τώρα ξαφνικά θα ψηφίσουμε την χρυσή αυγή για να μας υποχρεώσει να γίνουμε όλοι ίδιοι; Μπορεί να το θέλει αυτό ένας άνθρωπος με στοιχειώδη έστω ευφυΐα; Η ζωή προηγείται κι εμείς τρέχουμε από πίσω προσπαθώντας να την καταλάβουμε. Με το συναίσθημά μας, με την λογική μας με ότι διαθέτουμε. Όμως αν την αφήσουμε να κατασταλάξει μέσα μας θα καταλάβουμε ότι δεν είναι τόσο επίφοβη όσο φανταζόμαστε. Ζούμε με φόβο. Κι ούτε μπορούμε να είμαστε συνέχεια απαισιόδοξοι. Εγώ την βαρέθηκα την σκοτεινιά και την κατήφεια. Θέλω πια λίγη λιακάδα, λίγο φως. Έχουμε πια ανάγκη να πάρουμε μία ανάσα. Τα πράγματα χρόνια τώρα τα αναλύουμε και δυστυχώς τα ίδια είναι…
Τα ίδια και χειρότερα. Τραγικά.
Αυτό είναι και το στοιχείο που μου άρεσε πολύ στο fit. Ότι οι ήρωες ακόμα και μέσα στην τρέλα, στην κατήφεια, στο μπλοκάρισμα, βρίσκουν την αισιοδοξία. Κι έτσι στο τέλος συναντιούνται, δεν χάνονται. Αυτό είναι το πρώτο αισιόδοξο έργο που σκηνοθετώ. Αλλά τώρα θέλω να κάνω πράγματα αισιόδοξα γιατί πια ήρθε η ώρα να δώσουμε την μάχη σε όλα τα μέτωπα. Χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Μετάφραση / διασκευή / σκηνοθεσία: Δημήτρης Κομνηνός Σκηνικά: Γιώργος Λυντζέρης Κοστούμια: Κωνσταντίνος Γερογιώργος Πρωτότυπη Μουσική: Ανδρέας Τρούσσας Βοηθός σκηνοθέτης: Χάρης Τζώρτζης Φωτογραφίες: Γιώργος Στριφτάρης Σχεδιασμός αφίσσας και προγράμματος: Κωνσταντίνος Γεωργαντάς
Παίζουν (κατά σειρά εμφάνισης) : Σταμάτης Ζακολίκος Ζώγια Σεβαστιανού Γιώργος Σουξές Δημήτρης Παπαδάκης
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή: 21.0
Διάρκεια: 120 λεπτά με διάλειμμα.
Τιμές εισιτηρίων • Γενική είσοδος: 18 ευρώ • Φοιτητικό/Νεανικό (έως 25 ετών): 10 ευρώ • Πέμπτη και Κυριακή: Γενική Είσοδος 10 ευρώ • Για κατόχους δελτίου ανεργίας: 5 ευρώ • Προπώληση εισιτηρίων: Γενική Είσοδος 10 ευρώ (για όλες τις ημέρες) Viva.gr, 11876, Public, Παπασωτηρίου, Seven Spots.
ΤΗΕΑΤROVICTORIA Μαγνησίας 5 και 3ης Σεπτεμβρίου 119 Τηλέφωνο κρατήσεων: 210-8233125/6972964339
|