Σχετικά άρθρα
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΟΥΓΑΡΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 23 Δεκέμβριος 2015 09:24 | |||
Χρήστος Σουγάρης Αντιμέτωπος με τον Δον Ζουάν
«Όλες οι διαστροφές που είναι στη μόδα θεωρούνται αρετές»
Σε μετάφραση του θεατρικού συγγραφέα και μεταφραστή, Δημήτρη Δημητριάδη και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη ανεβαίνει η παράσταση «Δον Ζουάν» ή «Η πέτρινη ευωχία» του Μολιέρου, στο θέατρο Faust. Είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του ταλαντούχου ηθοποιού ο οποίος έχει συνεργαστεί επί σειρά ετών με τους περισσότερους Έλληνες σκηνοθέτες –κυρίως σε παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Έχει διατελέσει επίσης βοηθός σκηνοθέτη σε παραστάσεις των Γιάννη Ρήγα και Νίκου Χαραλάμπους, ενώ τα τελευταία έξι χρόνια συνεργάζεται σταθερά με τον Στάθη Λιβαθινό, του οποίου υπήρξε επίσης βοηθός σκηνοθέτη στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ.
Είναι η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά. Μίλησέ μου για την εμπειρία σου. Ήταν πάντα μέσα στις προθέσεις, τις φιλοδοξίες και τα όνειρα μου η ενασχόληση με την σκηνοθεσία μέσα στο πλαίσιο μιας καθολικής σπουδής στο θέατρο. Μιας σπουδής μέσα στην οποία θα ερχόμουν σε επαφή με τη διαδικασία της δημιουργίας μιας θεατρικής παράστασης από το μηδέν. Από την αρχή της πορείας μου στο θέατρο με ενδιέφερε η διαδικασία συνολικά. Πάντα καθόμουν να μάθω πως γίνονται τα φώτα σε μια παράσταση. Τα κοστούμια, τα σκηνικά και τί είναι αυτό που διαφοροποιεί τον έναν ενδυματολόγο ας πούμε από έναν άλλο. Η προσωπική ανάγνωση. Η ματιά. Μπορώ να πω πως είναι πολύ προσωπική υπόθεση η σκηνοθεσία και μια μοναχική διαδρομή. Ακραία ενδιαφέρουσα όμως. Μέσα από την οποία θεωρώ πως δυναμώνω από κάθε άποψη. Από την άλλη υπήρξα τυχερός γιατί μαθήτευσα δίπλα σε ανθρώπους δυνατούς με διάθεση να μοιραστούν τη γνώση. Ποια είναι η «κόκκινη» γραμμή που διαχωρίζει την επαναστατικότητα απέναντι σε παρωχημένους κοινωνικούς κανόνες με την ατομοκεντρική συμπεριφορά που υπονομεύει κάθε ηθική αξία; Αν όπου ατομοκεντρικός = ιδιοτελής, εγωιστής κτλ τότε η απάντηση θα ήταν αρκετά απλή. Εκεί όπου οι πράξεις ενός φορέα θα καθίσταντο μοιραίες για ένα κοινωνικό σύνολο. Δεν είμαι και τόσο βέβαιος όμως πως η ατομοκεντρική συμπεριφορά υπονομεύει τις ηθικές αξίες. Το σύνολο δηλαδή των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων με βάση το κοινωνικά αποδεκτό, το καλό και το κακό. Αντιλαμβανόμαστε πολύ εύκολα λοιπόν πως το τί είναι κοινωνική ηθική, αξία και ούτω καθεξής, σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση. Τώρα ας υποθέσουμε πως υπήρχε πράγματι ένας ατομοκεντρικός, ιδιοτελής, εγωιστής, κακός συνάνθρωπος-συμπολίτης, ο οποίος για καθαρά ''ιδιοτελείς'' λόγους θα αμφισβητούσε όλα αυτά τα οποία μια κοινωνία, η δική μας παραδείγματος χάριν, θεωρούσε αυτονόητα, όπως το δικαίωμα μιας μειοψηφίας να θεσμοθετεί ''ελέω θεού'' για το πώς θα διάγουμε το βίο μας οι κοινοί θνητοί. Ή το είδος της δημοκρατίας που απολαμβάνουμε στη χώρα αλλά και στην ήπειρο-ένωση στην οποία ανήκουμε. Να αμφισβητούσε λόγου χάρη το δικαίωμα της κεντρικής εξουσίας στην υποκρισία. Να αμφισβητούσε το δικαίωμα της στη θεσμοθέτηση ή στη φορολόγηση κατά το δοκούν. Το δικαίωμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας να ''ξεχνάει'' να δηλώσει περιουσιακά στοιχεία ενώ οι πολίτες να τιμωρούνται αυστηρά αν συλλαμβάνονται ξεχασιάρηδες. Να αμφισβητούσε το δικαίωμα αυτής της εξουσίας στην απαλλαγή από τις όποιες υποχρεώσεις έχει απέναντι στο κοινωνικό σύνολο σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους από την ίδια κανόνες. Και ακόμη περισσότερο να αποφάσιζε να «θεσμοθετήσει» αυτός με τη σειρά του τους δικούς του νόμους. Να επικαλείτο ας πούμε το δικαίωμα του να μην αποπληρώσει ποτέ τα δάνεια τα οποία έχει λάβει, όπως καλή ώρα έκανε το πολιτικό σύστημα της χώρας μας. Φανταστείτε να επαναστατούσε και να καλούσε και άλλους σε επανάσταση, αξιώνοντας πραγματική αυτοδιάθεση, ισονομία-ισοπολιτεία, πραγματικά δωρεάν υγεία και παιδεία ή ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα. Και όλα αυτά κινούμενος από καθαρά ιδιοτελείς λόγους. Γιατί ενδεχομένως να μην άντεχε να ζει τη ζωή του μέσα σ ένα κοινωνικό σύνολο το οποίο τον εκμεταλλευόταν συστηματικά και ασύστολα. Φανταστείτε ακόμη να αποφάσιζε να γυρίσει το παιχνίδι προς όφελος του. Από εκμεταλλευόμενος να γίνει εκμεταλλευτής. Προφανώς και ο ήρωας του Μολιέρου δεν είναι ένας Φιντέλ Κάστρο, απλώς με την ερώτηση σας αυτή μου δίνεται την ευκαιρία να αναρωτηθώ πώς γίνεται ένα κράτος ατομοκεντρικό και προσωποπαγές (πολιτικό προσωπικό- κόμματα) που πρώτο παραβιάζει τους «κανόνες», να απαιτεί από τους πολίτες του να λειτουργούν με κύριο γνώμονα το «κοινό καλό». Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πως οι άνθρωποι που έχω θαυμάσει στη ζωή μου πολύ εύκολα θα θεωρούνταν ατομοκεντρικοί, εγωιστές και μπορεί ενδεχομένως και να ήταν/είναι. Υπάρχει κάτι δαιμονικό, κάτι φαουστικό στην βακχική ψυχοσύνθεση του ήρωα και στην αναμέτρησή του με το αντίπαλο δέος του; Η πορεία του δον Ζουάν μέσα στο έργο του Μολιέρου έχει για μένα κάποια στοιχεία εμφανή τα οποία θα μπορούσαν να παραπέμψουν έναν αναγνώστη στις διαβατήριες τελετές τις αρχαιότητας που συναντάμε σε έργα με ήρωες όπως ο Οιδίποδας ή ο Πενθέας στις Βάκχες. Είναι ένας ήρωας ο οποίος δρα στο περιθώριο, σε τόπους «αγριότητας» μακριά από το κοινωνικό σύνολο (πόλη) όπου συναντά το δικό του «τέρας» που πρέπει να νικήσει σαν άλλος Οιδίποδας τη σφίγγα (άγαλμα του νεκρού διοικητή) και που στο τέλος «ενηλικιώνεται» και επιστρέφει στο σύνολο, μεταμορφωμένος όμως σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ήταν όταν ξεκίνησε τη διαδρομή του.
Ποια είναι η αντίληψη του ήρωα για τον έρωτα και πως διαχειρίζεται συναισθηματικά τις γυναίκες που αποπλανά; Ο μολιερικός αυτός ήρωας θεωρώ ότι εγκαταλείπεται απολύτως στον έρωτα. Τον ζει, τον υμνεί. Αυτό το οποίο είναι δύσκολο να αποδεχτούμε οι αναγνώστες του, είναι η πεποίθησή του πως ο έρωτας είναι θνησιγενής. Όπως το θέατρο καλή ώρα και η πεισματική του άρνηση να επενδύσει στην διατήρηση αυτού του αισθήματος με το ίδιο «αντικείμενο». Οι γυναίκες που συναντά στην πορεία του, παρόλο που στο έργο του Μολιέρου είναι μόλις τρείς και εδώ ανοίγει ένα μεγάλο θέμα - το κατά πόσο είναι ένα έργο που ασχολείται με τις ερωτικές ατασθαλίες ενός μποέμ τύπου-που δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό το θέμα του, ο δον Ζουάν δεν είναι ούτε ο Καζανόβα, ούτε ο Χούλιο Ιγκλέσιας, οι γυναίκες λοιπόν που «αποπλανά» θεωρώ πως ζουν τις συνταρακτικότερες στιγμές της ερωτικής τους ζωής. Ο δον Ζουάν τις κάνει να αισθάνονται μοναδικές τη στιγμή που τους δίνεται γιατί και ο ίδιος εγκαταλείπεται παθιασμένα και ολοκληρωτικά σ’ αυτή την εμπειρία. Από τη στιγμή της ολοκλήρωσης όμως και μετά δεν υπάρχει καμιά διαχείριση, καμιά επαφή και η μόνη που προκύπτει από το πείσμα της τελευταίας «συζύγου» δεν θα χει καλό τέλος για κανέναν.
Τι είδους απόλαυση προσφέρει στον Δον Ζουάν το παιχνίδι της αποπλάνησης και πως μπορεί να υπονομεύσει τον ψυχισμό τον δικό του και των «θυμάτων» του. Πως αντιμετωπίζει την «ενοχή»; Ο δόν Ζουάν ζει για να αποπλανά. Ζει για να εγκαταλείπεται και να εγκαταλείπει. Αφήνεται σε οτιδήποτε νέο. Σέρνεται σε οτιδήποτε καινούργιο τον έλκει. Όσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία του όποιου εγχειρήματος, τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση. Η δόνα Ελβίρα φερ΄ ειπείν είναι καλόγρια. Αντιλαμβανόμαστε όλοι τον συμβολισμό άρα και την τέρψη του ήρωα όταν πραγματοποιεί τον «στόχο» του. Η Σαρλότ από την άλλη ετοιμάζεται να παντρευτεί (θνητό αυτή) αλλά και πάλι η τέρψη είναι μεγάλη. Να αποκτήσεις πρώτος δηλαδή την μέλλουσα σύζυγο κάποιου.Έννοιες όπως ενοχή, ηθική κτλ, δεν νομίζω πως υπάρχουν γι’ αυτόν και φυσικά δεν τον απασχολεί που υπάρχουν για τους άλλους. Ποια είναι η σχέση του έργου με την όπερα του Μότσαρτ όπου ο συνθέτης ταυτίζεται με τον Δον Τζοβάνι ως ένα βαθμό και απολογείται για την κακή σχέση του με τον πατέρα του, η οποία τον έχει γεμίσει ενοχές; Η όπερα του Μότσαρ ο δον Τζιοβάνι βασίζεται στο έργο του Μολιέρου και όντως υπάρχουν τα στοιχεία που αναφέρετε. Στην περίπτωση του Μολιέρου όμως τα πράγματα νομίζω πως είναι λίγο διαφορετικά. Μπορεί ο Μολιέρος να ήταν αρκετά ελευθέριος στη ζωή του αλλά δεν νομίζω πως ταυτίζεται με τον δον Ζουάν, ούτε βεβαίως πως «αναλαμβάνει» τις αμαρτίες του. Είναι γνωστό άλλωστε πως ενώ ως ηθοποιός μπορούσε άνετα να ερμηνεύσει τον δον Ζουάν, αυτός επέλεγε ναι παίζει το Σγαναρέλο. Η περίοδος που γράφει αυτό το έργο είναι για τον ίδιο σκοτεινή και δύσκολη. Προέρχεται από την απαγόρευση των παραστάσεων του Ταρτούφου και ενώ μεν βρίσκεται ακόμη υπό την προστασία του Λουδοβίκου, αφήνεται τελείως ανυπεράσπιστος απέναντι στους επικριτές του. Εντελώς απογοητευμένος και χωρίς έργο για να συντηρήσει το θίασο του καταπιάνεται με ένα δημοφιλές θέμα της εποχής -ήδη παίζονται τρείς δον Ζουάν από ιταλικούς θιάσους- και γράφει αυτό το αριστούργημα του παγκοσμίου θεάτρου, ελπίζοντας σε μια δικαίωση που έρχεται πια όχι από τον βασιλιά, όπως στο τέλος του Ταρτούφου, όπου ο παντεπόπτης Λουδοβίκος όλα τα θωρεί και τιμωρεί την αδικία, αλλά από τον θεό. Στο δον Ζουάν ο βασιλιάς απουσιάζει.
Βρίσκεις κάποια κοινά του δον Ζουάν με τον Βαλμόν του Κουαρτέτου των Λακλό-Μύλλερ και κάποιους ανάλογους ήρωες του Μαρκήσιου ντε Σαντ; Επιφανειακά ενδεχομένως ναι. Για μένα όμως η ιδιαιτερότητα του δον Ζουάν και το μεγαλείο του είναι το πόσο απίστευτα πολιτικό όν, είναι. Πολιτικό όχι πολιτικάντικο. Στο έργο του Μολιέρου αυτό είναι το μεγάλο κατ’ εμέ θέμα. Κάτι που προσωπικά δεν διέκρινα στον ντε Σαντ όταν διάβασα το «120 μέρες στα Σόδομα», ας πούμε.
Ποιο είναι το στοιχείο διαχρονικότητας στο έργο και με ποιο τρόπο αφορά ο Δον Ζουάν την εποχή μας; Η διαφορετικότητα, η αυτοδιάθεση, η υποκρισία και η ανάγκη του εκάστοτε συστήματος να έχει τα αρνιά μαντρωμένα, το μεγάλο χωνευτήρι που καταπίνει ό,τι αντιστέκεται και η ανάγκη μας να αμφισβητήσουμε ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό. Προσωπικά πολύ θα το ευχαριστιόμουν αν έβλεπα τον Δρομέα, τον Βενιζέλο, τον Κολοκοτρώνη να κυνηγούν στους δρόμους της Αθήνας ή να επισκέπτονται για δείπνο στο σπίτι τους διάφορους «εθνοπατέρες». Η ανάγκη για βρώση, πόση, δικαιοσύνη και πολιτική είναι διαχρονική και πανανθρώπινη.
Πως λειτουργεί δραματουργικά η μετάφραση του Δημητριάδη και γιατί την επέλεξες; Με τον Δημήτρη είμαστε χρόνια φίλοι και μας συνδέει μια αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη. Νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτή την εκτίμηση και τη σχέση γιατί πρόκειται για τον καλύτερο μας συγγραφέα κατά τη γνώμη μου και έναν από τους καλύτερους μεταφραστές. Έχω διαβάσει όλες τις μεταφράσεις που κυκλοφορούν και καμία δεν έχει τη δυναμική την ακρίβεια και την ποιητικότητα του Δημητριάδη. Μπορώ να πω με σιγουριά πως το έργο δεν έχει την ίδια γοητεία για μένα σε άλλη μετάφραση. Πως συνεργάστηκες με τους ηθοποιούς σου και πως διαχειριστήκατε την «Μολιερική» γλώσσα; Έχω την τύχη να διαθέτω ένα δυνατό σύνολο που από δω και μπρός θα χει τη χαρά και την τιμή να έχει ερμηνεύσει ένα αριστούργημα του παγκοσμίου θεάτρου. Η προσωπική μου ικανοποίηση είναι η αγάπη των ηθοποιών μου γι’ αυτό το έργο. Κάτι όχι αυτονόητο. Δεν λατρεύουμε πάντα αυτό που παίζουμε και δεν είμαστε πάντα περήφανοι γι αυτό που κάνουμε. Προχθές στην πρόβα μας ο φίλος και συνεργάτης Σγαναρέλος (Όμηρος Πουλάκης) μου έλεγε πόσο ευλογημένος νιώθει που θα βγει μπροστά σε κόσμο να «κάνει αυτά που κάνουμε». Με ευχαριστεί και με εκφράζει απίστευτα αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που εγώ κάνω θέατρο. Στέκομαι με χαρά μπροστά σε άλλους ανθρώπους και τους μεταφέρω την προσωπική μου καθαρά ερμηνεία για κάτι. Αν είναι σωστή, λάθος, ενδιαφέρουσα η όχι, άλλο θέμα. Προσωπική και χαρούμενη όμως. Και σίγουρα άποψη. Όχι κάτι γενικό και τυχαίο.Διαχειριζόμαστε τη γλώσσα του Δημητριάδη που συνομίλησε με τη γλώσσα του Μολιέρου, προσπαθώντας να διατηρήσουμε την ποιητικότητα της, γινόμενοι παράλληλα και οι ίδιοι ποιητικοί στη σκηνική της απόδοση.
Πως ήταν η συνεργασία σου με τον Λιβαθηνό; Ο Στάθης είναι για μένα οικογένεια, φίλος και συνεργάτης. Υπήρξα πολύ τυχερός που τον συνάντησα το 2009 και από τότε είμαστε διαρκώς μαζί. Με το Στάθη και την ομάδα περνάμε όλη τη χρονιά κάθε μέρα μαζί. Πρόβες, αναγνώσεις, σκέψεις, παραστάσεις, ταξίδια κτλ. Να φανταστείτε πως τη σύζυγο και το παιδί μου δε τους βλέπω και τους ζω τόσο όσο τον Στάθη και την ομάδα. Είναι ευλογία για ηθοποιούς σαν και μένα να δουλεύουν με σκηνοθέτες σαν το Στάθη. Ο τρόπος που κάνει θέατρο, ο σεβασμός του στη δουλειά αυτή (που για μας μόνο δουλειά δεν είναι) η εμμονή του για διαρκή βελτίωση, η αγάπη του για τους ηθοποιούς, είναι στοιχεία που σέβομαι και ζηλεύω ταυτόχρονα. Είναι από τους ανθρώπους του θεάτρου μας που αυτό που λένε το πιστεύουν και που αυτό που κάνουν γίνεται πιστευτό. Προφανώς σε μια οικογένεια υπάρχουν και προστριβές και διαφωνίες και εντάσεις, πράγμα που συμβαίνει αναπόφευκτα και στη δική μου σχέση με τον Στάθη αλλά με σιγουριά και ειλικρίνεια λέω πως είμαι πολύ τυχερός που μεγαλώνουμε παρέα.
Τι γνώμη έχεις για την πορεία του θεάτρου στις μέρες μας, μέρες κρίσης σε όλα τα επίπεδα; Δυστυχώς ζούμε μια σκοτεινή περίοδο κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο θεατρικά, στην οποία δεν έχει σημασία πια αν είσαι καλός σ’ αυτό που κάνεις. Δεν έχει σημασία αν έχεις σπουδάσει, αν ενδιαφέρεσαι για το αντικείμενο σου, αν συνεχίζεις την εκπαίδευση σου κτλ. Σημασία έχει αν συμφέρεις. Αν βολεύεις. Αν είσαι εφικτός. Υπάρχουν άπειροι άνθρωποι όλων των ειδικοτήτων και επαγγελμάτων ανά πάσα στιγμή διαθέσιμοι. Υπό άλλες συνθήκες αυτό δε θα συνέβαινε. Είναι αδιανόητο για μένα ηθοποιοί καταπληκτικοί με εμπειρία και δόσιμο σε αυτό που κάνουν, που έχουν αποδείξει τι αξίζουν, είτε να είναι άνεργοι είτε να φυτοζωούν λαμβάνοντας αντί μισθού, επίδομα από διάφορους «εργοδότες». Από την άλλη βέβαια κυρίως λόγω αυτής της απαξίωσης που υφίσταται και το δικό μας επάγγελμα και σύντομα θα οδηγήσει τον κλάδο σε όρους μπουλουκιού (παράσταση για ένα πιάτο φαί), έχουν ξεπηδήσει διάφοροι τύποι νέοι, νεότεροι, παλιοί, παλιότεροι κτλ που φτιάχνουν πια τις δικές τους παραστάσεις με μια αυτοδιάθεση, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν και να αφηγηθούν τον κόσμο μας, πολλές φορές όχι με ενδιαφέροντα τρόπο, αλλά κάποιες άλλες με τρόπο που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι σκηνοθέτες και σχήματα της χώρας. Σίγουρα αλλά δυστυχώς ως χώρα έχουμε πια πολλά να αφηγηθούμε, πολλούς λόγους να κάνουμε «τέχνη». Σκέφτομαι πως τη δεκαετία του -90 έβλεπα γιουγκοσλαβικό η ρωσικό κινηματογράφο και σκεφτόμουν πως εκ των πραγμάτων οι καλλιτέχνες πέρα από το όποιο «ταλέντο» τους ζουν σε χώρες και κοινωνίες που τα θέματα είναι τεράστια. Δυστυχώς η τέχνη θρέφεται από τα μεγάλα, τα δύσκολα. Σε περιόδους ευμάρειας δημιουργείς εκθέματα, σε περιόδους ζοφερές, τέχνη. Διανύουμε μια περίοδο παρατεταμένη που έχουμε πολλά θέματα τα οποία μας απασχολούν και για τα οποία θέλουμε να μιλήσουμε μέσω της τέχνης.
Δον Ζουάν ή Η πέτρινη ευωχία του Μολιέρου Η παράσταση, χωρίς να παραβλέπει το μύθο του γυναικοκατακτητή, αφηγείται την ιστορία του Δον Ζουάν πέρα από το ιστορικό πλαίσιο της εθισμένης στην υποκρισία και την ακολασία, γαλλικής αυλής του 17ου αιώνα στην οποία ασκεί κριτική ο Μολιέρος. Ο κεντρικός ήρωας, άκρως γοητευτικός μέσα στην «αντισυμβατικότητά» του, που προσδιορίζεται όχι φύσει αλλά θέσει, κινείται στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον εκμεταλλευόμενος στο έπακρον τα προνόμια της τάξης του. Αρνούμενος όμως να αποδεχθεί το πλέγμα κανόνων και συμπεριφορών που η τρέχουσα κοινωνική ηθική επιβάλλει, λειτουργεί εντέλει ως μηδενιστική δύναμη που αντί να μεταστοιχειώνεται σε αναγεννητική επαναστατική ορμή, καταλήγει σε μια ατομοκεντρική καταστροφική λαίλαπα. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης Δραματουργική Επεξεργασία: Ανδριάννα Αλεξίου-Κατερίνα Κουτσοχερίτη-Χρήστος Σουγάρης Σκηνικό-Κοστούμια: Αλεξάνδρα Σιάφκου - Αριστοτέλης Καρανάνος Κίνηση: Φαίδρα Σούτου Μουσική: Νίκος Καρύδης-Αλέξης Κωτσόπουλος Hair styling: Daniels Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Απατσίδου Βοηθοί σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Δώρα Τουρβά-Hossain Amiri Φωτογραφίες: Μιχάλης Γκούμας Ερμηνεύουν Χρήστος Σουγάρης Όμηρος Πουλάκης Ξανθή Γεωργίου Χριστίνα Φαμέλη-Χειλά Λευτέρης Χαρέλλης Νίκος Καρύδης Αλέξης Κωτσόπουλος Δημήτρης Ραφαήλος Νίκος Χατζόπουλος (φωνή) Θέατρο Faust Καλαμιώτου 11 & Αθηναϊδος 12 Τηλέφωνο: +30 210 3234095 FAX: +30 210 3234096 e-mail: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη από τις 4 Ιανουαρίου Ώρα έναρξης: 21:00 Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα) Τιμή εισιτηρίου: 12 ευρώ. Ανέργων- Ατέλειες 5 ευρώ POLYPLANITY Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου Πληροφορίες: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. , τηλ. 210.3632764, 698.1802544
|