Σχετικά άρθρα
ΚΑΤΑΛΟΓΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Δευτέρα, 08 Αύγουστος 2011 19:32 |
Καταλόγια Παράσταση βασισμένη σε τρεις παραλογές: «Της Μάνας Φόνισσας», «Του Γεφυριού της Άρτας» και «Της Κακιάς Πεθεράς»
Η παράσταση που είχε ήδη παρουσιαστεί και στην Αθήνα αλλά και στη Θάσο, καταπιάνεται με τρεις ιστορίες-παραλογές που εμβολίζονται από μια τέταρτη η οποία παρίσταται ως τραγούδι κι από άλλο ένα τραγούδι και μουσική με μαντολίνο και κιθάρα η οποία συνοδεύει σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, ζωντανά. Μια μάνα σκοτώνει το γιο της και ταΐζει το συκώτι του στον άντρας της, όταν ο μικρός την συλλαμβάνει με τον εραστή της και απειλεί να την ξεσκεπάσει, στην πρώτη ιστορία. Δεύτερη παρίσταται, η γνωστή ιστορία της γυναίκας του πρωτομάστορα που θυσιάζεται για να θεμελιωθεί το γιοφύρι της Άρτας. Και στο φινάλε, ακολουθεί μια ιστορία που διηγείται το φόνο, ανήμερα του γάμου, της νύφης από την πεθερά, η οποία δεν θέλει να παραδώσει στη γυναίκα του γιου της, την εξουσία και τα κλειδιά του σπιτιού. Με την απειλή της βροχής Στην έναρξη της παράστασης με μια καταιγίδα να αιωρείται πάνω από το θέατρο και τις αστραπές να φωτίζουν τον ουρανό πίσω απ’ το λόφο αλλά και μέσα σε μία γαλήνη εξωκοσμική σαν να ήταν ταυτόχρονα όλα ακίνητα στο χρόνο, σαν να γυρνάγαμε πίσω σ’ ένα ταξίδι γεμάτο κυτταρικές μνήμες, οι μαυροντυμένες φιγούρες των ηθοποιών τραγούδησαν με αναμμένα κεριά την ιστορία δύο ερωτευμένων παιδιών που μεγάλωσαν μαζί και που πέθαναν μαζί γιατί έπρεπε να χωριστούν αφού ήταν ξαδέλφια. Μέσα από παντομίμα, κινήσεις και ήχους που ανήγαγαν σε τεχνικές του θεάτρου Νο και αρχετυπικά δρώμενα εμβολιασμένα με την παράδοση της commedia del arte, οι ηθοποιοί μετάγγισαν την συμβολική δύναμη και τον τελετουργικό χαρακτήρα των τριών παραλογών και των ιντερμέδιων, αναδεικνύοντας το δεκαπεντασύλλαβο με την έντεχνα επεξεργασμένη εκφορά του λόγου και την απόλυτα εναρμονισμένη στη μάσκα και στην μαριονέττα, κινησιολογία. Το κωμικό στοιχείο, το στοιχείο της φάρσας και της ειρωνείας αλλά και η υπερβατική μαγεία του άσπιλου έρωτα συναντούν το τραγικό στην κόψη της ανατροπής, εκεί που το μέτρο παραβιάζεται κι η υπέρβαση ορίζει πλέον τη ζωή ανιχνεύοντας τις δυσοίωνες προοπτικές της και την άλωσή της μέσα από τον φόνο και τον θάνατο. Η σύγκρουση του θηλυκού με το αρσενικό Στο τραγούδι αυτό η αρχέγονη αναμέτρηση ανιχνεύεται μέσα από την διεκδίκηση της ζωής του γόνου-απογόνου. Η γυναίκα έχει νυμφευτεί τον κυνηγό, τον όμορφο, νέο, γόνιμο και δυνατό αρσενικό αλλά παρεκτρέπεται και ορίζει εν τέλει την θηλυκότητα της μέσα από την μυστική σχέση με τον εραστή. Η πράξη της, πράξη φαινομενικά ακατανόητη, εμπεριέχει το παράπονο για την διαρκή εγκατάλειψη, την βαθύτερη κι ακατανίκητη ανάγκη για απόλυτη σαρκική αφοσίωση κι ανεπιφύλακτη λατρεία στην παραμελημένη ύπαρξή της. Η γυναίκα θέλει να υπάρξει ως ανεξάρτητη μονάδα, ως άτομο με επιθυμίες και δυναμικές, όχι μόνο ως η μητέρα που κυοφορεί τον αρσενικό σπόρο και που θρέφει τα οικεία της πρόσωπα αλλά ως η αυτόνομη ύπαρξη που ελέγχει τη σάρκα και την ψυχή της. Αντιτάσσει στην έννοια του καθήκοντος, την ελευθερία της επιλογής. Όμως συλλαμβάνεται από το γιο. Η μητέρα βλέπει το γιο να συντάσσεται με τον πατέρα και να απειλεί την εξολόθρευσή της, να υπόσχεται την προδοσία. Τη στιγμή εκείνη δεν είναι ο γόνος ο δικός της, δεν την κατανοεί και δεν την υπερασπίζεται, την καταδικάζει σε θάνατο. Είναι πια ένα εν εξελίξει αντίγραφο του πατέρα του, είναι η κατάθεση του πατέρα του στο μέλλον κι η νοητή γραμμή της αθανασίας του. Εκείνη χρησίμευσε ως εργαλείο για να εξασφαλίσει στο αρσενικό την απόλυτη και μέσα από το χρόνο, εξουσία. Σκοτώνει όχι το παιδί της, αλλά τον γόνο του άντρα της, εκείνον που ο άντρας της έχει για να καταθέσει στο μέλλον και στη γραμμή του αίματός του. Το τέλος της είναι καταλυτικό. Τίποτα απ’ αυτήν δεν απομένει εκτός από την ανάμνησή της μέσα από το τραγούδι που γράφτηκε για κείνην. Κι όμως υπάρχει ένα φινάλε που σε περνάει από την μαγεία στην έκσταση. Ό,τι από αυτή τη γυναίκα έχει απομείνει δεν χάνεται στους πέντε ανέμους. Γίνεται μελάνι για να γράψουν οι γραμματικοί που κρατούν και καταγράφουν τις ιστορίες και κοκκινάδι για να ομορφαίνουν τα κορίτσια που με τις περιπέτειές τους γεννούν, εμπνέουν τις ιστορίες. Γίνεται δηλαδή κατάθεση στο μέλλον. Κι εκεί, στο τέλος μιας αποτρόπαιης ιστορίας, η πιο φρικτή πράξη, ο φόνος του παιδιού απ’ τη μάνα, οριστικά κι αφοπλιστικά δικαιώνεται. Οι μάσκες ορίζουν τα πρόσωπα σαν σύμβολα ενισχύοντας σε μια προσωπική περιπέτεια με έντονο το συμβολιστικό υπόβαθρο, το προνόμιο της διαχρονικότητας και σε επίπεδο σκηνικής αναπαράστασης. ‘Ένα γιοφύρι που θεμελιώνει το μέλλον Η γυναίκα που θάβεται ζωντανή στο δεύτερο καταλόγιο για να κτιστεί το γιοφύρι είναι ένα θρυλικό γυναικείο θυσιαστικό πρότυπο και δεν διαθέτει όνομα, διαθέτει μόνο ιδιότητα, είναι η γυναίκα του πρωτομάστορα. Επίσης δεν είναι εν εξελίξει, δεν είναι μάνα, δεν είναι νύφη, δεν είναι πεθερά. Το στοιχειό του ποταμού θέλει να χορτάσει πριν επιτρέψει στο εξελιγμένο ανθρώπινο ον να το καθυποτάξει. Κι η πείνα του δεν είναι για αίμα αλλά για πόνο. Δεν καταβροχθίζει το κορμί της γυναίκας του πρωτομάστορα για να θραφεί και να εξιλεωθεί αλλά τον πόνο του πρωτομάστορα για την απώλεια της αγαπημένης του και όλων όσα αυτή του υπόσχεται στο παρόν και στο μέλλον. Ο πρωτομάστορας πάλι που ξεκινάει και πεισματικά επιμένει να γεφυρώσει δύο κόσμους είναι ο εμπνευσμένος οραματιστής που ξέρει πως χωρίς γέφυρες δεν υπάρχει πρόοδος, δεν υπάρχει εξέλιξη. Οι γέφυρα ενώνει τον παλαιό με το νέο κόσμο, τη μία χώρα και τον ένα πολιτισμό με τον άλλο, την ανατολή με τη δύση. Η γέφυρα απλώνει τον δρόμο πέρα από τα όρια του. Η γέφυρα μεταφέρει σε ειρήνη και σε πόλεμο ότι πολυτιμότερο έχει ο ένας τόπος, στον άλλο τόπο για να τους ενώσει ή να τους χωρίσει, αλλάζοντας τα πεπρωμένα τους. Μ’ όλη του την απροθυμία να θυσιάσει τη γυναίκα του ο άντρας αυτός που επίσης είναι μια ιδιότητα, ξέρει πως η δική του υπέρτατη θυσία είναι μια κατάθεση στο μέλλον το οποίο οφείλει όχι μόνο να θεμελιώσει αλλά και να προστατεύσει από κάθε επιβουλή ή υπονόμευση, από κάθε ενεδρεύον στοιχειό που ζητά εξαγορά και ξόρκισμα. Ανάμεσα στην προσωπική του ευτυχία και στο κοινό καλό, ο χωρίς όνομα αυτός άντρας διαλέγει το δεύτερο και μάλιστα χωρίς καμιά άλλη ανταμοιβή πέρα από την βαθύτατη ικανοποίηση της εκπλήρωσης ενός μεγαλεπίβολου στόχου, μιας τρελής αλλά και κρίσιμης ελπίδας. Η γυναίκα τώρα οδηγείται στη θυσία με δόλο κι εξοργίζεται. Καταριέται κι έτσι για λίγο παίρνει τη θέση του στοιχειού, γίνεται αυτή το στοιχειό της γέφυρας ανανεώνοντας την αρχαία κατάρα που εμποδίζει την πρόοδο. Όμως αναιρεί την κατάρα της από αγάπη, όχι για έναν ύψιστο στόχο αλλά για κάτι μικρό κι ασήμαντο, τη ζωή του αγαπημένου της αδελφού. Η αγάπη για έναν ξενιτεμένο ομοαίματο είναι αυτή που την μετατρέπει από στοιχειό σε μάρτυρα. Ο δικός της μικρός κόσμος που δεν χωράει υψηλά οράματα διευρύνεται έτσι από την άσπιλη κι ανόθευτη αρετή της να αγαπάει ακόμα και πέρα από την θνητή της ύπαρξη, πέρα κι απ’ το θάνατο. Οι αρχετυπικές, αφαιρετικές φιγούρες που ζωντανεύουν αυτή την ιστορία συνδυασμένες με ήχους επαναλαμβανόμενους και περιοδικούς μαζί με τους μουσικούς σχολιασμούς ορίζουν το σημείο τομής ανάμεσα στο σήμερα και το τότε, φέρνοντας τον σύγχρονο θεατή αντιμέτωπο με την εποχή του και την βαθύτερη και ουσιαστικότερη ενοχή του. Πως μέσα σε μια εποχή ερημωμένη από αξίες θα μπορέσει να θεμελιωθεί το νέο γιοφύρι; Όλοι ξέρουμε πως δεν υπάρχει λατρεία χωρίς θυσία. Αλλά επιλέγουμε εν τέλει την ενοχή από την θυσία. Και βλέπουμε έντρομοι όλα τα γιοφύρια μας να γκρεμίζονται από αδίσταχτα και πεινασμένα, ακόρεστα κι αόρατα στοιχειά. Ο πρωτομάστορας αιώνες μετά, μοιάζει μέσα στο σκοτάδι μας σαν ένας φάρος που επισημαίνει τους υφάλους. Παραμερίζοντας κάθε ενοχή οι μηχανικοί του μέλλοντος ίσως ανακαλύψουν εν τέλει την ισορροπία και το μέτρο της φύσης που στην εντέλεια καταγράφει η παραλογή και που κάνει τα γιοφύρια πιο σταθερά κι απ’ τα βουνά, πιο σίγουρα κι από το πέταγμα ενός πουλιού, με αντίτιμο όμως τον πόνο στο παρόν και με μοναδικό αντίκρισμα την υπόσχεση ενός μέλλοντος το οποίο οι ίδιοι δεν θα αξιωθούν να ζήσουν. Τα γιοφύρια χτίζονται για τους διαβάτες που θα ‘ρθουν κι όχι για τους εργάτες που τα θεμελιώνουν. Κι αυτό είναι που η εποχή μας έχει κουρσέψει. Περνάμε από τα γιοφύρια που έκτισαν για μας αλλά αρνιόμαστε να θυσιάσουμε για να κτίσουμε τα γιοφύρια εκείνων που θα ακολουθήσουν. Είτε από συνείδηση είτε από αγάπη κάποιοι πάντα έχουν το προνόμιο να κτίζουν το μέλλον αλλά και την υποχρέωση να θυσιάζονται γι’ αυτό. Στο όνομα της εξουσίας ευνουχίζεται το μέλλον Στην τρίτη και τελευταία παραλογή της παράστασης μια πεθερά σκοτώνει τη νύφη της για να μην αναγκαστεί να της παραδώσει τα κλειδιά του σπιτιού-κάστρου-εξουσίας. Φιγούρες ζωντανεύουν τις ιστορίες μετά από ένα δρώμενο που αναπαριστά την πρώτη γνωριμία του νέου άντρα με την μέλλουσα γυναίκα του. Ο γάμος γίνεται αλλά η βασίλισσα-μητέρα αρνείται να παραδώσει την εξουσία και τη δύναμή της στο μέλλον και στους νόμιμους διεκδικητές του και πληρώνει σκληρό τίμημα. Ο γιος της αυτοκτονεί πάνω στο νεκρό σώμα της γυναίκας του. Η μητέρα-πεθερά ερημώνεται οριστικά από μέλλον αφού αρνήθηκε να καταθέσει σ’ αυτό. Η εξουσία κι ο πλούτος που δεν παραδίδονται γίνονται τελικά μαχαίρι όχι μόνο γι’ αυτόν που τα κατέχει αλλά και για την κάθε ευοίωνη προοπτική του, αναιρώντας του το δικαίωμα για την μία και μοναδική εκδοχή αθανασίας που διαθέτει. Την διαδοχή. Το ποίημα τελειώνει στη σιωπή, χωρίς καμιά αναφορά στον επακόλουθο θρήνο. Γιατί είναι ένας θρήνος άτεκνος και κατά συνέπεια μάταιος. Μια εμπειρία σαν προσευχή Η παράσταση διαθέτει υποδειγματικό μέτρο και δεν επιδίδεται σε κανενός είδους σκηνοθετικά τερτίπια χωρίς ωστόσο να της λείπει η φαντασία, η έμπνευση κι η βαθιά ποιητική ατμόσφαιρα. Ο σεβασμός απέναντι στο κείμενο και στην απεριόριστη δυνατότητα του συνδυάζεται με γνώση και εμπειρία για την ευγενέστερη σύγχρονη μετάγγισή του. Η συγκίνηση δεν πηγάζει από την ταύτιση με τους χαρακτήρες αλλά από την μυστικιστική εμβάπτιση στην συμβολική υπόσταση των προσώπων, από εκστατική συμμετοχή στην τελετουργική αναπαράσταση των δρώμενων που αποτελούν μαρτυρίες των ουσιαστικότερων εκφάνσεων της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα από κώδικες λιτούς, απόλυτα ελεγχόμενους τεχνικά και δραματουργικά, ευέλικτους και αποτελεσματικούς. Μια παράσταση σαν προσευχή, σαν τελετουργία ιερή που δεν στοχεύει στην εύκολη διασκέδαση αλλά λυτρώνει, ελευθερώνει και κυρίως ψυχαγωγεί. Σκηνοθεσία: Θοδωρής Οικονομίδης Βοηθός σκηνοθέτη: Μελίσα Κωτσάκη Παίζουν: Δήμητρα Μητροπούλου, Έφη Μπάρλα, Θοδωρής Οικονομίδης, Ιωάννα Μιχαλά, Ιωάννα Πιατά, Μελίσα Κωτσάκη, Φεβρωνία Ρεϊζίδου, Χάρης Χιώτης, Χριστίνα Στουραΐτη Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Κύκλος Κατασκευή κούκλας: Ομάδα Κουκλοθεάτρου «Καραμπόλα» (Φεβρωνία Ρεϊζίδου και Χριστίνα Στουραΐτη) Μουσική: Θοδωρής Οικονομίδης Μαντολίνο: Θοδωρής Οικονομίδης Κιθάρα: Μελίσα Κωτσάκη Η παράσταση παίχτηκε στα πλαίσια του Sani Festival και του ενταγμένου σ’ αυτό, Avant Garde Theatre που οργανώνουν οι «Πρώτες Ύλες», στις 4 και 5 Αυγούστου 2011.
|