Σχετικά άρθρα
ΚΙΕΒΟ |
Συντάχθηκε απο τον/την Δημήτρης Ψάχος |
Τετάρτη, 19 Δεκέμβριος 2012 18:20 |
Κίεβο του Σέρχιο Μπλάνκο Η Ελένη Σκότη κρύβει άσους στο μανίκι παρόλο που το Κίεβο σαν θεατρικό έργο δεν είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα του μοντέρνου θεάτρου. Είχα παρακολουθήσει χωρίς ίχνος ιδέας από την υπόθεση, το «Χαβιάρι με Κέικ» πριν από κάποια χρόνια και έχει μείνει αυτούσια η σκληροτράχηλη διάσταση που κάλυπτε τους δύο πρωταγωνιστές και τις φοβίες τους. Η τελευταία της επιτυχία «La Chunga» ( ένα μέτριο έργο του Μάριο Βάργκας Λιόσα ) μου έδωσε μια ακόμα ιδέα στο πόσο ενορχηστρωμένα κατευθύνει τις υποκριτικές δεινότητες των ηθοποιών που επιλέγει, συν το ότι συνεργάστηκε με ένα εξαίρετο τεχνικό επιτελείο που προσέδωσε μια φαντασιακή δίνη στο έργο. Στο «Κίεβο» διατηρεί την ίδια υποκριτική ομάδα με το Chunga προσθέτοντας τη Φιλαρέτη Κομνηνού σαν αντίβαρο της Καριοφυλλιάς Καραμπέτη, σε ένα διπλό ρεπερτόριο πρωταγωνιστικού ρόλου ανάλογα με τη μέρα επιλογής του κοινού. Στην παράσταση που παρακολούθησα τον ρόλο της Έϊρεν ερμήνευσε η Κομνηνού. Αυτό που γυροφέρνει στο νου είναι πως η Σκότη μεταφέρει το κοινό στα σύνορα της δράσης που εκτυλίσσεται, όπου το σκηνικό περιβάλλον κραδαίνει και αναβράζει από τις επερχόμενες αποκαλύψεις του έργου. Η δυσλειτουργική οικογένεια ( γιός σε αναπηρική καρέκλα, κόρη βουτηγμένη στη μορφίνη, πατέρας νεκρός και μητέρα σε κρίση ) δε θα πάει ποτέ στον παράδεισο και το επίγειο καθαρτήριο είναι παρόν στα μάτια μας με τη δεσπόζουσα μορφή του θείου – πατριάρχη που θεωρητικά έχει σώσει την οικογένεια από τη «διάλυση». Ο Μπλάνκο σίγουρα έχει καταφέρει στο πρώτο μισό να φανερώσει μια Τσεχωφική πρόθεση γεγονότων, ενδυναμώνοντας τη φιγούρα της μητέρας και η Κομνηνού το εκμεταλλεύεται δεόντως, πολλές φορές μάλιστα υπερσκελίζοντας τις υπόλοιπες ερμηνείες, ίσως ένα από τα λίγα μειονεκτήματα της παράστασης, μιας κι είναι αναπόφευκτο κομμάτι του γραπτού κειμένου. Η Κομνηνού παρά ταύτα κινείται σοφά μεταξύ τρέλας και λογικής δίνοντας έτσι τη φαρσική διάσταση του δράματος του Μπλάνκο, δηλαδή μία ακόμα (και το λέω με κάπως μονότονη διάθεση ) παραβολή πάνω στο Λατινοαμερικάνικο παρελθόν δικτατοριών και μιλιταριστικών συγκυριών. Η αριστοκρατικότητά της συνοδεύεται από τον θείο Έσβαλντ ( αρκούντως απειλητικός και ζοφερός ο Στάθης Σταμουλακάτος ) όπου μέσα στην πορεία της παράστασης θα πραγματοποιήσει τους σκοπούς του, παρουσιάζοντας και τις σκοτεινές του πτυχές με αφορμή την πισίνα του σπιτιού ( όπου μάλιστα πέθανε ο μικρότερος γιός σε αυτήν ) και του ρόλου που διαδραματιζόταν. Σ’ αυτό θα έρθει ως καταλύτης ο πάντα υποβλητικός Δημήτρης Λάλος, εδώ σε έναν μικρό σε βάθος αλλά ερμηνευτικά επιδέξιο ρόλο του πρώην δασκάλου της περιοχής με «βασανισμένα» μυστικά του πρόσφατου παρελθόντος. Αρκετά «τροφαντό» γεύμα, δε νομίζετε; Το κείμενο του Μπλάνκο δεν το είδα επίκαιρο ή έστω αλληγορικό, όσο κι’ αν η τραγική κατάληξη της Ουκρανικής πρωτεύουσας στην υπόθεση ( «ξύπνησε μια πόλη νεκρή» διαβάζει ο θείος στην εφημερίδα, όπου υποτίθεται δε γνωρίζει κανείς το πώς και το γιατί ) αποτελεί παράρτημα του μαγικού ρεαλισμού που ο Μπλάνκο και διάφοροι συγγραφείς της Νότιας Αμερικής είναι κρίκοι του. Προς το τέλος του έργου, έχοντας πια αποβάλλει το Τσεχωφικό του περιεχόμενο, ο Μπλάνκο αναμετριέται με το αν χρειάζεται να μπει ένα τέλμα στις αμαρτίες ή το κακό που γοητεύει θα καταπλακώσει τους ήρωες, μαζί και την πονόψυχη πρωταγωνίστρια. Άφθονα θραύσματα και στην τελική, είναι η ατμόσφαιρα της απόδοσης που ξεδιαλύνει την άνιση γραφή του Ουρουγουανού, αφού το ιστορικά πλασμένο φιξιόν πεδίο, συν η μεταφορά από το δράμα στην ονειρο-φαντασία, δεν αρκούν για να πείσουν ότι βλέπουμε μια μεγαλοπρεπή τραγωδία. Η Σκότη μεταμόρφωσε δεξιοτεχνικά το έργο από μείγμα κλασσικού θεατρικού ρεπερτορίου σε φόρτιση συναισθημάτων, δίνοντας έτσι σε μας τους θεατές ένα ομαλό ξεκίνημα και σε συνεργασία με τις φωτιστικές πινιλιές του Σάκη Μπιρμπίλη και την έξυπνη διαχείριση του χώρου του Γιώργου Χατζηνικολάου ( με την πισίνα στον τοίχο του θεατρικού σκηνικού), η απελπισία κλιμακώνεται διαρκώς, μέχρι και τις τελευταίες σκηνές. Οι ενστάσεις μου πάνω στη μορφολογία του θεατρικού κειμένου δε σχετίζονται με τη σκηνοθετική διαύγεια, πόσο μάλλον με την κοπιώδη μετάφραση των Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και Δημήτρη Ψαρρά. Ανιχνεύω επίσης δύο ερμηνευτικές εκπλήξεις στα βλέμματα και την πειστικότητα των Ηλιάννα Μαυρομάτη και Γιάννη Λεάκου, που υποδύονται τα παιδιά της Έϊρεν. Σίγουρα η δραματουργία που επιτεύχθηκε έρχεται να απομακρύνει τα παράπονά μου για το περιεχόμενο του κειμένου. Ίσως βέβαια ένα τέτοιο έργο να μην είναι… ταιριαστό με το τωρινό σκέλος της ελληνικής κοινωνίας και θεατρικής κοινότητας ( κάτι που χρειάζεται επειγόντως το Επι Κολωνώ να τονώσει με τις επόμενες δουλειές του), όμως θεωρώ πως οι συντελεστές φρόντισαν στο να υπάρξει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα κι αμφιβολία παράλληλα με τον άψογο επαγγελματισμό τους. Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ, Δημήτρης Ψαρράς Διασκευή/Δραματουργική επεξεργασία: ΓιώργοςΧατζηνικολάου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ελένη Σκότη, Δάφνη Λαρούνη Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη σε συνεργασία με την Δάφνη Λαρούνη Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης Video: Μιχάλης Κλουκίνας Μουσική, Sound design: Μάριος Στρόφαλης Βοηθός Sound designing: Πάνος Κουκουρουβλής Φωτογραφίες: Δημήτρης Στουπάκης Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Χατζηνικολάου Παίζουν: Έϊρεν (εναλλασσόμενη διανομή): Καρυοφυλλιά Καραμπέτη & Φιλαρέτη Κομνηνού Τάβιο: Δημήτρης Λάλος Έσβαλντ: Στάθης Σταμουλακάτος Δάφνη: Ηλιάνα Μαυρομάτη Άλντεν: Γιάννης Λεάκος (Κεντρική Σκηνή) Ναυπλίου 12 Κολωνός Πρώτη παράσταση: Σαββάτο 6 Οκτωβρίου 2012 Τελευταία παράσταση: Κυριακή 28 Απριλίου 2013 Παραστάσεις: Τετάρτη έως Σάββατο 21:15 & Κυριακή 19.15 Σάββατο απογευματινή 18:15 Διάρκεια παράστασης: 110 λεπτά Τιμές εισιτηρίων: Κάθε Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή 18 € κανονικό,10 € φοιτητικό. Κάθε Πέμπτη & Σάββατο απόγευμα 16 € κανονικό, 10 € φοιτητικό. Η Φιλαρέτη Κομνηνού κι η Καρυοφυλιά Καραμπέτη συμμετέχουν στην παράσταση «Κίεβο» ερμηνεύοντας τον ίδιο ρόλο σε διαφορετικές ημέρες και ώρες της εβδομάδας. Το κοινό μπορεί να πληροφορείται ποια από τις δύο ηθοποιούς θα υποδύεται τον ρόλο σε συγκεκριμένη παράσταση από την
|