Σχετικά άρθρα
Ο ΛΑΜΠΡΟΣ, ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΑΡ. 12 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τετάρτη, 04 Ιούλιος 2012 19:12 |
Ο Λάμπρος, Ζακύνθου αρ. 12
Διονύσιος Σολωμός Το ποίημα του Σολωμού που έμελλε να παραμείνει ανολοκλήρωτο ξεκινάει με ένα, αβάσταχτης μαγείας, δίστιχο: «Εκειός που ακούει και τη δροσιά που στάει, βλέπει τα βάσανά μου και βογκάει». Στην παράσταση της Σύλβιας Λιούλιου, ο θεατής παίρνει τη θέση αυτού του ακροατή και θεατή των αοράτων και των ανήκουστων. Σαν τον ήχο της δροσιάς που σταλάζει, σταλάζει κι ο λόγος των δύο ικανότατων ηθοποιών της, οι οποίοι μετακινούνται αργά πάνω σε τραπέζια μέσα σ’ έναν αχανή χώρο με ένα μόνο μικρό παράθυρο στο βάθος απ’ όπου βλέπεις τα φωτισμένα κλαριά των δέντρων. Οι λεπτές εσωτερικές αποχρώσεις που υποβάλλουν το τρικυμισμένο εσωτερικό τοπίο του αδίστακτου πολεμιστή και ακαταμάχητου εραστή, του Λάμπρου και της ανύμφευτης μητέρας, της Μαρίας, κυλούν αβίαστα από το στόμα των ηθοποιών χωρίς την παραμικρή προσπάθεια υπερτονισμού ή ερμηνευτικού εφέ. Ανάμεσα στις φράσεις, αιωρούνται σαν από έναν άλλο κόσμο οι νοσταλγικές νότες των τραγουδιών και της μουσικής, της Λένας Πλάτωνος. Οι ατμόσφαιρες που δημιουργούνται από τους κοφτούς, δωρικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ συνταιριάζονται στην εντέλεια με τις μικρές αλλά χαρακτηριστικές μεταπτώσεις του λόγου και της κίνησης. Μια παράξενη και βαθιά συγκινητική, μυητική διαδικασία σε διαρκή εξέλιξη, οδηγεί σιγά-σιγά σαν αρχαίο τελετουργικό τον θεατή στην καρδιά των γεγονότων και στην κορύφωση των συναισθημάτων. Η ρήξη με την καθάρια τάξη των πραγμάτων για ζωντανούς και νεκρούς καθαιρείται ωσάν να ήταν οι αποτρόπαιες και βλάσφημες πράξεις η νέα τάξις, η νέα εκδοχή δημιουργίας, η κοφτερή, ανατρεπτική αναγέννηση του παράδοξου και του απαγορευμένου του οποίου το τίμημα γεννά μια δύναμη φωτός, πιο ισχυρή απ’ αυτήν της νομοτέλειας. Όλα όμως συμβαίνουν ανάμεσα στο ψιθύρισμα και την έκρηξη, χωρίς σκηνοθετικά πυροτεχνήματα και χωρίς ούτε για μία στιγμή να διασπάται η προσοχή από τον κυρίαρχο, τον αυτοκράτορα λόγο. Η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο διαγράφονται αδρά, ορίζοντας τον περιβάλλοντα χώρο ως ναό, φυλακή, εργοστάσιο ιδεών και ταυτόχρονα ρημαγμένο εσωτερικό τοπίο που έχει οριστικά απογυμνωθεί από την σύνεση και την συγκατάβαση. Το οδοιπορικό των δύο ηθοποιών στο μεταίχμιο ανάμεσα στη γη και την οροφή, ανάμεσα στην προσέγγιση και την απομάκρυνση, ανάμεσα στην κίνηση και την ακινησία δημιουργεί ένα νέο ποίημα της εικόνας σε αναλογία με το δραματουργικό υλικό. Οι συλλαβισμοί κι οι απαγγελίες ενσωματώνονται στην εκφορά του λόγου, ανασύροντας μνήμες από τις πολλαπλές αποδόσεις του, ευτελείς ή σεβαστικές. Η παράσταση καταλήγει κλίνοντας προς τον ποιητή και την παντοδύναμη κυριαρχία των μαγικών του στίχων. Η Λιούλιου αξιοποίησε τον λόγο χωρίς να τον εμβολίσει με αιχμηρά στολίσματα και δημιούργησε ένα τελετουργικό συμβάν το οποίο θα μπορούσε να ορίσει ένα μέτρο για την απόδοσή του. Οι άπειρες λεπτομέρειες παίχτηκαν στις αποχρώσεις των αντιστικτικών ερμηνειών, χωρίς την παραμικρή απόπειρα ταύτισης των ηθοποιών με τα πρόσωπα. Μια χαμηλόφωνη, σεμνή κι ευσεβής προσέγγιση, σ’ ένα ποιητικό έργο που αναδεικνύει τις διαχρονικές αρετές του χωρίς ποτέ να ουρλιάζει τις υποβόσκουσες προθέσεις του. Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου Δραματουργία: Νίκος Παναγιωτόπουλος Εικαστική σύλληψη: Άγγελος Μέντης Μουσική: Λένα Πλάτωνος Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ Επιμέλεια κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου Βοηθός σκηνοθέτη: Θεανώ Βασιλείου Παίζουν: Έλενα Τοπαλίδου Μιλτιάδης Φιορέντζης
3-4 Ιουλίου στις 21:00
Διάρκεια: 1 ώρα περίπου Τιμές εισιτηρίων 20€ |