Σχετικά άρθρα
ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 24 Σεπτέμβριος 2011 14:13 |
Ηρακλής μαινόμενος του Ευριπίδη Μια ομάδα ανθρώπων κουρασμένων, κατατρεγμένων ίσως, ηθοποιών, ταξιδευτών ή προσφύγων, με κινήσεις που υποδηλώνουν το βάρος εμπειριών ακατανόμαστων, εισέρχονται τελετουργικά στο θέατρο όπου ένα δενδρύλλιο υπονοεί την ύπαρξη και την κατακρεούργηση μαζί της ζωής, για να διηγηθούν την ιστορία τους. Μικρόφωνα ενισχύουν τους ψιθύρους κι αποδυναμώνουν τις κραυγές, ντύνοντας το τραγικό με τα κουρέλια μιας υποβαθμισμένης καθημερινότητας. Ο χορός, ομάδα γέρων και νέων που υποστηρίζουν τους πρώτους, σωματικά, εμποδίζοντας την κατάρρευσή τους, περιδιαβαίνει από φράση σε φράση στο κείμενο του Ευριπίδη, αγγίζει τον λόγο ή τον φτύνει, τον συναρμόζει με φράσεις άλλες, αναγνωρίσιμες ή όχι, δίνοντας μας την δυσώδη εικόνα ενός κόσμου στον οποίο βασιλεύει ο Λύκος, σύμβολο πολιτικής φθοράς, ηθικής αποσύνθεσης, αισχροκέρδειας, παρακμής κι απανθρωπιάς. Αποφασισμένος να σκοτώσει τον πατέρα, την γυναίκα και τα παιδιά του Ηρακλή, ο βασιλιάς δεν αποθαρρύνεται από την πιθανότητα να επιστρέψει ο Ηρακλής αφού οι φήμες τον θέλουν χαμένο στα σκοτάδια του Άδη όπου έχει πάει για να συλλάβει τον κέρβερο, εκτελώντας έναν ακόμα άθλο. Όμως ο ήρωας απρόσμενα θα επιστρέψει και θα σκοτώσει τον Λύκο. Επιστρέφει καταπονημένος, χωρίς κανένα μεγαλείο, σαν να έχει μέσα του σταλάξει ο κάτω κόσμος λίγο από το έρεβός του, όχι πια ένας γιος θεού αλλά ένα απομεινάρι ανθρώπου, ένας ήρωας χωρίς έρμα. Η γιορτή για την σωτηρία δεν κρατάει πολύ. Η Ίριδα κι η Λύσσα αναμετριούνται ανακοινώνοντας στο κοινό την δαιμόνια πρόθεση της Ήρας για τον εξώγαμο γιο του άντρα της. Η παράβαση με την σκηνή φωτισμένη περιμετρικά από τον Thomas Walgrave, ερμηνεύεται έντονα στυλιζαρισμένη με κυρίαρχο το στοιχείο των φωνητικών παραλλαγών κι αυξομειώσεων να εκπέμπει το μεταφυσικό και το μοιραίο σε ίσες δόσεις. Λίγο αργότερα ο άγγελος έρχεται να ανακοινώσει το αδιανόητο. Ο ήρωας μέσα στη μήνη του έχει διαπράξει το ακραίο έγκλημα σκοτώνοντας την οικογένειά του. Καταρρακωμένος θα θελήσει και την δική του αυτοκαταστροφή. Ένας Θησέας, μαυροφόρος, εξ ίσου κουρασμένος, ανθρώπινος αλλά κι απόμακρος μαζί, έρχεται να τον συνδράμει ανταποδίδοντας ευεργεσία και τον παίρνει, παραδομένο κομμάτι πληγωμένης σάρκας, μαζί του, στην Αθήνα. Ο εξωτερικός εχθρός έχει αντικατασταθεί από τον εσωτερικό, την τρέλα, την μανία κι οι θεοί-πρότυπα, αντί να απονέμουν δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον ερεβώδη κόσμο, ικανοποιούν απλά την ανάγκη τους για φτηνή εκδίκηση, σκορπίζοντας χάος στο χάος και καταλύοντας κάθε έννοια δικαίου και τάξης. Το συλλογικό υποσυνείδητο καταγράφει την εικόνα ενός κόσμου που υπονομεύεται όχι από την κακοδιαχείρισή του αλλά από την ενδότερη φύση του με την οποία δεν μπορεί να αναμετρηθεί ακόμα κι αν εκπροσωπείται από την τελειότερη εκδοχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Η δραματουργική επεξεργασία ήταν δίκοπο μαχαίρι. Μεταμόρφωσε τον Ευριπίδειο λόγο που από μόνος του νομίζω είναι και αρκετά δυνατός και σοφά δομημένος ειδικά στο συγκεκριμένο έργο, σε μια πιο έκρυθμη εκδοχή του αλλά ταυτόχρονα τον προσγείωσε σε μια σχεδόν σύγχρονη αν και νοσταλγική πραγματικότητα η οποία φάνταζε σπαρακτικά ρεαλιστική και συγκινησιακά φορτισμένη από οικεία δεινά. Μήπως όμως, ο τραγικός λόγος δεν είναι το κατάλληλο υλικό για μια τέτοια προσέγγιση αφού και ως δομή και ως λειτουργία έχει σαν στόχο του την αφύπνιση δι’ ελέου και φόβου του θεατή κι όχι την άμεση συναισθηματική του ταύτιση με τους ήρωες; Κι επίσης μήπως, κι εδώ αναφέρομαι και στην σκηνοθετική γραμμή, η διαχρονικότητα της τραγωδίας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι τηρεί συγκεκριμένους κώδικες που την αποστασιοποιούν από την καθημερινότητα, προσδίδοντάς της χαρακτήρα, ήθος και ποιότητα εκτός χωροχρονικών ορίων; Η μουσική, εξαίσια και θαυμάσια ερμηνευμένη, υπονόμευσε τον τρόμο εξανθρωπίζοντας το ακραίο και ενδυνάμωσε την σκηνοθετική γραμμή χωρίς να υποταχτεί απόλυτα στο πνεύμα της. Οι φωτισμοί δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού αλλά επίσης επέτειναν και το μεταφυσικό στοιχείο και την αίσθηση φθοράς κι αποσυντονισμού της σκηνοθετικής οπτικής. Αναγνωρίσιμες αλλά ενδιαφέρουσες οι κινησιολογικές εμμονές του Ρήγου, τροφοδότησαν την δράση με στοιχεία που ενδυνάμωναν τις σημασιολογικές αρετές της παράστασης. Η Καραμπέτη ερμήνευσε την Μεγάρα με συγκρατημένες ανάσες και πνιχτές, εσωτερικευμένες κραυγές αγωνίας σαν να ήταν ήδη εν γνώσει της, έκθετη όχι μόνο στον εχθρικό περίγυρο αλλά και στον υπονομευμένο οικογενειακό κλοιό. Ο Καραθάνος ενσάρκωσε έναν Ηρακλή, βαθιά καταπονημένο, εξ ίσου έκθετο στον θρίαμβο, στη νίκη και στην ήττα με διασαλευμένες τις ψυχικές και σωματικές του δυναμικές, έναν παρακμιακό υπερήρωα που γίνεται έρμαιο των ίδιων των γενεσιουργών πλεονασμάτων του. Ο Αμφιτρύων του Μηνά Χατζησσάβα εμβολίζεται από μια νοσταλγική αίσθηση αφήγησης κι από την μαγευτική υπόνοια της ενδότερης επίγνωσης η οποία αναπόφευκτα πληγώνει κι ανενδοίαστα αποκαλύπτει. Ενδιαφέρων ο χορός με κορυφαίο τον παλαίμαχο Βογιατζή, πλαισιώνει αρχικά, για να περικλείσει εν τέλει ερμητικά, την δράση. Η παράσταση παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 5 και 6 Αυγούστου
Δραματολόγος: Έλενα Καρακούλη B' Βοηθός σκηνοθέτη: Ξένια Θεμελή
Παίζουν: Χάρης Τσιτσάκης Γιώργος Μπινιάρης Γιώργος Ζιόβας Αργύρης Πανταζάρας Γιάννης Παπαδόπουλος Προκόπης Αγαθοκλέους Αλέξανδρος Μαυρόπουλος Κώστας Κοράκης Kωνσταντίνος Ασπιώτης Γιούλα Μπούνταλη Δημήτρης Μακαλιάς Ντένης Μακρής
|