Σχετικά άρθρα
ΚΑΒΑΛΕΡΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΑΤΣΟΙ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Πέμπτη, 02 Ιούνιος 2011 21:16 |
«Καβαλερία Ρουστικάνα» Σε λιμπρέτο των Τζιοβάννι Ταρτζιόνι-Τοτζέττι και Γκουίντο Μενάσι βασισμένο στο θεατρικό έργο του Τζιοβάννι Βέργκα και μουσική του Πιέτρο Μασκάνι «Οι Παλιάτσοι» σε λιμπρέτο και μουσική του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο Με την μονόπρακτη Αγροτική Ιπποσύνη και τους δίπρακτους Παλιάτσους, δύο όπερες κοινής κατεύθυνσης και αισθητικής ενταγμένες στην ίδια παράσταση με μικρό διάλλειμα ανάμεσά τους, ανοίγει χορταστικά η Εθνική Λυρική Σκηνή την αυλαία στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Καβαλερία Ρουστικάνα – (Αγροτική Ιπποσύνη) Hanno ammazzato compare Turiddu Το ιστορικό Το 1888, ένας νεαρός και άγνωστος ακόμα συνθέτης, γεννημένος το 1863, που είχε ήδη γράψει μόνο μια οπερέτα, παρακολούθησε το δράμα του Βέργκα «Αγροτική Ιπποσύνη» και σκέφτηκε πως θα μπορούσε να μετατραπεί σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον λιμπρέτο. Ο εκδότης Εντοάρντο Σοντσόνιο διοργανώνει διαγωνισμό μονόπρακτης όπερας κι ο Μασκάνι ξεκινάει έναν αγώνα δρόμου για να προλάβει να ετοιμάσει την όπερα που θα τον έκανε διάσημο. Ανάμεσα στα τρία έργα που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό ήταν κι η Καβαλερία Ρουστικάνα η οποία κέρδισε τη θέση της στην ιστορία της όπερας ενώ οι δύο άλλες όπερες, του Σπινέλλι και του Φερράρι, έχουν πια ξεχαστεί. Στις 17 Μαΐου του 1890 το μελόδραμα που είχε ήδη αγαπηθεί από τους συντελεστές του, απέδειξε και τον λαοφιλή χαρακτήρα του, καθώς αποθεώθηκε από το κοινό. Έτσι ο νεαρός συνθέτης εισαγάγει στην Ιταλική λυρική σκηνή το αισθητικό ρεύμα του βερισμού, επηρεασμένος από τον Βέρντι ο οποίος ήδη είχε περάσει από τα απαρχαιωμένα θέματα που αφορούσαν τα κατορθώματα και τα πάθη αρχαίων βασιλιάδων, σε ιστορίες που συνέβαιναν σε ρεαλιστικό και σύγχρονο πλαίσιο, με ήρωες απλούς λαϊκούς ανθρώπους ακόμα και πρόσωπα του περιθωρίου των οποίων τα πάθη κι οι αγωνίες ταυτίζονταν με τις ανάλογες περιπέτειες των θεατών. Κυρίαρχα το ερωτικό πάθος, ο διονυσιακός αισθησιασμός και τα νεογέννητα για τους επαρχιώτες και τους εκπροσώπους των χαμηλών κοινωνικών τάξεων, συναισθήματα τα οποία θεωρούταν ως τότε, πως αποτελούν χαρακτηριστικά των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Η Καβαλερία Ρουστικάνα ωστόσο δεν προτείνει μια νέα οπερετική φόρμα και παραμένει πιστή στα κλασσικά πρότυπα του είδους, εκείνης της εποχής. Η πρωτοποριακή της φύση έγκειται στο θέμα και την καταγωγή των ηρώων κι όχι στην ενορχήστρωση και στην διαχείριση των μουσικών μερών, εξαιρώντας ίσως την σισιλιάνα του Τουρίντου στο πρελούδιο, η οποία βασίζεται σ’ ένα λαϊκό τραγουδάκι του Νότου. Ξεχωρίζω το χορωδιακό «Οι πορτοκαλιές ευωδιάζουν», έναν ύμνο για την ανάσταση της φύσης ιδιαίτερα λυρικό, τον υπέροχο διάλογο της Σαντούτσα με τον άπιστο Τουρίντου, μελωδικό και δυναμικό ταυτόχρονα που εκφράζει με γλαφυρότητα, ένα αχαλίνωτο πάθος ικανό για τα καλύτερα αλλά και για τα χειρότερα, το μελωδικότατο κι αγαπημένο ορχηστρικό ιντερλούδιο που δημιουργεί την γέφυρα ανάμεσα στις δράσεις και τον μονόλογο του Τουρίντου προς την μητέρα του, γεμάτο από τα σκοτεινά προαισθήματα του επικείμενου θανάτου του τελειώνοντας με ένα βαθιά συγκινητικό λυρικό ξέσπασμα, έναν αποχαιρετισμό στη ζωή, που πάλλεται γύρω του εν μέσω άνοιξης και που αυτός πρόκειται να χάσει. Ακολουθεί το ουρλιαχτό της γυναίκας που βρίσκει τον ήρωα νεκρό κι η όπερα τελειώνει μ’ ένα σύντομο, βαθύ ορχηστικό ξέσπασμα, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο ή θρήνο, αφήνοντας στη σκηνή την Σαντούτσα λιπόθυμη, την μητέρα να σωριάζεται στην αγκαλιά δύο φιλενάδων της και το πλήθος παγωμένο, βουβό κι ακίνητο να περνάει από την ηλιόλουστη ελαφράδα της γιορτής, στο σκοτάδι του πένθους. Η όπερα ήταν κι η μόνη ανάμεσα στις δεκαεπτά του συνόλου του έργου του, που χάρισε επιτυχία στον συνθέτη της και μαζί με τον «Φίλο Φριτς» (L’ amico Fritz) γραμμένο το 1891, εξακολουθεί να διανθίζει τα σύγχρονα ρεπερτόρια των μουσικών σκηνών. Οι αποτυχίες που ακολούθησαν τον οδηγούσαν συχνά στην απραξία και η συνεργασία του με το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, του οποίου υπήρξε αρχιμουσικός προκάλεσε την αντιπάθεια του κοινού. Πέθανε το 1945, αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία των θεατών του που είχαν πια στρέψει το ενδιαφέρον τους προς τον πληθωρικό, ταλαντούχο και πολλά υποσχόμενο Τζιάκομο Πουτσίνι. Η υπόθεση Το έργο εκτυλίσσεται κάπου στο τέλος του δέκατου-ένατου αιώνα, άνοιξη, ανήμερα της γιορτής του Πάσχα, στην πλατεία ενός Σισιλιάνικου χωριού, έξω από την εκκλησία αλλά και την ταβέρνα, τους δύο πόλους έλξης του κόσμου εκείνη τη γιορταστική μέρα. Ο Τουρίντου τελειώνοντας την στρατιωτική του θητεία, έχει επιστρέψει στο χωριό για να διαπιστώσει πως η αγαπημένη του Λόλα είναι παντρεμένη με έναν άλλο άντρα, τον πραματευτή Άλφιο. Στρέφεται τότε προς την Σαντούτσα για παρηγοριά κι εκείνη τον ερωτεύεται τόσο παράφορα ώστε να δεχτεί να ολοκληρώσει την ερωτική της σχέση μαζί του πριν από το γάμο, καταλήγοντας αφορεσμένη. Όμως το παλιό πάθος σιγοκαίει μέσα του και την ημέρα του Πάσχα μάταια η ερωμένη του τον αναζητάει αφού εκείνος συναντιέται κρυφά με την Λόλα λέγοντας ψέματα πως έχει φύγει στην γειτονική πόλη προς αναζήτηση κρασιού. Ενώ το πλήθος γιορτάζει την ανάσταση και τον ερχομό της άνοιξης που διατρέχει τα κορμιά με ηδονικές ανατριχίλες και φουσκώνει τις καρδιές με ερωτική συγκίνηση, η Σαντούτσα γεμάτη αγωνία προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες από την μητέρα του Τουρίντου, την Μάμα-Λουτσία για το που βρίσκεται ο άπιστος γιος της. Λίγο αργότερα κι ενώ ο κόσμος παρακολουθεί τη λειτουργία, καυγάς ξεσπάει ανάμεσα στο ζευγάρι που τον κάνει ακόμα πιο επώδυνο, ο ερχομός της Λόλας. Είναι ολοφάνερο πως ο εξαγριωμένος Τουρίντου νοιώθει ενοχές που ανταποδίδει με άρνηση στην Σαντούτσα την ανυπόκριτη αγάπη της και το φλογερό, ανεξέλεγκτο πάθος της. Θα φανεί αυτό ακόμα πιο καθαρά όταν μιλώντας στον ανταγωνιστή του, τον Άλφιο του εξομολογείται πως δεν φοβάται τον θάνατο αλλά λυπάται την γυναίκα που αποπλάνησε και που θα μείνει ολομόναχη και δακτυλοδεικτούμενη, αν αυτός χαθεί. Επίσης στην σκηνή που αποχαιρετάει τη μητέρα του, το μόνο που της ζητάει είναι να προσέχει την Σαντούτσα, αν αυτός πάθει κάτι. Όμως το παλιό του πάθος για τον πρώτο και καθοριστικό έρωτά του την άστατη και πολύ όμορφη Λόλα, αποδεικνύεται ισχυρότερο κι απ’ την αγάπη κι από την ίδια τη ζωή, κάτι που υπάρχει κι ως προμήνυμα στο πρώτο του τραγούδι όταν εξυμνώντας την Λόλα λέει πως το κατώφλι της μυρίζει αίμα αλλά δεν θα τον ένοιαζε να πεθάνει εκεί. Η Σαντούτσα δεν αντέχει ούτε την άρνησή του, ούτε την ταπείνωσή της εξ αιτίας του. Η διάθεσή της για εκδίκηση, ίσως κι η επιθυμία της να τον φέρει πίσω έστω και παρά την θέλησή του, την σπρώχνει στην προδοσία. Μιλάει στον Άλφιο για τον παράνομο δεσμό του εραστή της με την γυναίκα του κι εκείνος στα πλαίσια της ιπποσύνης καλεί τον ερωτικό του αντίζηλο σε μονομαχία σύμφωνα με τα σισιλιάνικα έθιμα. Ο Τουρίντου αν και καλός στο μαχαίρι, προαισθάνεται το θάνατο του. Ίσως και μέσα στο μεθύσι του, το ερωτικό αλλά κι απ’ το πολύ κρασί, να σκέφτεται πως ο θάνατος του αξίζει γιατί στο όνομα της δικής του επιθυμίας πρόδωσε τη ζωή και την τιμή δύο άλλων ανθρώπων. «Κυρ Άλφιο, την ενοχή μου την γνωρίζω...» λέει. Ήσυχα, για να μην την τρομάξει, αποχαιρετάει τη μητέρα του. Βγαίνει από την ταβέρνα για να συναντήσει τον αντίπαλό του τη στιγμή που η μητέρα καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά και προσπαθεί να τον σταματήσει. Για τον θάνατό του που δεν θα τον δούμε, θα μάθουμε από μια γυναίκα που μπαίνει στη σκηνή ουρλιάζοντας «Hanno ammazzato compare Turiddu» , σκοτώσαν τον Τουρίντου. Μ’ έναν βαρύ μουσικό λυγμό της ορχήστρας και μέσα στη σιωπή του παγωμένου πλήθους, η ιστορία τελειώνει. Η παράσταση Σ’ ένα αρκετά διαφοροποιημένο από τα συνηθισμένα, σκηνικό που ενισχύει μάλλον την έννοια της βουκολικότητας αφού πρόκειται για έναν βραχώδη ελαιώνα, εξελίσσεται όλη η δράση του έργου. Οι κάτοικοι του χωριού παρασύρονται σε βακχικές περιπτύξεις όταν δεν τα καταφέρνουν πια να σταθούν όρθιοι στο κατωφερές κι ανώμαλο λαγκάδι. Την ώρα που οι χωρικοί εξυμνούν την ανάσταση του Κυρίου, εκείνος (δηλαδή ο Κύριος) φορτωμένος με το σταυρό και συνοδευόμενος από ρωμαίους στρατιώτες, σαν να έχει ξεπηδήσει από εικόνα του κατηχητικού, διασχίζει τη σκηνή στο βάθος. Μάλλον ως υπόμνηση της συμφοράς που περιμένει τον ήρωα ή της ματαιότητας της ανάστασής Του αφού ο θάνατος καιροφυλακτεί ύπουλα ακόμα κι όταν εμείς γιορτάζουμε την αιώνια ζωή. Όλοι, χωρικοί, παιδιά, παπάδες είναι βουτηγμένοι στα μαύρα σαν μανιάτισσες μοιρολογίστρες, προμηνύοντας ίσως έτσι το πένθος για το θάνατο του άπιστου και το μόνο χρώμα που εμφανίζεται στη σκηνή, εξαιρώντας το κόκκινο ρούχο ενός παπαδοπαιδιού είναι τα χρωματιστά καπέλα που αποτελούν την πραμάτεια του κυρ Άλφιο. Συμπαθητικά μέτρια, η απόδοση των τραγουδιστών κάτι που μπορεί να έχει κάποια σχέση και με την κακή ακουστική του Ηρωδείου, εξαιρώντας την Μαυροπούλου, στο ρόλο της Σαντούτσα η οποία έχει καλές στιγμές. Επίσης ολότελα αταίριαστος ο σωματότυπος των πρωταγωνιστών στους ρόλους που υποδύονται, μας θύμισε παλαιότερες στιγμές του λυρικού θεάτρου οι οποίες ταύτισαν εντός μας εύσαρκους και δυσκίνητους ερμηνευτές με ρομαντικές, εύθραυστες ηρωίδες και γενναίους, ευέλικτους ιππότες. Εξαιρετική η ορχήστρα και μοναδική η νευρώδης διεύθυνση του Καρυτινού κι η ανεξάντλητη ενέργειά του που έδωσε στο όλο εγχείρημα μια θαυμάσια αίσθηση ρυθμού και βαθιά αισθαντικότητα. Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός Σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Βικ Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο Διεύθυνση χορωδίας: Νίκος Βασιλείου Σαντούτσα: Χαρίκλεια Μαυροπούλου (1, 3, 4, 5 / 6) Λόλα: Ειρήνη Καράγιαννη (1,4 /6), Γεωργία Ηλιοπούλου (3, 5 / 6) Τουρίντου: Μπόικο Ζβέτανοβ (1,4 /6), Βαγγέλης Χατζησίμος (3, 5 / 6) Άλφιο: Δημήτρης Πλατανιάς (1,4 /6), Κάρλος Αλμαγκέρ (3, 5 / 6) Λουτσία: Μαρία Βλαχοπούλου(1, 3, 4, 5 /6) Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
«Οι παλιάτσοι» Ridi Pagliaccio Το ιστορικό Πρόκειται για το πρώτο και μοναδικό σημαντικό έργο του Ρουτζέρο Λεονκαβάλλο ο οποίος απόλαυσε μια μποέμικη ζωή, τριγυρνώντας στα καφέ και εξοικονομώντας τα προς το «ζειν» ως πιανίστας. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του, τον ήθελαν δημιουργό Αναγεννησιακού έπους κατά τα Βαγκνερικά πρότυπα. Αφού δεν τα κατάφερε με την τριλογία του «Λυκαυγές» (πιθανώς κατά το «Λυκόφως των θεών» του Βάγκνερ) να βρει χρηματοδότη αποφάσισε να ασχοληθεί με μια ιστορία κατά τα πρότυπα του Βερισμού η οποία να μιλάει για απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους, για τα πάθη τους, τους έρωτές τους και τις εκδικήσεις τους. Πήρε μέρος στο διαγωνισμό που οργάνωσε ο εκδοτικός οίκος Σοντσόνιο με ένα έργο εμπνευσμένο από πραγματικό έγκλημα πάθους στο οποίο ο πατέρας του, ήταν δικαστής. Έχοντας σπουδάσει και φιλολογία στη Μπολόνια, ανέλαβε επίσης χρέη λιμπρετίστα και εκεί πραγματικά απέδωσε περίφημα. Μια ιστορία «όπερα μέσα στην όπερα» όπου στη σκηνή ολοκληρώνεται το δράμα της ζωής, πραγματικά ενδιαφέρουσα και συγκινητική η οποία και πάλι αναφέρεται στην εκδίκηση από ζηλοτυπία, με έναν «Πρόλογο» να αναλύει τα κίνητρα του συγγραφέα στο κοινό εξηγώντας σαν να ήταν θεωρητικός του βερισμού πως αφού κι εκείνος είναι άνθρωπος, σωστό είναι να γράφει για ανθρώπους. Και συνεχίζει να αναπτύσσει τις ιδέες και τις προθέσεις του με εξαίσιες φράσεις: «Ένας κόσμος από αναμνήσεις που κρατούσε βαθιά μέσα στην ψυχή του, άρχισε μια μέρα να του τραγουδά...». «Και τον ρυθμό, καθώς έγραφε, κρατούσαν οι λυγμοί του... «. «Και σεις πιο πολύ από τα κουρέλια που φοράμε εμείς οι παλιάτσοι, εκτιμήστε τις καρδιές μας αφού άνθρωποι είμαστε με σάρκα και οστά και σ’ αυτόν τον αμαρτωλό τον κόσμο ανασαίνουμε τον ίδιο με σας αγέρα». Στις 21 Μαΐου λοιπόν του 1892, ο Αρτούρο Τοσκανίνι σηκώνει την μπαγκέτα του για να ξεκινήσει μια παράσταση που όταν τέλειωσε οι συντελεστές βγήκαν στη σκηνή δεκαπέντε φορές, αφού ο κόσμος δεν σταματούσε να χειροκροτεί. Ο έρμος συνθέτης μετά την επιτυχία του ανέβασε με υποδειγματική αποτυχία το πρώτο μέρος της τριλογίας του, ενώ λίγο αργότερα επιχείρησε να επαναλάβει το θαύμα, με μια «Μποέμ» την οποία εξαφάνισε ο εφιάλτης όλων των συνθετών εκείνης της εποχής, ο άπιαστος Πουτσίνι με το ομώνυμο έργο του. Παρά τις απόπειρες που συνεχίστηκαν με τέσσερις ακόμα μεγαλεπήβολες όπερες, ο Λεονκαβάλλο θα είχε εξαφανιστεί από το ρεπερτόριο του σύγχρονου λυρικού θεάτρου, χωρίς τους «Παλιάτσους» του. Αυτοί όμως είναι αρκετοί για να τον ευγνωμονούμε που υπήρξε. Εκτός από τον ευρηματικό και συγκινητικό πρόλογο που αλλάζει τα δεδομένα για τον τρόπο με τον οποίο θα καταπιαστούν οι μελλοντικοί συνθέτες όσον αφορά τη θεματολογία τους στην όπερα, αλησμόνητα θα μας μείνουν πολλά από τα μουσικά θέματα και τα σόλο του έργου. Η υποδοχή του θιάσου από τους χωρικούς μέσα σε υπέροχη θριαμβευτική ατμόσφαιρα, η μπαλάντα της Νέντας που τραγουδώντας με τρίλιες, ζηλεύει την ελευθερία των πουλιών συγκρίνοντας τα πετάγματά τους με το ανθρώπινο κυνήγι της χίμαιρας καθώς απολαμβάνει τον ζεστό ήλιο του δεκαπενταύγουστου κι αναθυμάται τα λόγια της μάγισσας μητέρας της, το τρυφερό ερωτικό ντουέτο με τον εραστή της, όπου όλα όσα συμβαίνουν της φαίνονται σαν πύργοι στην άμμο και που τελειώνει με την φράση-ελιξήριο του έρωτα «Ας τα ξεχάσουμε όλα. Φίλησέ με», η σπαρακτική άρια του Κάνιο «Γέλα παλιάτσε» ένα υπέροχο δραματικό διαμάντι, το μελαγχολικό ιντερμέδιο ανάμεσα στις δύο πράξεις που προμηνάει το τραγικό φινάλε κι η είσοδος του κόσμου στην αρχή της δεύτερης πράξης μέσα σ’ ένα αισθησιακό ντελίριο αποτελούν μερικά μόνο από τα κομμάτια που μένουν αλησμόνητα. Η ατμόσφαιρα της «οπερά κομίκ» του προηγούμενου αιώνα μέσα από την παράσταση αναμιγνύεται έντεχνα με το τότε σύγχρονο στοιχείο το οποίο εκφέρει ο θίασος εκτός σκηνής. Όταν η σκηνική πραγματικότητα αναμιγνύεται με την μυθοπλασία, οι κλασσικές αρμονίες συγκρούονται με τις μοντέρνες, προκαλώντας έντονη συγκινησιακή ένταση και προτείνοντας μια πρωτοποριακή διαχείριση των μελωδιών και της ενορχήστρωσης. Το φινάλε είναι και πάλι τρομακτικά άμεσο και λιτό. Ο Κάνιο αφού έχει σφάξει επί σκηνής και την γυναίκα του και τον εραστή της στρέφεται στο παγωμένο πλήθος με μια τελευταία φράση: «La kommedia e finita!». Η κωμωδία τέλειωσε. Η υπόθεση Ο Πρόλογος αφού ολοκληρώνει την ανάλυσή του που είναι ταυτόχρονα μανιφέστο αλλά και ύμνος στην απλότητα και την δυναμική της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, δίνει τη θέση του στο πλήθος το οποίο κατακλύζει γιορταστικό τη σκηνή και του ανακοινώνεται η βραδινή παράσταση. Η όμορφη Νέντα θα υποδυθεί την Κολομπίνα που ερωτεύεται τον Αρλεκίνο και πληγώνει θανάσιμα τον αφοσιωμένο σ’ αυτήν Παλιάτσο. Ένα σχόλιο του κόσμου βγάζει το εκρηκτικό ταπεραμέντο του ηλικιωμένου συζύγου της Νέντα, του Κάνιο στη φόρα κι εκείνη τον ακούει να λέει πως στη σκηνή σαν παλιάτσος θα έτρωγε ίσως και ξύλο από την εραστή της αλλά στη ζωή θα τον σκότωνε γιατί την γυναίκα του δεν θέλει να την αγγίζει κανείς. Καθώς ο κόσμος αποχωρεί, τα νεαρά ζευγάρια προσπαθούν να ξεφύγουν από το αυστηρό βλέμμα των γονέων για να συναντηθούν κάπου κρυφά και να επιδοθούν σε παράνομες περιπτύξεις. Η Νέντα μένοντας μόνη, ανησυχεί γιατί νοιώθει πως ο εραστής της ο Σίλβιο κι αυτή κινδυνεύουν από την ζηλότυπη και σκληρή φύση του άντρα της. Ο καμπούρης κι άσχημος Τόνιο (συνήθως αυτός αναλαμβάνει και τον Πρόλογο) την ακούει να τραγουδάει ενθουσιασμένη από τη χαρά της ζωής και από τα πετάγματα των πουλιών και της επιτίθεται ερωτικά προκαλώντας την οργή της. Ορκίζεται να την εκδικηθεί γιατί μπορεί να μην είναι όμορφος σαν ποθητός εραστής αλλά έχει κι αυτός την ίδια παθιασμένη καρδιά που απεγνωσμένα αποζητάει τον έρωτα. Με πολλές προφυλάξεις ο Σίλβιο έρχεται να συναντήσει την ερωμένη του κι ο κρυμμένος Τόνιο γίνεται μάρτυρας της ερωτικής σκηνής που ακολουθεί και στην οποία μετά από αρκετές αντιρρήσεις η νεαρή γυναίκα αποφασίζει να ακολουθήσει τον εραστή της, αφήνοντας τον σύζυγό της. Ο άσχημος και καμπούρης Τόνιο προδίδει αμέσως την ποθητή Νέντα στον άντρα της ο οποίος έξαλλος από οργή ορμάει κατά πάνω τους αλλά ο εραστής του ξεφεύγει. Ο Κάνιο έχει εδώ μία από τις σπαρακτικότερες σκηνές στην δραματουργία, σκηνή τόσο οικεία για τους ανθρώπους του θεάτρου, όπου πρέπει να βρει τη δύναμη να κάνει τον κόσμο να γελάσει ενώ μέσα του η ύπαρξή του συντρίβεται από τον πόνο. Οι φράσεις του ακολουθούν σε ντελίριο η μία την άλλη: «Να παίξω θέατρο όταν στο έλεος του πόνου δεν ξέρω πια τι λέω ούτε τι κάνω», «Μπα, είσαι άντρας εσύ; Δεν είσαι παρά ένας παλιάτσος», «Ο κόσμος πληρώνει και θέλει να γελάσει. Κι αν ο Αρλεκίνος σου κλέψει την Κολομπίνα, γέλα παλιάτσε... Γέλα για την πίκρα που σου φαρμακώνει την καρδιά». Μετά το ιντερμέδιο, ξεκινάει η δεύτερη πράξη καθώς οι θεατρίνοι καταφέρνουν να οργανωθούν μέσα στον πανικό και ο κόσμος κατακλύζει την πλατεία. Η κωμωδία αρχίζει κι η ιστορία επαναλαμβάνεται επί σκηνής καθώς η Κολομπίνα-Νέντα υπόσχεται στον Αρλεκίνο της πως θα φύγει μαζί του αφού κοιμίσει με ναρκωτικό τον άντρα της. Όμως τότε ο Κάνιο χάνει τον έλεγχο. Αρχίζει να της μιλάει με τα δικά του λόγια κι όχι μ’ αυτά του έργου, δεν είναι πια ο παλιάτσος αλλά ένας πληγωμένος άντρας που του κλέψανε την αγάπη του. Το κοινό συγκινείται, παρασύρεται, ενθουσιάζεται μ’ έναν τρόπο διαφορετικό, πιο βαθύ, τα λόγια του θεατρίνου που είναι αληθινά αγγίζουν τις ψυχές και γεμίζουν με δάκρυα τα μάτια. Εκείνος της θυμίζει πως την μάζεψε από τους δρόμους ορφανή και μισοπεθαμένη από την πείνα και πως της έδωσε ένα όνομα κι έναν έρωτα καυτό σαν φωτιά. Περίμενε απ’ αυτήν, αν όχι έρωτα, τουλάχιστον συμπόνια κι ευγνωμοσύνη. Όμως κι ενώ ο κόσμος αναρωτιέται για την παράξενη αυτή κωμωδία, εκείνη του απαντάει πως η αγάπη της είναι πιο δυνατή από την περιφρόνησή του και πως δεν θα πει το όνομα του εραστή της ακόμα κι αν αυτό της στοιχήσει τη ζωή. Τη στιγμή όμως που ο Κάνιο την σκοτώνει, αθέλητα ζητάει βοήθεια από τον Σίλβιο ο οποίος ορμάει στη σκηνή και τότε ο άντρας της τον καρφώνει κι αυτόν με το μαχαίρι. Η κωμωδία τέλειωσε κι ο κόσμος παγωμένος βλέπει το δράμα της ζωής να εξελίσσεται στη σκηνή ενώ η αλήθεια της αυθεντικής συγκίνησης μετατρέπει ένα ελαφρύ θέαμα της κομμέντια ντελ άρτε σε αυθεντικής ποιότητας δράμα με δυσανάλογο τίμημα την ίδια την ζωή της ερμηνεύτριας. Λίγο αργότερα η τέχνη θα ανακάλυπτε την δύναμη της σκηνικής αλήθειας και νέες σχολές θα αντικαθιστούσαν τις παλιές, προσφέροντάς μας στη σκηνή αν όχι αίμα, σίγουρα όμως ιδρώτα, δάκρυα κι αυθεντικά συναισθήματα. La commedia è finita! Ζήτω το πραγματικό θέατρο. Η παράσταση Πιο ευφάνταστος αποδείχτηκε, ο πολλά υποσχόμενος Γκρέιαμ Βικ σ’ αυτήν την σκηνοθετική του προσέγγιση, μεταφέροντας την όπερα στην δεκαετία του -50 και προσφέροντάς μας ένα συναρπαστικό, χορταστικό θέαμα γεμάτο χρώματα κι αποχρώσεις με το πλήθος να ορμάει από κάθε γωνιά του θεάτρου διασχίζοντας τις κερκίδες και πλημμυρίζοντας την σκηνή. Ένα λευκό αντίσκηνο κρύβει μέσα του τη σκηνή του «θεάτρου στο θέατρο» που αναπαριστά μια κουζίνα της εποχής αυτής, γεμάτη με ηλεκτρικές συσκευές, στην οποία η Κολομπίνα θα ετοιμάσει το τελευταίο της δείπνο με τον εραστή της. Το μόνο σκηνογραφικό πρόβλημα ήταν εκείνος ο ανεκδιήγητος ελαιώνας ο οποίος συνέχισε να υπάρχει ως φόντο, υποχρεώνοντας τους ταλαίπωρους περφόρμερ σε ακροβατικές ισορροπίες ειδικά αν είχαν την ατυχία να φορούν τακούνια ή να κατρακυλούν παρασυρμένοι από το πάθος τους κινδυνεύοντας να σωριαστούν πάνω στην ορχήστρα. Θαυμάσια και πάλι η διεύθυνση του Καρυτινού, έσφιξε ακόμα πιο πολύ το εξαιρετικό θέαμα ενώ η Έλενα Κελεσίδη στο ρόλο της Νέντα είχε ενδιαφέρουσες στιγμές κι ο Στιούαρτ Νηλ απέδωσε τον ρόλο του Κάνιο με δυναμισμό, εκφραστικότητα και ερμηνευτική ποιότητα αξιοθαύμαστη, κερδίζοντας τις εντυπώσεις χωρίς να υστερεί στα σημεία κι ο Δημήτρης Πλατανιάς ως Τόνιο. Εντυπωσιακή η έξοχα πειθαρχημένη, παιδική χορωδία κι ενδιαφέρουσες οι επί μέρους δράσεις του πλήθους οι οποίες είχαν στοχοκατεύθυνση και καθαρότητα. Αρνητικό έως εκνευρισμού ήταν το γεγονός πως ένα πλήθος θεατών αποφάσισε στα μισά του δεύτερου έργου κι ενώ οι τραγουδιστές επιχειρούσαν τους δύσκολους χαμηλούς τόνους τους, να αποχωρήσει γι’ άγνωστους λόγους. Τακούνια κι ενίοτε όχι και τόσο ψιθυριστές συνομιλίες εμβόλιζαν τις φωνές των τραγουδιστών, διαχέοντας στις δράσεις και κάνοντας τα νεύρα μας τσατάλια. Καλό θα ήταν όταν πρόκειται για τέτοιου μεγέθους και ποιότητας θεάματα, η Λυρική Σκηνή και το Φεστιβάλ Αθηνών να επιβάλλουν κάποιο είδος πειθαρχίας στα αλλόφρονα πλήθη, απαγορεύοντάς τους και την καθυστερημένη προσέλευση και την είσοδο ή έξοδο κατά την διάρκεια της παράστασης, όταν δεν γίνεται διάλλειμα. Ένας μίνιμουμ σεβασμός σ’ όσους θέλουν πραγματικά να παρακολουθήσουν κι έχουν πληρώσει γι’ αυτό, το επιβάλλει. Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός Σκηνοθεσία: Γκρέιαμ Βικ Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Σουγλίδης Φωτισμοί: Τζουζέππε ντι Ιόριο Διεύθυνση χορωδίας: Νίκος Βασιλείου Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Ρόζη Μαστροσάββα Κάνιο: Στιούαρτ Νηλ (1, 3, 4, 5 / 6) Νέντα: Έλενα Κελεσίδη (1, 3, 4, 5 / 6) Τόνιο: Δημήτρης Πλατανιάς (1, 4 / 6), Κάρλος Αλμαγκέρ (3 , 5 / 6) Πέππε: Αντώνης Κορωναίος (1, 3, 5 / 6), Νίκος Στεφάνου (4 / 6) Σίλβιο: Διονύσης Σούρμπης (1, 3, 4, 5 / 6) Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Ε.Λ.Σ., καθώς και η παιδική χορωδία «ROSARTE» Ωδείο Ηρώδου Αττικού Διονυσίου Αεροπαγίτου Τηλέφωνο: 210 3232771 Τιμές εισιτηρίων: €100, €85, €60, €55, €45, €25, Παιδικό, φοιτητικό €15 Παραστάσεις: Βραδινή: 1, 3-5/6 Έως τις 5 Ιουνίου Ώρα: 21:00
Προπώληση εισιτηρίων από τα ταμεία του θεάτρου Ολύμπια ( Ακαδημίας 59) Καθημερινά 9:00 – 21:00 |
Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 03 Ιούνιος 2011 19:09 |