Σχετικά άρθρα
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΔΡΑΚΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Δευτέρα, 01 Νοέμβριος 2010 20:41 |
Ο Χρυσός Δράκος του Roland Schimmelpfennig
Ο συγγραφέας Ο πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος συγγραφέας γεννήθηκε το 1967 στο Γκότινγκεν, εργάστηκε ως ελεύθερος δημοσιογράφος στην Κωνσταντινούπολη και αλλού, έκανε τις σπουδές του στη Σχολή Σκηνοθεσίας Otto-Falkenberg του Μονάχου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη και αργότερα ως συνεργάτης καλλιτεχνικής διεύθυνσης στα Kommerspiele του Μονάχου. Το 1998 πήγε στις Η.Π.Α. όπου για ένα χρόνο ασχολήθηκε αποκλειστικά με την μετάφραση θεατρικών έργων από την αγγλική γλώσσα. Το 1999 του απονεμήθηκε το βραβείο Schiller. Την περίοδο 1999-2000 συνεργάστηκε με τη Schaubuhne του Βερολίνου. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται σε μόνιμη βάση ως δραματουργός με το Schauspielhaus του Αμβούργου. Εκτός από το "Push-up" (2001), η δραματουργική του παραγωγή περιλαμβάνει τα έργα "Fisch um Fisch" (1994), "Die ewige Maria" (1995), "Vor Ianger Zeit im Mai" (1996), "Arabische Nacht" (2000), "Vorher/Nachher" (2002) κ.ά. Το έργο
Δεκαεπτά πρόσωπα ερμηνευμένα από πέντε ηθοποιούς ζουν και διηγούνται ταυτόχρονα, μην παραλείποντας ούτε καν τις παύσεις, τις ιστορίες κάποιων ανθρώπων που δουλεύουν στο ρεστοράν ο Χρυσός Δράκος ή ζουν στην περίμετρο του. Ιστορίες, που με κεντρικό άξονα το δράμα ενός μετανάστη ο οποίος από ένα πονόδοντο καταλήγει νεκρός, αφηγούνται στην ουσία την εσωτερική ζωή των ανθρώπων μιας σύγχρονης μεγαλούπολης όπου αυτόχθονες και μετανάστες, λιγότερο ή περισσότερο ευνοημένοι κοινωνικά, έρχονται αντιμέτωποι με το αδιάλειπτο κυνήγι του κέρδους, τη μοναξιά και το ερωτικό αδιέξοδο, καθώς αν και καταφέρνουν εν τέλει να μιλήσουν σε μια κοινή γλώσσα, αδυνατούν να διαμορφώσουν κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Το έργο, επιχειρεί αν και χωρίς επιτυχία, να κάνει το θεατή μέτοχο μιας κοινής πορείας η οποία προσανατολίζεται από έτερα συμφέροντα και η οποία διευθετεί με τη σειρά της την εξέλιξη και την τελική κατάληξη των ζωών των ηρώων, που με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους τους έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα να καθορίζουν την μοίρα τους. Η παράσταση Το μάλλον αδύναμο δραματουργικά κείμενο της παράστασης, ίσως και να μπορούσε να αναδειχτεί μέσα από μία πολύ συγκεκριμένη σκηνοθεσία η οποία θα εκμεταλλευόταν την αφέλειά του μετατρέποντάς τα ερεθίσματα των δράσεων σε αρχετυπικά «γνωμικά». Αλλά η σκηνοθεσία της κυρίας Ευαγγελάτου δεν κατάφερε να οδηγήσει το επιτελείο των εξαιρετικών ηθοποιών της, σε μια τέτοιου είδους διευθέτηση. Τήρησε βέβαια τους τύπους, μετατρέποντας όπως και απαιτείται, τα πρόσωπα σε σύμβολα και βάζοντάς τα να υποδυθούν τους διαφορετικούς ρόλους τους μέσα από την ίδια τους τη σκηνική παρουσία χωρίς κανέναν εμφανισιακό, ηλικιακό, φύλου ή άλλο πλεονέκτημα, προσφέροντας στους ρόλους σαν μοναδικά στοιχεία ταύτισης με τους χαρακτήρες, μικρούς αναγνωρίσιμους κωδικούς όπως το φουλάρι, το καπέλο, η περούκα, το φουστάνι αλλά δεν κατάφερε να εμβολίσει στην υποκριτική γραμμή της και την ουσία των μεταμορφώσεων. Οι μικρές λεπτομέρειες της έκφρασης, της αντίδρασης, της σωματικής εταιρότητας που διαφοροποιούν τους χαρακτήρες, προσδίδοντάς τους ταυτόχρονα υπόσταση χωρίς ποτέ να απουσιάζει ο ηθοποιός από πίσω που ελέγχει την σκηνική απόδοσή τους, παραμελήθηκαν. Η Μπρεχτική αποστασιοποίηση δεν είναι φυσικά και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο αλλά σε αυτήν την τεχνική ο ηθοποιός δεν εικονοποιεί, διχάζεται, κι ένα μέρος του αποδίδει, γιατί αλλιώς η διαδικασία προδίδεται όχι με την θέληση του δημιουργού όπως θα έπρεπε να γίνεται, αλλά ερήμην του. Οι ηθοποιοί έστω και για δευτερόλεπτα, θα πρέπει να υποδύονται στην εντέλεια τους τύπους ή τους χαρακτήρες, εκμεταλλευόμενοι λεπτομέρειες της σκηνικής τους ύπαρξης κι όχι απλά να τους μιμούνται αδέξια, γιατί τότε έχουμε να κάνουμε με τσίρκο κι όχι με θέατρο. Το κοινό θα πρέπει να καταλάβει πως ένας ηθοποιός υποδύεται εν μέρει έναν ήρωα, ενώ παραμένει ο ηθοποιός που τον υποδύεται αλλά όχι και να μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το κάνει. Όπως σ’ ένα σώου κουκλοθεάτρου λησμονούμε πως κάποιος κινεί τα νήματα για να το ξαναθυμηθούμε αμέσως μετά, επειδή ο καλλιτέχνης τα κινεί με τόση επιδεξιότητα ώστε μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι οι κούκλες του, για λίγο ζωντάνεψαν. Έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ψευδαίσθηση και την αρνούμαστε στο όνομα της αλήθειας, γίνεται δηλαδή το θέατρο μάθημα ζωής αντί να είναι μέσον ψυχικής και συναισθηματικής εκτόνωσης. Αν όμως ο κουκλοπαίχτης είναι αδέξιος κι η ψευδαίσθηση δεν λειτουργήσει, τότε η διαδικασία ακυρώνεται κι οι θεατές απλά πλήττουν, χασμουριούνται, ενώ οι πιο γενναίοι απ’ αυτούς εγκαταλείπουν πανικόβλητοι την αίθουσα όπως έγινε στην παράσταση που παρακολούθησα. Φυσικά για να λειτουργήσει κανείς ένα τόσο δύσκολο είδος θεάτρου δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, ούτε η εγγύηση ενός εθνικού θεάτρου, ούτε οι πολυήμερες πρόβες, ούτε το ταλέντο των ηθοποιών. Χρειάζεται μια άλλου είδους παιδεία η οποία καταχωρείται ως αποτέλεσμα της δουλειάς μιας συγκεκριμένης σχολής με ιδιάζουσα μεθοδολογία και επίπονη άσκηση. Η σκηνοθέτης που έχει μέχρι τώρα δώσει εξαιρετικά δείγματα του ταλέντου της μάλλον στην προκειμένη περίπτωση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα είδος που δεν κατείχε και μιας οδήγησε στα έγκατα της πιο βαθιάς πλήξης. Ας ελπίζουμε πως αυτό το ένα λάθος θα είναι ταυτόχρονα και μια ευκαιρία για εντονότερη δημιουργική προσπάθεια και για μια βαθύτερη προσέγγιση στην εκάστοτε δραματουργία που αναλαμβάνει, μέσα από το δυνατό της ένστικτο και την φίλεργη φύση της. Μετάφραση: Ρούσα Δάλλα (Η μετάφραση επιχορηγείται από το Goethe - Institut Athens). Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου Σκηνικά – κοστούμια: Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα - Ράνια Υφαντίδου Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Καρακούλη Βοηθός σκηνοθέτη: Κλεοπάτρα Μάρκου Βοηθός σκηνογράφου –ενδυματολόγου: Αγγελική Μάνθου Φωτογραφίες: Μαριλένα Σταφυλίφου
Παίζουν: Ο νεαρός άνδρας: Νικόλας Αγγελής Η γυναίκα πάνω από 60: Φιλαρέτη Κομνηνού Ο άνδρας: Δημήτρης Παπανικολάου Η νεαρή γυναίκα: Εύη Σαουλίδου Ο άνδρας πάνω από 60: Νίκος Χατζόπουλος |
Σχόλια
Συγχαρητηρια!
Όσον αφορά τώρα τον ρόλο του σκηνοθέτη, θα είχε ενδιαφέρον να ανοίξουμε εδώ μία συζήτηση και όντως η ματιά ενός σκηνοθέτη μπορεί να αξιοποιήσει ή να χαντακώσει ένα έργο. Η γνώμη μου σε πρώτη φάση είναι πως η αξιοποίηση ενός έργου γίνεται με καλύτερο τρόπο όταν ο σκηνοθέτης παραμερίζει το εγώ του κι αφοσιώνεται στο ίδιο το έργο. Έλα όμως που υπάρχουν έργα τα οποία σκηνοθετούνται με ειδικούς τρόπους, μέσα από συγκεκριμένες τεχνικές που αν δεν τιςγνωρίζεις απλά αφήνεις τα έργα αναξιοποίητα και με τη δική σου μέθοδο, αυτήν την οποία γνωρίζεις ενίοτε αντί να τα φέρεις προς το κοινό τα απομακρύνεις κι από την ίδια τους την υπόσταση. Την ουσία τους δηλαδή. Ελπίζω να τα ξαναπούμε.
Όσον αφορά στο σεβασμό προς το θεατή και την επιλογή του ρεπερτορίου, η θέση σας σε γενικές γραμμές με βρίσκει σύμφωνη. Πράγματι, ο "μέσος" θεατής δεν είχε πρόσβαση στην εν λόγω παράσταση, χωρίς -επαναλαμβάνω- να θεωρώ τον εαυτό μου "μυημένο" ή κάτι παρόμοιο. Το μόνο που θα ήθελα να επισημάνω, είναι ότι χρειάζεται λεπτός χειρισμός από τους ιθύνοντες, για να κρατηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στο τι ικανοποιεί/καλύπτει το ευρύ κοινό-χρηματοδότη, και στο στίγμα που θέλει να δώσει με τις παραστάσεις του το Εθνικό.
Τέλος, δεν γνωρίζω τους ειδικούς τρόπους σκηνοθεσίας, ως εκ τούτου δεν μπορώ να εκφέρω άποψη. Πιο πολύ λειτουργώ με τη συνολική αίσθηση που μου αφήνει μια παράσταση. Κι εγώ ελπίζω να τα ξαναπούμε!