Σχετικά άρθρα
Η ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Κυριακή, 28 Νοέμβριος 2021 07:53 |
Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις της Ornela Vorpsi Το πιο σκοτεινό πρόσωπο του φασισμού κρύβεται κάποτε πίσω από τις πιο προοδευτικές και δυναμικές κινήσεις της ανθρωπότητας για την απελευθέρωση της, από αυτόν. Μεγάλες ιδέες για τις οποίες θυσιάστηκαν γενεές ανθρώπων, μεταλλάχτηκαν με την πρακτική εφαρμογή τους, σε μηχανισμούς, βίας, εξόντωσης, παράνοιας και φρίκης. Κάτι τέτοιο συνέβη και με την Αλβανία του Χότζα, μια χώρα για την οποία ήρθε η εποχή, που δεν σου δίνονταν το περιθώριο να ζήσεις αλλά δεν είχες ούτε το δικαίωμα να πεθάνεις. Μπορούσες όμως να ξεπουλήσεις, να ξεπουληθείς και να ρομποτοποιηθείς έτσι ώστε το κόμμα να μπορεί να σε ελέγξει και να σε εντάξει. Κίνητρα όπως η κερδοσκοπία, η εξουσιαστική μανία, η απλή ζήλια, ο δυσώδης πατερναλισμός, η στενοκέφαλη αλαζονεία, η γρανιτένια μισαλλοδοξία κι η απύθμενη εξουσιομανία, οδήγησαν τους απελευθερωτές μιας χώρας με επικεφαλής τον Χότζα να εγκαταστήσουν ς’ αυτήν, ένα καθεστώς αδιανόητης δικτατορίας και να μετατρέψουν έναν ολόκληρο λαό σε μάρτυρες φρικτού εγκλήματος εις βάρος τους. Όμως ο Χότζας έσπειρε σε γόνιμα εδάφη, όπως πάντα γίνεται με όλους τους λαούς σε τέτοιες περιπτώσεις. Το αυγό του φιδιού επωάστηκε μέσα στις καρδιές των ίδιων των θυμάτων του. Το μίσος για τις γυναίκες (κυρίως τις όμορφες φυσικά), η επιθυμία για επιβολή του ενός στον άλλο, η αδιατάρακτη αδιαφορία για το κοινό καλό, η προσαρμογή από φόβο κι η υποκρισία, βοήθησαν τον δυνάστη να εφαρμόσει το ανηλεές του σχέδιο. Σας θυμίζει κάτι; Εμένα πάντως μου θυμίζει έντονα τη δική μας χώρα (η οποία επίσης δεν πεθαίνει ποτέ), σε ανάλογες περιστάσεις. Καλές προθέσεις, υψηλά ιδανικά και ένα τρομακτικό συνονθύλευμα ψυχικών διαταραχών σε εκρηκτικό μίγμα με το επαναστατικό μένος, την εθνικιστική παράνοια και το μαζικό ναρκισσιστικό παραλήρημα. Κι ύστερα μια κατάσταση που δεν μπορεί πια να ελεγχτεί, ένα θέατρο του παράλογου που οδηγεί στην πιο τρομακτική και άθλια μοίρα για όσους διαλέγουν έστω και σιωπηρά να αντισταθούν, ακόμα και γι’ αυτούς που δεν αντιστέκονται καν αλλά η παρουσία τους στη ζωή αποτελεί πρόκληση για το καθεστώς. Όπως οι γυναίκες ας πούμε που σε αντίθεση με όλες τις άλλες κατηγορίες ανθρώπων δεν διώχτηκαν υπό ένα καθεστώς, υπό μία συνθήκη μόνο αλλά διώκονται διαρκώς σε κάθε περίσταση. Και δεν διώκονται καν για τις ιδέες τους ή για την αντίσταση που προβάλλουν. Οι γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι, οι διαφορετικοί, οι τρανσέξουαλ, οι ποιητές, οι τσιγγάνοι, οι ελεύθερες ψυχές είναι σε κάθε περίσταση οι στόχοι των δυναστικών καθεστώτων κάθε απόχρωσης απλά και μόνο επειδή υπάρχουν. Την δραματουργία από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ornela Vorpsi συνέθεσε ο Ένκε Φεζολάρι ο οποίος σκηνοθέτησε και την παράσταση. Η αφηγήτρια της ιστορίας και κεντρική ηρωίδα είναι ένα νεαρό κορίτσι στο ξεκίνημα της εφηβείας του, εκεί γύρω στα δώδεκα. Προδομένη από το καθεστώς, από τον ίδιο της τον πατέρα, από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου της, από τις φοβίες και τα πάθη της μητέρας της, από το εκπαιδευτικό σύστημα κι από την ίδια την ομορφιά της που φαίνεται πως σύντομα θα ανθίσει, επιβιώνει δύσκολα κάτω από ένα καθεστώς φόβου, απελπισίας, μιζέριας, φτώχειας και πενίας υλικής, πνευματικής, ψυχικής. Αλλά επιβιώνει. Με αντίπαλο δέος μέσα της, το πείσμα, την προσήλωση σε κάτι πιο αγνό που ούτε η ίδια δεν γνωρίζει ακόμα, την αυθεντικότητα των αισθημάτων της, την στερεότητα των ονείρων και των προσδοκιών της και αυτή την απρόσμενη δύναμη που οπλίζει τους ανθρώπους όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη φρίκη, το θάνατο, την απώλεια. Με χιούμορ αλλά και σπαραγμό, σχολιάζει την εποχή της καθώς περνάει μέσα από τις συμπληγάδες των καιρών της. Η βία ενός πατέρα που ποτέ δεν την αγάπησε, η ανυπότακτη υποταγή μιας μητέρας καταδικασμένης από το φύλο της κι από την ίδια της την ομορφιά, η απώλεια της αξιοπρέπειας και της αυτοεκτίμησης, οι διαρκείς ταπεινώσεις, η διάψευση των ονείρων, ο αποχωρισμός από τη φίλη της με τραγικό τρόπο, την ρίχνουν ς’ ένα δυσώδες ποτάμι δακρύων με μόνο της σωσίβιο της εκρηκτική δύναμη της ζωής μέσα της. Η σύγκρουση της ζωής με την αδυσώπητη πατριαρχία και με την τυραννική εξουσία περνάει από τη μία της απόχρωση στην άλλη, δημιουργεί κύματα απόγνωσης που τα εξαγνίζει το αφοπλιστικό χιούμορ κι η σπαρακτική, βαριά λαβωμένη αξιοπρέπεια. Η προσθήκη στο φινάλε της συνέντευξης της Αλβανίδας, μετανάστριας ηθοποιού, δημιουργεί την γέφυρα ανάμεσα στο πολιτικοιστορικό γεγονός της δικτατορίας του Χότζα και στην συνθήκη του σήμερα όπως την βιώνουν οι μεγαλύτεροι αλλά και οι νεώτεροι Αλβανοί, εξόριστοι από την παιδική τους ηλικία, ξεριζωμένοι από τις οικείες μνήμες τους και αποκομμένοι βίαια από τη χώρα τους, μια χώρα που ποτέ δεν πεθαίνει αλλά εξοντώνει τα ίδια της τα παιδιά. Όπως και η δική μας, άλλωστε... Ο Ένκε Φεζολάρι έστησε μία παράσταση εξ ολοκλήρου συναρπαστική. Μια παράσταση που στάζει πατρίδα, δάκρυ, χιούμορ, θυμό, ελπίδα, φόβο, αγωνία, αξιοπρέπεια… Σε ένα λιτό σκηνικό όπου κυριαρχούν οι εικόνες των Λένιν, Στάλιν, Χότζα και ο χάρτης της Αλβανίας, ζωντανεύουν οι μικρές ιστορίες που συνθέτουν τη ζωή της ηρωίδας και του κόσμου της με αφοπλιστική αυθεντικότητα και έναν ακαταμάχητο δυναμισμό. Οι ηθοποιοί πάλλονται από την πρώτη στιγμή σαν χορδές βιολιού σε έργο του Ντε Φάλια. Οι μουσικές τυλίγουν τα συναισθήματα και τα εξυψώνουν ή τα ραπίζουν. Η κίνηση γίνεται ιλιγγιώδης στις εντάσεις ενώ μετατρέπεται σε καθηλωτικό τελετουργικό που προκαλεί συγκινησιακό δέος, στις συνδέσεις ανάμεσα στις σκηνές. Ξεκινώντας σαν μια εκ βαθέων αφήγηση, κορυφώνεται σε βαλκανικό δράμα με οδυνηρές, σαρκαστικές ακίδες, ειρωνικούς σχολιασμούς, αδυσώπητες συγκρούσεις και “αιματηρά” εξομολογητικά ξεσπάσματα που θυμίζουν σκηνές από ταινίες των Αλμαδοβάρ, Κοστουρίτσα και Bong Joon-ho. Η διαρκής συναισθηματική εγρήγορση στην υποκριτική και το χαρακτηριστικό κινηματογραφικό ύφος του σκηνοθέτη στο οποίο συντελούν και οι φωτισμοί μαζί με την κινησιολογία και την γεωμετρία των σκηνικών δράσεων, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Κοντινά, μεσαία και γενικά πλάνα εναλλάσσονται με γοργούς ρυθμούς και κοφτά κατ, προσφέροντας μας μια απρόσμενη εικαστική σύνθεση που ταυτόχρονα ανασαίνει θεατρικά και αιωρείται κινηματογραφικά. Εξαιρετική η Αμαλία Αρσένη στο ρόλο της νεαρής ηρωίδας, λειτουργεί σκηνικά με εντυπωσιακή προσήλωση, αποδίδει με πειστικότητα την παιδικότητα, το χιούμορ και τις συναισθηματικές εντάσεις του ρόλου και ενισχύει τις επί μέρους ατμόσφαιρες με την αισθαντική της αφήγηση και την αφοπλιστική της αμεσότητα. Θαυμάσια στο ρόλο της μητέρας (και όχι μόνο) η Βέφη Ρεντί, φέρνει με την παρουσία της επί σκηνής ένα κύμα έντασης και δυναμισμού, μιαν νοσταλγική απεικόνιση της Αλβανίας του Χότζα στην καθημερινότητα της, μια τρυφερή και ταυτόχρονα σκληρή αίσθηση της μητρότητας, της εξουσίας, της πειθαρχίας και της ανάγκης. Κι επίσης με επιδεξιότητα μετακινείται από τον ένα ρόλο στον άλλο, αποδίδοντας τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τους στην υφή της εκφοράς του λόγου και στην κινησιολογία. Η Αθηνά Καραγιώτη αποδίδει περίφημα στους διαφορετικούς ρόλους της δημιουργώντας τον αντίλογο άλλοτε με υποδόριο χιούμορ κι άλλοτε με χειμαρρώδη κατάφαση. Σε συνεργασία με την σκηνοθετική γραμμή και σε αρμονία με την δραματουργία κινούνται οι μουσικές γέφυρες και υποκρούσεις αλλά και τα τραγούδια κι οι ύμνοι της Αλβανίας που απογειώνουν τις τελετουργικές δράσεις ενώ οι εύγλωττες λεπτομέρειες του λιτού σκηνικού χώρου σε συνδυασμό με την ενδυματολογική αντίληψη και τους φωτισμούς, δημιουργούν ένα περιβάλλον αυθεντικό και στέρεο, με μια υποβόσκουσα ποιητική αίσθηση και μια νοσταλγική μαγεία που εναρμονίζεται πλήρως με την αισθητική και την στοχοκατεύθυνση της σκηνοθεσίας. Αξίζει να δείτε αυτή την παράσταση όχι μόνο για την θεατρική απόλαυση, όχι μόνο για την ιστορική και πολιτική της σημασία, όχι μόνο για την αντιπαράθεση της αρσενικής βιαιότητας με τη θηλυκή ανθεκτικότητα αλλά και για να εισπράξετε, σε δύσκολους, σκοτεινούς, ανθρωποφαγικούς καιρούς, αυτή τη δύναμη που θα χρειαστούμε όλοι μας ώστε να υψώσουμε ένα ανάστημα πάνω από τους φόβους μας, τις προκαταλήψεις μας και τις μικροπρέπειες μας. Γιατί αλλιώς θα είμαστε οι εξόριστοι, οι κούφιοι, οι υποταγμένοι, οι τρομαγμένοι, οι ματαιωμένοι άνθρωποι. Σ’ όποια χώρα κι αν κατοικούμε. Μετάφραση:Μαρία Σπυριδοπούλου Διασκευή-Σκηνοθεσία:Ένκε Φεζολλάρι Πρωτότυπη Μουσική:Κώστας Λειβαδάς Σύμβουλος δραματουργίας:Κάτια Σωτηρίου Σκηνικός χώρος-Κοστούμια:Γιώργος Λυντζέρης Φωτισμοί:Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου Βοηθός σκηνοθέτη:Εύη Κουταλιανού Φωτογραφίες:Γιώτα Εφραιμίδου Παίζουν:Αμαλία Αρσένη, Vefi Redhi, Αθηνά Καραγιώτη *Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πλέθρον Απαραίτητη η χρήση μάσκας καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης Θέατρο Σταθμός Βίκτωρος Ουγκώ 55 Μεταξουργείο (πλησίον του ΜΕΤΡΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ) Tηλέφωνο: 210 523 0267 Παραστάσεις: Κάθε Τετάρτη & Πέμπτη στις 20:30 Τιμές εισιτηρίων:12€ ολόκληρο, 10€ φοιτητικό, 8€ μειωμένο Διάρκεια παράστασης:1ώρα & 20 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 28 Νοέμβριος 2021 08:01 |