ΕΛΕΝΗ Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής   
Δευτέρα, 02 Αύγουστος 2021 11:38

Ελένη

του Ευριπίδη

elenh1

Η «Ελένη» του Ευριπίδη γράφτηκε το 412 π.Χ και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά την ίδια εποχή, δηλαδή μόλις είχε τελειώσει η Σικελική εκστρατεία με την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου. Παράλληλα, αναπτύχθηκε στην Αθήνα το σοφιστικό κίνημα που είχε αρχίσει να αμφισβητεί πατροπαράδοτες αξίες και προκαλούσε, με την κριτική των εκπροσώπων του, κρίση στο δημοκρατικό πολίτευμα και φαινόμενα ασέβειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Ευριπίδης, με την τραγωδία του «Ελένη», καταδικάζει τον πόλεμο ως πρόξενο όλων των κακών.

elenh2

Υπόθεση 

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο νησί Φάρος της Αιγύπτου, όπου η ηρωίδα έχει μεταφερθεί από τον Ερμή. Έμενε στα ανάκτορα του βασιλιά Πρωτέα ενώ το είδωλό της ακολούθησε τον Μενέλαο στην Τροία. Μετά το θάνατο του Πρωτέα, ο γιος του και διάδοχος Θεοκλύμενος, επιμένει να την παντρευτεί. Η Ελένη αρνείται και παραμένει πιστή στον Μενέλαο. Φτάνει ο Τεύκρος (επικός ήρωας) και την πληροφορεί για την άλωση της Τροίας και για τον πιθανό θάνατο τού άνδρα της. Συντριμμένη εκείνη τον συμβουλεύει να κρυφτεί, γιατί ο βάρβαρος βασιλιάς συνηθίζει να σκοτώνει όλους τους Έλληνες που φτάνουν στην Αίγυπτο. Έρχεται ο Χορός και της προτείνει να συμβουλευτεί τη μάντισσα Θεονόη (αδελφή του Θεοκλύμενου), για να εξακριβώσει την αλήθεια των πληροφοριών του Τεύκρου.

Εμφανίζεται εξαθλιωμένος ο Μενέλαος και διηγείται ότι περιπλανήθηκε στη θάλασσα και ναυάγησε σ' αυτήν την άγνωστη χώρα φέρνοντας μαζί του τη γυναίκα του, όπως πιστεύει. Από μια γερόντισσα θυρωρό του παλατιού μαθαίνει ότι η Ελένη βρίσκεται στον τόπο αυτόν από καιρό και εκπλήσσεται. Ακολουθεί η αναγνώριση και η χαρά των δύο συζύγων κορυφώνεται αλλά δεν διαρκεί πολύ, αφού η Ελένη φοβάται τον Θεοκλύμενο και συμβουλεύει τον Μενέλαο να φύγει για να σωθεί. Η Θεονόη αναγνωρίζει τον βασιλιά της Σπάρτης, αλλά τελικά πείθεται να μην τον αποκαλύψει στον αδελφό της. Η Ελένη ξεγελά τον Θεοκλύμενο, ο οποίος της δίνει καράβι και ναύτες για να σκορπίσει – τάχα - την τέφρα του Μενέλαου στη θάλασσα, σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα ταφής.

Ο σκληρός άρχοντας Θεοκλύμενος πληροφορείται από αγγελιαφόρο ότι το ζευγάρι δραπέτευσε. Έξαλλος θέλει να σκοτώσει την αδερφή του που τον πρόδωσε. Οι Διόσκουροι όμως, εμφανίζονται , σαν «από μηχανής Θεός» στο θεολογείο, τον αποτρέπουν από τους σκοπούς του και το δράμα κλείνει ειρηνικά.

Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζεται ως ο “από σκηνής” φιλόσοφος. Με την «Ελένη» εκφράζει τις δικές του απόψεις και προβληματισμούς για διάφορα θέματα: τον ορθολογισμό, τη μαντική, τον σωστό τρόπο σκέψης και δράσης, τον Θεό, το θεσμό της δουλείας. Τα θέματα αυτά απασχολούσαν τους φιλοσόφους της εποχής του, έτσι και ο ίδιος φαίνεται να φιλοσοφεί στη σκηνή. Μέσω του λόγου των ηρώων, εκφράζει τις φιλοσοφικές του ιδέες.

Εκφράζονται θέσεις του Ευριπίδη που εκτιμούνται ως διαχρονικές όπως οι σύγχρονες απόψεις για τις θρησκευτικές προλήψεις, για τη συνήθεια των ανθρώπων να πιστεύουν σε ζώδια, για τις αστρολογικές προβλέψεις, για τις αλλαγές που συμβαίνουν τυχαία στην ανθρώπινη ζωή και που είναι ανεξέλεγκτες.

elenh3

Η παράσταση

Ο δοκιμασμένος, εμπειρότατος Βασίλης Παπαβασιλείου κατέβασε τους ήρωες από το βάθρο του έπους και τους παρουσιάζει ρεαλιστικά, ως  ανθρώπους αυθεντικούς με τα ελαττώματα τους και όχι ιδανικούς, βαδίζοντας σ’ έναν σύγχρονο θεατρικό δρόμο και, ίσως, πιο ανώδυνο, εφόσον τον στολίζει με κωμικά στοιχεία και με γερές δόσεις παρωδίας. Θα έλεγα, εμπνέεται από την περίφημη ομάδα Monty Python, ως προς τη φόρμα και δουλεύει μια παράδοξη σύνθεση. Μια δραματουργική τεχνική, δηλαδή, που ανατρέπει τη δραματική δομή με την παρεμβολή κωμικής κατάστασης ή αλλιώς, μια υπόδειξη της ειρωνείας της τύχης του δραματικού προσώπου, όπως ακριβώς το ήθελε κι ο Ευριπίδης.

Ο Μενέλαος, αν και είναι  ο ηγέτης, απομυθοποιείται και εμφανίζεται ως ένας  κοινός καθημερινός άνθρωπος: άθλιος ναυαγός, περιπλανώμενος, με συνείδηση της δεινής του κατάστασης, με μια σκελέα, μόνος, συγκρούεται όχι σαν βασιλιάς αλλά επί ίσοις όροις, με τη γερόντισσα, δέχεται απειλές και οδηγίες από αυτήν, προσπαθεί να βρει μέσα στην σύγχυση μια λύση αλλά η  αδιέξοδη κατάσταση τον κάνει επιπόλαιο και αντιφατικό. Όλα  αυτά τα στοιχεία τον χρίζουν ένα τυπικό ευριπίδειο ήρωα. Επίσης, ο σκηνοθέτης φανερώνει ευκρινώς τις δίσημες φράσεις, αυτές που χαρακτηρίζουν το έργο τραγικωμωδία. Το διαπιστώνουμε στον διάλογο Ελένης – Θεοκλύμενου, λίγο πριν το φινάλε, όπου άλλα λέει η ηρωίδα, άλλα καταλαβαίνει ο αφελής βασιλιάς.

Ο σημαντικός σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου στήνει την παράσταση, άλλοτε υπό συνθήκη καμπαρέ κι άλλοτε, λαϊκού πανηγυριού. Άλλωστε, τα Λαϊκά Ελληνικά πανηγύρια με τα ήθη και τα έθιμά τους, με τους μύθους, την ιστορία τους, το γιορταστικό τους τυπικό, στεφανώνονται από μεγαλοπρέπεια. Τα πανηγύρια είναι ένα μέρος τοπικού πολιτισμού και αφορμή κοινωνικής συνοχής. Το ύφος, η γραμμή της παράστασης έχει εννοιολογική σημασία και στιγματίζει μια σύγχρονη αντίληψη ιλαροτραγωδίας. Στόχος της σκηνοθεσίας, να περάσουν αντιπολεμικά μηνύματα στο κοινό δια μέσου κωμικών καταστάσεων, λαμπερών εικόνων και χαρίεσσας ατμόσφαιρας. Τον πέτυχαν, πιστεύω.

Η μετάφραση ενός δραματικού κειμένου, μοιάζει να υποχρεώνει τον μεταφραστή να αναλάβει ρόλο σκηνοθέτη με την φαντασία του, προκειμένου να επιτευχθεί επιτυχώς η μεταφορά από τον προφορικό λόγο, στη σκηνική δράση. Θα μπορούσε να θέσει κανείς δίλημμα: οι μεταφράσεις αποτελούν τμήμα της πρόσληψης του αρχαίου δράματος, ως συνέχεια των πρωτοτύπων κειμένων ή είναι νέες πνευματικές δημιουργίες, προϊόντα σύγχρονης λογοτεχνίας; Στην προκειμένη περίπτωση, ο ποιητής Παντελής Μπουκάλας και ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου δούλεψαν στην τομή των δυο τεχνικών. Αποτέλεσμα, τα ηθικά , τα φιλοσοφικά ή τα κοινωνικά θέματα της τραγωδίας αναφύονται στη σκηνή και αποδεικνύουν ότι η ταραγμένη εποχή μας είναι γόνιμη περίοδος για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος.

Τα λιτά σκηνικά του Άγγελου Μέντη συμβολίζουν τη χώρα της Αιγύπτου, με διάσπαρτα εμβληματικά της στοιχεία (πυραμίδες, φοίνικες) στην ορχήστρα. Τα κοστούμια του εντυπωσιάζουν με τις απαστράπτουσες αποχρώσεις του λαμέ υφάσματος.

Όλα μαζί αγκαλιάζουν τον τάφο του Πρωτέα, ενώ ο θίασος με συναίσθηση του σκηνικού χρόνου και χρησιμοποιώντας κώδικες με ιδιαίτερο φορτίο, ολοκληρώνουν έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης της τραγικής ποίησης, ιδωμένης μέσα από έννοιες, όπως μουσικότητα, καθαρότητα, ιλαρή «ανάγνωση».

elenh4

Η λαμπερή, καλλίφωνη Έμιλυ Κολιανδρή ως ωραία Ελένη ακολουθεί τις σκηνοθετικές οδηγίες και αποδίδει την προσωπικότητα μιας πανέμορφης γυναίκας με έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις: χαρούμενη, αισιόδοξη από τα νέα της Θεονόης, έκπληκτη, φοβισμένη, πανικοβλημένη, καθώς αντικρίζει έναν άντρα στο παλάτι να την κοιτάζει ερευνητικά αλλά και με αγαλλίαση, όταν τον αναγνωρίζει ή με στενοχώρια, απογοήτευση, όταν αυτός δεν την πιστεύει και ετοιμάζεται να φύγει.

Ο Μενέλαος του Θέμη Πάνου, απολαυστικός, σαν άλλος John Cleese , ζωγραφίζει επιδέξια έναν απίθανο χαρακτήρα εγκλωβισμένο στην πλάνη του, περιπλανιέται αδιάκοπα ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι». Έτσι, μ’ αυτήν την αντίθεση εξυπηρετείται εξαιρετικά η οικονομία του έργου.

Η εμφάνιση του α’ αγγελιοφόρου (Δημήτρης Κολοβός) αποτελεί  ένα απρόοπτο σκηνικό επεισόδιο, για δράση που δεν την περίμεναν οι θεατές. Ο  Ευριπίδης  χρησιμοποίησε και πριν κάποια απρόοπτα: την εμφάνιση του Τεύκρου, την ξαφνική εμφάνιση του Μενέλαου, το γεγονός ότι μια γυναίκα άνοιξε στον Μενέλαο ( Γερόντισσα) και όχι ένας άντρας. Και οι δύο αγγελιαφόροι (Δ. Κολοβός και Άγγελος Μπούρας) κινούνται μέσα στο πνεύμα του ποιητή και ενισχύοντας τη σκηνοθετική άποψη, αν και ξένισε η γυμνή εμφάνιση του δεύτερου, παρότι συμβόλιζε την ολοσχερή γύμνια του μοναδικού διασωθέντος από το καράβι της δραπέτευσης του πονηρού ζευγαριού.

Ο εξαιρετικός Δημήτρης Μορφακίδης, ως Τεύκρος εδώ, είναι παράδειγμα ανθρώπου που επάνω του φαίνονται όλα τα δεινά του πολέμου. Αν και τύποις νικητής, είναι εξόριστος, ταπεινωμένος και ανασφαλής. Μέσα από την ερμηνεία του φανερώνεται όλη η αντιηρωική διάσταση του πολέμου, που μόνο να φθείρει ψυχικά, ηθικά και σωματικά τους ανθρώπους μπορεί. Το φιλειρηνικό μήνυμά του είναι ολοφάνερο, εφόσον απευθύνεται στους συμπολίτες του μετά από την πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία.

Η εμφάνιση της απαστράπτουσας περσόνας με λαμέ- υπερπαραγωγή ενδυμασία στην ορχήστρα, θα μπορούσε να είναι το RuPaul, αλλά είναι η δεινή καρατερίστα Αγορίτσα Οικονόμου, ως μάντισσα Θεονόη, η οποία «κλέβει» την παράσταση με την λεκτική της ευχέρεια, την κίνησή της, την έκφρασή της, την ωραία «τρέλα» της.

Η πολύπειρη Έφη Σταμούλη ως γερόντισσα, φέρνει στη σκηνή μια κόμικ φιγούρα και με το ισχυρό της ένστικτο, την πολύχρονη θητεία της στο θέατρο, επωμίζεται εύστροφα την ιλαρή διάθεση του ποιητή. Η απορία της για το γεγονός ότι δε αναγνωρίζει τον Μενέλαο δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα, μιας και ο πόλεμος σε συνδυασμό με τις κακουχίες, μπορεί να κάνει έναν βασιλιά να φαίνεται ζητιάνος.

Ο Γιώργος Καύκας πλάθει με πειθώ έναν αφελή Βασιλιά Θεοκλύμενο, έναν άνθρωπο με μανδύα κακού, αλλά ουσιαστικά έναν άνθρωπο που αφήνεται στα «έπεα πτερόεντα»

και εύκολα τον εξαπατούν οι άλλοι.

Οι Διόσκουροι Νικόλας Μαραγκόπουλος και Ορέστης Παλιαδέλης εμφανίζονται στην τελευταία σκηνή με ασημένια τεφλόν φορεσιά κι από ένα συννεφάκι στα χέρια, λικνίζονται χαριτωμένα και διασκεδάζουν εαυτούς και κοινό. Ο δε Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ως υπηρέτης, συμπληρώνει στο ίδιο ύφος, τον θίασο- βαριετέ.

Άλλωστε, η εποχή του Ευριπίδη είναι αυτή της αμφισβήτησης των μύθων και των ειδώλων: ο ποιητής απομυθοποιεί τον Μενέλαο, τον επικό ήρωα. Η εποχή του είναι αυτή του σοφιστικού κινήματος, του αρχαίου ελληνικού “διαφωτισμού” με κύρια χαρακτηριστικά του την κριτική κάθε αξίας και κάθε αυθεντίας, τον έλεγχο κάθε δεδομένης αντίληψης, την αμφισβήτηση των κοινωνικών στερεοτύπων. Ο Ευριπίδης, ως μαθητής των σοφιστών, υιοθετεί τις απόψεις τους.

Ο Χορός αποτελείται από Ελληνίδες αιχμάλωτες. Στον κομμό, τα λόγια του Χορού αποτελούν την αντιστροφή στο θρήνο της Ελένης. Εδώ φθίνει ο βαρύς ρόλος του (τα τραγούδια γίνονται ακόμη και ξεχωριστά μέρη), ωστόσο, δε χάνει την επαφή µε τα πρόσωπα του δράματος. Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τις συμβουλές, τις προτροπές, τις σκέψεις που εκφράζει. Κι όταν δρα, είναι παρών και κρίνει όσα συμβαίνουν. Διατυπώνει ηθικούς κανόνες, θρηνεί για τις ατυχίες ή έρχεται σε αντίθεση µε όποιον βρίσκεται στη σκηνή σε δεδομένη στιγμή. Δεκαπέντε εξαιρετικές γυναίκες ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε πλαισιώνουν την Ελένη, ερμηνεύουν, τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν. Μεταμορφώνονται από γυναίκες- σκλάβες σε προκλητικά Pin-up models, σε δεσποινίδες της Αβινιόν, σε συγκρότημα τζαζ και μπλουζ, σε εμπνευσμένα ιντερμέδια, σε Χορό αρχαίου δράματος. Όλες καλλίφωνες, όμορφες και άψογα συντονισμένες.

Ο Δημήτρης Σωτηρίου , όπως πάντα, ευφάνταστος χορογράφος , μέσα στο συγγραφικό πνεύμα και αρωγός της σκηνοθεσίας.

elenh5

Το δια ταύτα

Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Συνεργάτης σκηνοθέτης-Δραματουργία: Νικολέτα Φιλόσογλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Ενορχήστρωση - Μουσική διδασκαλία: Γιώργος Δούσος,
Moυσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Βοηθός χορογράφου: Σοφία Παπανικάνδρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα - Μαρία Ιακώβου
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Οδηγοί σκηνής: Γιάννης Παλαμιώτης, Μαρίνα Χατζηιωάννου

Παίζουν:

Έμιλυ Κολιανδρή (Ελένη)
Θέμης Πάνου (Μενέλαος)
Αγορίτσα Οικονόμου (Θεονόη)
Γιώργος Καύκας (Θεοκλύμενος)
Έφη Σταμούλη (Γερόντισσα)
Δημήτρης Κολοβός (Αγγελιοφόρος Α’)
Άγγελος Μπούρας (Αγγελιοφόρος Β’)
Δημήτρης Μορφακίδης (Τεύκρος)
Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Θεράπων)
Νικόλας Μαραγκόπουλος Ορέστης Παλιαδέλης (Διόσκουροι)

Χορός:

Νεφέλη Ανθοπούλου, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Νατάσα Δαλιάκα, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καλεμκερίδου, Αίγλη Κατσίκη, Άννα Κυριακίδου, Κατερίνα Πλεξίδα, Μαριάννα Πουρέγκα, Φωτεινή Τιμοθέου, Χρύσα Τουμανίδου

Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Δούσος (φλάουτο, κλαρίνο, σαξόφωνο, καβάλ), Δάνης Κουμαρτζής (κοντραμπάσο), Θωμάς Κωστούλας (κρουστά), Παύλος Μέτσιος (τρομπέτα, ηλεκτρική κιθάρα), Χάρης Παπαθανασίου (βιολί), Μανώλης Σταματιάδης (πιάνο, ακορντεόν).