Σχετικά άρθρα
ΒΑΚΧΕΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Παρασκευή, 23 Ιούλιος 2021 08:29 |
Βάκχες του Ευριπίδη
Οι Βάκχες στον 21ο αιώνα Την τελευταία θεατρική δεκαετία είχαμε αρκετές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σκηνοθετικές προτάσεις γύρω από το ανέβασμα των Βακχών, οι οποίες σε βάθος χρόνου μπορούν να εκτιμηθούν σε μια συγκριτική ερμηνευτική ανάλυση. Πρόκειται για ένα έργο ιδιαιτέρως δεκτικό σε διαφορετικές προσεγγίσεις παραμένοντας, ωστόσο, «ρευστό» και «χιμαιρικό». Από την πολυσυζητημένη εμφάνιση του Σάκη Ρουβά, ως Διόνυσου στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη το 2013, για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο «Κάρολος Κουν», μέχρι τις «Βάκχες δωματίου» του Έκτορα Λυγίζου (Υπόγειο Θεάτρου Νέου Κόσμου - 2013) και από τις «θρακιώτικες» Βάκχες σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου του ΚΘΒΕ το 2006, μέχρι τον «γυναικείο» Διόνυσο της Αγλαΐας Παππά στην παράσταση της Άντζελας Μπρούσκου στην Επίδαυρο (2014), είχαμε την ευκαιρία να δούμε διαφορετικές εκφάνσεις της σκηνοθετικής διαχείρισης της ευριπίδειας τραγωδίας. Το 2013 επίσης, η Μάρθα Φριντζήλα ανέβασε τις «Βάκχες» μ’ έναν 60μελή θίασο, ως μουσικό θεραπευτικό δρώμενο. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε και η ροκ εκδοχή από τον Άρη Μπινιάρη, πριν από δύο χρόνια στη Στέγη, με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, την οποία είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε εν μέσω καραντίνας στο επίσημο κανάλι της Στέγης στο youtube. Στο πλαίσιο του περσινού θεσμού « Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός», το Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» παρουσίασε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή σε εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους, με την Κωνσταντίνα Τάκαλου σε δυο ρόλους: Πενθέα και Αγαύης. Ο Χρήστος Σουγάρης, επίσης πέρυσι, επέλεξε μια κωμικοτραγική γραμμή στο ανέβασμα των Βακχών, τοποθετώντας τη δράση σε μια παρακμασμένη παιδική χαρά, αναδεικνύοντας το κομμάτι της τρέλας που είναι εγγενές στην βακχεία. Σ’ αυτό το πλαίσιο απέδωσε τους χαρακτήρες του δράματος, ως τους «τρελούς» του πάρκου, αξιοποιώντας στοιχεία του τσίρκου αλλά και αναγνωρίσιμων φιγούρων από τον αχανή αστικό κόσμο. Κορυφαία θεωρείται η ιστορική παράσταση των Βακχών από την ομάδα του Θεόδωρου Τερζόπουλου (1986), που έχει κυκλοφορήσει κινηματογραφημένη , ενώ προβλήθηκε και στο θεατρικό Φεστιβάλ Dubitanda το 2017. Τέλος, η διεθνώς πολυβραβευμένη Izumi Ashizawa το 2019 συμπράττει με το κυπριακό θεατρικό σχήμα Belacqua Theatre και σκηνοθετεί τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, συνδυάζοντας τους κώδικες του Ιαπωνικού θεάτρου Νο και του αρχαίου Ελληνικού δράματος. Φέτος η Νικαίτη Κοντούρη σκηνοθετεί την τραγωδία του Ευριπίδη για λογαριασμό της «Εταιρεία Τέχνης «Αrs Aeterna» σε σύμπραξη με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Ιωαννίνων. Την περιοδεύει και τη φέρνει και στο φεστιβάλ Φιλίππων. Υπόθεση Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της κόρης τού Κάδμου Σεμέλης, φτάνει στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή για να επιβάλει εκεί τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αρχικά αμφισβητούν τη θεϊκή καταγωγή του κι εκείνος, εκδικητικά, εμβάλλει μανία στις γυναίκες οι οποίες ως ακόλουθες του- Μαινάδες - καταφεύγουν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης, αρνείται να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και στρέφεται εναντίον τους. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο, ο οποίος όμως απελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι. Ο θεός εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβειά του. Τον πείθει να μεταμφιεσθεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα και, όταν φτάνει στο βουνό, οι εκστασιασμένες Μαινάδες με προάρχουσα την ίδια τη μητέρα του, τον διαμελίζουν. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, ως τρόπαιο λιονταροκεφαλής πάνω στον θύρσο. Στη συνέχεια, ο Κάδμος την ωθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει πράγματι διαπράξει και το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διόνυσου, ως θεού πλέον, που ανακοινώνει τη δυσοίωνη τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του. Οι Βάκχες είναι το τελευταίο και το πιο αινιγματικό έργο του Ευριπίδη. «Επικίνδυνο» το χαρακτηρίζει η σκηνοθέτις, επειδή έχει συνδεθεί με μεγάλες καταστροφές. Είναι η μοναδική σωζόμενη τραγωδία με διονυσιακό θέμα. Ένας περιπλανώμενος θίασος ακολουθεί έναν καινούργιο θεό σ’ ένα μαγικό ταξίδι αυτογνωσίας και έκστασης. Ο θεός Διόνυσος μεταμφιέζεται σε άνθρωπο και σαν «θηλύμορφος» ξένος επιστρέφει στη γενέθλια πόλη Θήβα, για να καθιερώσει τη λατρεία του. Είναι ο θεός της ετερότητας, της διαφορετικότητας, της μεταμφίεσης και της αμφισεξουαλικότητας. Ο θεός που καταργεί τα σύνορα που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους, τόσο του πλούτου όσο και του φύλου, της ηλικίας, ακόμα και τη διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη και θεία ιδιότητα. Η πόλη που αρνείται την ύπαρξή του θα γνωρίσει τη δύναμη και την κυριαρχία του μέσα από την τιμωρία. Ο ενθουσιασμός των Βακχών θα μετατραπεί σε έναν αιματηρό εφιάλτη. Το ιστορικό Ο Ευριπίδης φεύγοντας από την Αθήνα για τη Μακεδονία (Πέλλα), απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο τον δέχτηκαν οι Αθηναίοι, γράφει το 406- 405 π. Χ. ένα πολύ ενδιαφέρον έργο για το ίδιο το θέατρο και για το πώς συμπαρασύρεται ο θεατής στη δράση. Αναφέρεται σε μια περίοδο κρίσης μιας πόλης που πέρασε πολλές δεκαετίες οργάνωσης, αλλά επέδειξε μια κάποια αντίσταση σε πνεύματα ριζοσπαστικά. Είμαστε στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αθήνα έχει ηττηθεί και διολισθαίνει προς την παρακμή. Στο επίκεντρο της σύγκρουσης είναι ο Βασιλιάς Πενθέας , ο οποίος δέχεται επίθεση από αυτή την καινούργια θρησκεία του Διόνυσου, του θεού του θεάτρου και του ενστίκτου, του ορμέμφυτου. Αντιστέκεται στη νέα λατρεία παλεύοντας με όλες τις δυνάμεις του να οχυρώσει τον εαυτό του και την πόλη του ενάντια σ’ αυτήν την κακόβουλη εισβολή. Το έργο παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο ο Διόνυσος σπάει τις αντιστάσεις, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό του στο βουνό «Κιθαιρώνας», όπου κατασπαράσσεται από την ίδια του τη μάνα και τις Μαινάδες, δηλαδή τις γυναίκες που έχουν φύγει από την πόλη και έχουν ασπαστεί αυτή την καινούργια λατρεία. Εφόσον το κείμενο εκθέτει τη δύναμη του Διονύσου και τη φοβερή τύχη εκείνων που του αντιστέκονταν, η πρώτη εξήγηση που ήρθε στο νου των φιλολόγων - περί τα τέλη του 19ου αιώνα - ήταν ότι ο ποιητής είχε δοκιμάσει (ή νόμισε σκόπιμο να το προσποιηθεί) στη δύση της ζωής του μια μεταστροφή προς τη θρησκεία. Έτσι, οι Βάκχες ερμηνεύτηκαν ως μια «παλινωδία», μια αναίρεση του «αθεϊσμού», για τον οποίο ο Αριστοφάνης είχε κατηγορήσει τον συγγραφέα τους, στις «Θεσμοφοριάζουσες». Γράφτηκαν για να υπερασπίσουν τον Ευριπίδη απέναντι στην κατηγορία της ασέβειας, η οποία συνέθλιψε τον φίλο του Σωκράτη ή για να τον συμβιβάσουν με το κοινό πάνω σε θέματα, όπου είχε παρεξηγηθεί ή από μια αληθινή πεποίθηση «πως η θρησκεία δεν πρέπει να υποβάλλεται στο ψιλοκοσκίνισμα της λογικής». Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε μια νέα γενιά που, έχοντας διαφορετικές προκαταλήψεις, θαύμασε τον Ευριπίδη για εντελώς διαφορετικούς λόγους κι επιδίωξε να φέρει τις «Βάκχες» στα μέτρα των δικών της απόψεων ανανεώνοντας ριζικά την ερμηνεία τους. Έτσι, υποστήριξαν ότι ο Κάδμος και ο Τειρεσίας είναι θλιβεροί εκπρόσωποι της ορθοδοξίας και ότι ο Διόνυσος συμπεριφέρεται με ανελέητη σκληρότητα, όχι μόνο στους αντιπάλους του, τον Πενθέα και την Αγαύη, αλλά και στον υποστηρικτή του, τον Κάδμο. Αυτή η ερμηνεία αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα σε Γερμανία και Αγγλία. Ο θρησκευτικός ζήλος των χορικών, προσβολή και πέτρα του σκανδάλου, σε αυτούς τους κριτικούς εξηγήθηκε με διάφορους τρόπους, σαν παραχώρηση στις δεισιδαιμονίες του μακεδονικού κοινού ή σαν επιτυχημένος χαρακτηρισμός του φανατισμού.
Η παράσταση Με εφόδιο το κύρος και τον πλούτο της γλώσσας του Γιώργου Χειμωνά, ξεκινά ο Διόνυσος, αρχικά ως απόκοσμη, υπερφυσική φιγούρα κι ύστερα ως άνθρωπος, να προετοιμάζει το κοινό με τον πρόλογό του, στον οποίο παραθέτει όσα πρόκειται να συμβούν. Η πρώτη αυτή εικόνα μάς προϊδεάζει πως ό,τι ακολουθεί εντάσσεται στην ιερουργία μιας ανορθόδοξης τελετής. Θαρρείς, μας εισάγει στην άγρια χαρά και στον υπόκωφο θρήνο του παράξενου πονήματος του πιο απελπισμένου αλλά και πιο ειρωνικού από τους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας. Άλλωστε, η σκηνοθεσία ανασύρει -όπως διαπιστώνουμε – τόσο την απελπισία, όσο και την κωμικοτραγική ειρωνεία των «Βακχών», επομένως διαβάζει με καθαρότητα το έργο, διασώζει την ποίηση και το κοσμεί με άλλα επιτεύγματα. Όντως, ένας Χορός κυρίαρχος ξεπηδά από το κείμενο του Ευριπίδη. Το τραγούδισμά του διακόπτεται από αναπαραστάσεις - μνήμες ενός τετελεσμένου γεγονότος - με κεντρικό ήρωα τον Πενθέα και την οργή του. Μια νέα δραματουργία στήνεται στη Θυμέλη, ως σχόλιο στο έργο του Ευριπίδη. Στην παράσταση ο Χορός, δηλαδή ο θίασος γυναικών και, ταυτόχρονα, στρατός του θεού Διονύσου, είναι ο αδιαφιλονίκητος βασικός φορέας της αφήγησης. Ειδικά η επαφή των ηθοποιών με το γυμνό χώμα παραπέμπει ευθέως στο αρχέγονο διονυσιακό στοιχείο, το οποίο έλκει την καταγωγή του στην επαφή με τη γη, τον αδόμητο χώρο, την άγρια φύση και την ιερή μανία που προκαλεί η οινοποσία και η ένωση με τον Θεό. Στην πολυεπίπεδη τραγωδία, η Νικαίτη Κοντούρη στρέφει την προσοχή της στον Διόνυσο τον διπλογεννημένο, αλλά και στη μορφή του Πενθέα. Αυτός ο νέος βασιλιάς της Θήβας, εκφραστής της ανάγκης για το μέτρο και την εγκράτεια αρχικά, φτάνει μέσα από τον φανατισμό και την αλαζονεία, στην αποστείρωση, καταλήγει στο φόβο για τον Ξένο, στην βίαιη αντίδραση σε κάθε τι που δεν κατανοεί. Ο ερχομός του θεού Διόνυσου σε τούτη την παράσταση, μας καλεί να αποδεχτούμε την ύπαρξη των ενστίκτων. Μας υπενθυμίζει την ανάγκη για αναγνώριση της τελετουργικής φύσης μας και την ανάγκη για συλλογικότητα. Ακολουθώντας η σκηνοθέτις ένα ταιριαστό τελετουργικό ύφος στο δράμα, συνθέτει σε αρμονικό σύνολο τους επιμέρους τομείς: ερμηνείες, μουσική, σκηνικά, κοστούμια, κίνηση, φωτισμούς. Έχει δε επιλέξει εξαιρετικούς ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν τους ήρωες της τραγωδίας. Δεσπόζει στην ορχήστρα ένα κεκλιμένο επίπεδο, ένα σκαληνό τρίγωνο, ένα ορμητήριο του Βάκχου και των ακολούθων του, ενώ η χρήση πλαστικού εξυπηρετεί ανάγκες υλοποίησης σκηνογραφικής άποψης και σκηνοθετικού ευρήματος, αφού μεταβάλλεται έξυπνα σε οθόνη θεάτρου σκιών, σε πύλη εισόδου - εξόδου. Ταυτόχρονα, δίνει εικαστική διάσταση στον όρο «μίνιμαλ». Ο Τειρεσίας, ο τυφλός μάντης της Θήβας, έρχεται στη σκηνή ως Μαινάδα. Η καθόλου συνάδουσα με την ηλικία και το φύλο του ενδυμασία, το παρουσιαστικό και η στάση του «εικονογραφούν» τη δύναμη του Διονύσου. Πολύ καλή η επιλογή της Ιωάννας Παππά για τον Τειρεσία, η οποία ερμηνεύει με ασίγαστο οίστρο ένα αλλόκοτο πλάσμα, έμπλεο σεξουαλικών εμμονών, δάνειο, θαρρείς, από τον αλληγορικό «Λαβύρινθο του Πάνα» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο. Απλώνει επιδέξια ένα τεράστιο κύμα ηχοχρωμάτων στην ορχήστρα και με σπασμωδικές κινήσεις ολοκληρώνει αριστοτεχνικά την ιδέα της Κοντούρη. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας γήινος Πενθέας. Ο καλός ηθοποιός υποδύεται με εντυπωσιακή δεινότητα τον δύσκολο ρόλο του Βασιλιά, πριν και μετά την παρενδυσία. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου και ο Δημήτρης Πετρόπουλος είναι δοκιμασμένοι ηθοποιοί, έμπειροι, με ισχυρό ένστικτο. Μια σπαρακτική Αγαύη κι ένας στιβαρός Κάδμος. Μάλιστα, η Κωνσταντίνα Τάκαλου προκαλεί ένα επικό ρίγος στην καθηλωτική σκηνή της «ανάνηψης». Ο Αγγελιαφόρος του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, δίνει στο ρόλο του τις διαστάσεις που του ταιριάζουν. Ευχάριστη έκπληξη το Εβρίτικο μουσικό συγκρότημα Θραξ- Runks που ντύνει την παράσταση. Σχετικά, βέβαια, με τη μουσική στους βακχικούς παθιασμένους χορούς, δεν υπάρχουν δεδομένα. Μπορούμε μόνο να προβούμε σε κάποιες εικασίες, αναφορικά με τα όργανα και τον θόρυβο που προκαλούσαν ( βαρυβρόμων ὑπὸ τυμπάνων). Οπωσδήποτε εδώ η μουσική οδηγεί σε ενθουσιασμό. Πρόκειται για μια εξαίσια παραδοσιακή θρακιώτικη μουσική, παντρεμένη έξοχα με δυτικότροπους ηλεκτρονικούς ήχους. Έπαινοι αξίζουν στη συνολική δουλειά του συγκροτήματος. Η χορογραφημένη από την Ανδρονίκη Μαραθάκη κίνηση των σωμάτων του Χορού των γυναικών και των άλλων ηρώων, έχει έναν σταθερό ρυθμό και όλα κυλούν σε απόλυτη συμμετρία. Μουσική και κείμενο γίνονται τα μέρη μιας οδυνηρής τελετουργίας, έτσι όπως μαεστρικά την ενορχήστρωσε η Νικαίτη Κοντούρη. Εξαιρετικές και οι επτά «Μαινάδες». Το λιτό, πλην περιεκτικό σκηνικό της Λουκίας Μινέτου, όπως και τα ωχρόχρωμα κοστούμια της, παίζουν θετικό ρόλο στην αναπαράσταση ενός διαχρονικού έργου. Διακοσμούν περίτεχνα τη δράση και αναδεικνύουν αφενός τη μεγαλοπρέπεια του κύριου υποκριτή, του Διονύσου, κι αφετέρου την αναγκαστική στράτευση των γυναικών στην ακολουθία του. Εξαιρετικός ο Άκης Σακελλαρίου στον ρόλο. Η θητεία του πλάι στον Τερζόπουλο του έδωσε μέγιστη ικανότητα χειρισμού των εκφραστικών του μέσων. Είναι σαρωτικός στην κυριολεξία. Πληθωρικό ταλέντο, κερδίζει το κοινό από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή του έργου. Το έργο τελειώνει έτσι όπως άρχισε. Με τον Διόνυσο. Μετά την έξοδο όλων, μένει η θυμέλη να καίει προς τιμήν του θεού του θεάτρου. Μένουν κι οι θεατές με το πικρό δίδαγμα του ανήμπορου μπροστά στο “θείο”, ανθρώπου και, ταυτόχρονα, του ισχυρού θεού που λατρεύευαι και μέσα από την ίδια τη θεατρική παράσταση προς τιμήν του, σ’ ένα έργο διπλής όψης (όπου κάθε πρόσωπο υποδύθηκε κάτι άλλο από αυτό που ήταν), σαν τη φύση και τη ζωή. Εν κατακλείδι, με ενδιαφέρουσες ιδέες και σαφές όραμα η μεστή ματιά της σκηνοθέτιδας στην ευριπίδεια τραγωδία, είναι - με το παραπάνω - παραστασιακά εναργής, εγείρει την ενσυναίσθηση στους θεατές, τόσο για τις αισθητικές όσο και τις ερμηνευτικές επιλογές της, αλλά, κυρίως, για τα πολυσήμαντα μηνύματα, όπως η απορρόφηση της ατομικής συνείδησης μέσα από μια ομαδική συνείδηση: ο λατρευτής «θιασεύεται ψυχάν» με τον «κύριο της ζωής» Διόνυσο και με τους συντρόφους του στη λατρεία γίνεται ένα με τη ζωή της γης. Σ’ ένα αβέβαιο μέλλον, όπου όλα είναι ρευστά, αυτές οι «Βάκχες» συνθέτουν αναμφίβολα μία παράσταση που μας προβληματίζει για την εξέλιξη της δικής μας ιστορίας, έτσι όπως τώρα γράφεται. Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Παίζουν: Άκης Σακελλαρίου (Διόνυσος), Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (Πενθέας), Κωνσταντίνα Τάκαλου (Αγαύη), Ιωάννα Παππά (Τειρεσίας), Δημήτρης Πετρόπουλος (Κάδμος), Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Αγγελιοφόρος) Χορός Βακχών: Θάλεια Γρίβα, Σμαράγδα Κάκκινου, Ελένη Στεργίου, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ιουλία Γεωργίου, Σοφία Κουλέρα, Ιωάννα Τζίκα
|
Τελευταία Ενημέρωση στις Παρασκευή, 23 Ιούλιος 2021 08:49 |