Σχετικά άρθρα
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΤΤΙΚ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Δευτέρα, 11 Ιούνιος 2018 13:13 |
Αναζητώντας –ξανά- τον Αττίκ
Πρεμιέρα στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης σημαίνει κόσμος. Πολύς κόσμος. Κι ο λόγος, μια παράσταση που υμνήθηκε πριν από λίγα χρόνια και επανέρχεται για ν’ αποθεωθεί άλλη μια φορά. Διψάει για θεάματα του είδους το θεατρόφιλο κοινό κι έχει αρκετές δικαιολογίες. Η σπουδαιότερη, το τρίωρο ταξίδι σε μια εποχή που δε ζήσαμε, η απαλλαγή από εμβάθυνση σε κείμενο είτε αλληγορικό είτε έμπλεο συμβολισμών ή μηνυμάτων -διδαγμάτων -παραινέσεων- παραλληλισμών. Ανακουφιστική και απολύτως χρήσιμη η ελαφρότητα που δε σημαίνει ευτέλεια , αλλά διασκέδαση, αναψυχή, διέξοδο, ευχάριστη περιπλάνηση στη μουσική, στον χορό, στην εικαστική πανδαισία φώτων και κοστουμιών . Στη συγκριμένη περίπτωση υπάρχει ένα ακόμη δέλεαρ περίλαμπρο και ολοζώντανο. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο θρύλο της μουσικής εγχώριας σκηνής. Τη σπουδαία και απαστράπτουσα και ζωτικότατη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Το 2012 αυτή η δουλειά αναδείχτηκε από χιλιάδες θεατές σε παράσταση της χρονιάς, αναβιώνοντας στο Θέατρο Badminton τη θρυλική «Μάντρα» του Αττίκ, το έπος ζωής του Κλέωνα Τριανταφύλλου και της γενιάς του! Φέτος επέστρεψε στο «Παλλάς» των Αθηνών με ανανεωμένη διανομή και «πετάχτηκε» ως τη Θεσσαλονίκη για να τη δουν ή να την ξαναδούν οι Θεσσαλονικείς και όχι μόνο. Βιογραφία του συνθέτη: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1885. Γιος της Εριθέλγης Ραπτάκη. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο, όπου παρακολούθησε μαθήματα μουσικής που, όπως φάνηκε, τον επηρέασαν στη συνέχεια. Όταν το 1907 σε ηλικία 22 ετών ο Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου ήταν το πραγματικό του όνομα) πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, αποφασίζει να τις εγκαταλείψει για να γραφτεί στο Κονσερβατόριο, όπου γίνεται δεκτός από τον Gabriel Fauré. Σχεδόν αμέσως εργάζεται ως πιανίστας στα café-concert της πόλης, μελοποιεί ποίηση κι αρχίζει να συνθέτει τραγούδια, μουσική δωματίου και lied. Παίζει στα μεγαλύτερα θέατρα του Παρισιού, μοιράζεται τη σκηνή με την Colette και τον Maurice Chevalier, δίνει τραγούδια στους δημοφιλέστερους γάλλους ερμηνευτές. Υπογράφει, τέλος, πολύχρονο συμβόλαιο με τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της εποχής. Αυτή είναι η τελευταία περίοδος της ξέγνοιαστης Belle Époque στο Παρίσι του Πικάσο και του Κοκτό για τον νεαρό Αττίκ κι η αρχή μιας μεγάλης καριέρας, με πολλές επιτυχίες και περίπου 300 τραγούδια. Στο Παρίσι θα παραμείνει μέχρι το 1930 και στη συνέχεια θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου δημιουργεί την περίφημη «Μάντρα του Αττίκ», κατακτώντας μέχρι το θάνατό του ( το 1944) τον τίτλο ενός από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα. Το φθινόπωρο του 2013 ο Γιώργης Χριστοδούλου, πάντοτε στο Παρίσι, βρίσκει την πρώτη παρτιτούρα του Αττίκ. Από εκεί ξεκινά την έρευνα για να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος από το διάσπαρτο αυτό υλικό το οποίο όλοι ως τότε θεωρούσαν χαμένο. Η διαδρομή που πέρασε μέσα από αρχεία, βιβλιοθήκες, συλλέκτες και εκδοτικούς οίκους κατέληξε στη δημιουργία ενός βιβλίου-CD με τίτλο «Ο Αττίκ στο Παρίσι». Το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο σπουδαίος τραγουδοποιός, τραγούδια του καμπαρέ με σκαμπρόζικους στίχους, μελωδικά βαλς και μπολερό, μελοποιημένη ποίηση και μία σύνθεση για πιάνο ηχογραφούνται σε πρώτη εκτέλεση ύστερα από έναν αιώνα. Λίγο πριν από τον θάνατό του πρωταγωνίστησε στην ταινία «Χειροκροτήματα» του Γιώργου Τζαβέλλα που είχε κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία . Ο δεύτερος γάμος του με την καλλονή της εποχής, την ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου ( η οποία αργότερα παντρεύτηκε τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη πατέρα της Μελίνας) , είχε ατυχή κατάληξη. Κάποιο βράδυ η Φιλιππίδου με τον νέο σύζυγό της, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη, εμφανίστηκε στη Μάντρα και το κοινό, περιπαιχτικά, άρχισε να ζητά το «Είδα Μάτια», που ήταν γραμμένο για εκείνην. Ο Αττίκ αποσύρθηκε πικραμένος, και μετά από 10 λεπτά, αφού αυτοσχεδίασε, επέστρεψε και έπαιξε το «Ζητάτε να σας πω» ως απάντηση. Η παράσταση είναι εμπλουτισμένη με νέα κειμενάκια –στιχάκια και τραγούδια, που σε συνδυασμό με τη νέα "dream team" διανομή και τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια δημιουργούν μία φρέσκια μουσική παράσταση . Τα Λόγια και η επιλογή των τραγουδιών είναι καρπός συστηματικής ιστορικής και μουσικής έρευνας με τη γνώση και το κύρος του Λάμπρου Λιάβα, ενώ τα ευφυή στιχουργικά ιντερμέδια υπογράφει ο Γιάννης Ξανθούλης. Τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία έχει αναλάβει η Σοφία Σπυράτου, την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση της ορχήστρας ο Θόδωρος Κοτεπάνος, τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος, ενώ ο Μανόλης Παντελιδάκης σχεδίασε τα καινούρια εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια. Είδαμε , σίγουρα, μια γοητευτική δουλειά . Μια χορταστική μουσικοχορευτική αναδρομή χωρίς διάθεση «ρετρό», αλλά με πολύ χιούμορ, σαρκασμό, τρυφερότητα και συγκίνηση. Μελωδίες και στίχοι που επηρέασαν όλους τους κατοπινούς δημιουργούς και συντρόφεψαν γενιές ολόκληρες στους έρωτες, τις χαρές και τις λύπες τους (Ζητάτε να σας πω, Παπαρούνα, Τα νιάτα, Είδα μάτια, Τα τελευταία γιασεμιά κ.ά.). Η ορχήστρα επί σκηνής, η ομάδα από υπερταλαντούχα νεαρά αγόρια και κορίτσια, χάρμα ιδέσθαι και οι επικεφαλής άξιοι μεν, στα γνωστά μονοπάτια δε. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος είναι αποδεκτά «ράθυμος» και αρκούντως ικανοποιητικός στον ρόλο του. Ο ΄Ακης Σακελλαρίου επαναλαμβάνεται αλλά το κάνει πολύ καλά, όπως ακριβώς και ο Μίνως Θεοχάρης, η Νάντια Κοντογεώργη και η Κατερίνα Παπουτσάκη. Πράγματι, έχουν αναμετρηθεί όλοι τους με το μουσικό θεατρικό είδος και κέρδισαν κοινό και ειδικούς . Προσωπικά, σαφώς, προτιμώ να βλέπω ένα πληθωρικό ταλέντο επί σκηνής ξανά και ξανά, παρά ένα άλλο, απλώς, συμπαθητικό . Μουσική έρευνα – κείμενα: Λάμπρος Λιάβας
Μέγαρο Μουσικής 25ης Μαρτίου 25 Θεσσαλονίκη Πληροφορίες - Εισιτήρια: |