Σχετικά άρθρα
HEDDA GABLER |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 20 Μάρτιος 2018 18:40 |
Hedda Gablerτου Henrik Ibsen
Οι άνδρες και οι γυναίκες δεν ανήκουν στον ίδιο αιώνα
Η υπόθεση (Από το δελτίο τύπου) Η Έντα Γκάμπλερ, κόρη του αποθανόντος στρατηγού Gabler, θύμα των υψηλών της απαιτήσεων, βρίσκει στο πρόσωπο του Jürgen Tesman το σύζυγο με τις προοπτικές που μπορεί ίσως να της επιστρέψει τη «χαμένη» κοινωνική και οικονομική αίγλη. Όταν από σύμπτωση ξανασυναντά τον Ejlert Lövborg, εκείνον που κάποτε ανομολόγητα ερωτεύθηκε και μαθαίνει ότι, με τη βοήθεια μια άλλης γυναίκας, κατώτερης ταξικής προέλευσης, θα εκδώσει ένα σημαντικό, καινοτόμο βιβλίο και ότι με αυτό είναι ακαδημαϊκός συνυποψήφιος του συζύγου της, συγκλονίζεται και καταστρέφει αυτό που δεν μπορεί να δεχτεί. Υπονομεύει το σύζυγο της με την ψυχρότητα, διαψεύδει την εγκυμοσύνη της, καταστρέφει το έργο ζωής της Tea Elvsted, καίει τα χειρόγραφα του Ejlert και τέλος επιλέγει την αυτοκτονία ως την τελευταία διεστραμμένη απόπειρα της για να ικανοποιήσει τη δίψα για ζωή. Απεικονίζοντας την παθολογία, μιας απογοητευμένης γυναίκας, ο Ίψεν με την Έντα Γκάμπλερ καταθέτει την πιο ισχυρή διαμαρτυρία απέναντι σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, αποφασισμένη να θυσιάσει χάριν των δικών της συμφερόντων, την ελευθερία και την ατομική έκφραση των πιο χαρισματικών μελών της. Σήμερα η Έντα Γκάμπλερ διαγράφει μέσα από τους αιώνες την επιτέλεση του φύλου της. Τα πάντα είναι «προσποίηση».
Η ηρωίδα Όταν ο Ίψεν δημιουργούσε την Έντα Γκάμπλερ ίσως να μην φανταζόταν ούτε ο ίδιος ότι η ηρωίδα του θα μετέφερε στο χρόνο με τέτοια διαχρονικότητα τις εσωτερικές συγκρούσεις και τον αβάστακτο θυμό του κάθε γυναικείου πλάσματος με ισχυρή προσωπικότητα που παγιδεύεται σε κόσμους αφιλόξενους για το πνεύμα του. Ο χαρακτήρας του περιγράφει διαχρονικά και σε βάθος την γυναίκα την ανυπότακτη κι ασυμβίβαστη, την δημιουργική και γενεσιουργό που όμως «ζει σε άλλο αιώνα από αυτόν των αντρών» και δεν της επιτρέπεται να υπερβαίνει κάποια όρια, όχι επειδή δεν της ταιριάζει ή δεν μπορεί να το υποστηρίξει ως φύση αλλά επειδή αιώνες τώρα όταν τολμάει να το κάνει, οι κοινωνικές, οικογενειακές ακόμα κι οι πολιτικές δομές, διαταράσσονται. Και ο μόνος τρόπος να προστατευτούν, είναι η φυσική και ψυχική της εξόντωση. Η Έντα βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις άντρες, οι οποίοι μαζί με όλο σχεδόν τον αντρικό πληθυσμό της πόλης της, την ποθούν έντονα. Κανείς τους όμως στην πραγματικότητα δεν την γνωρίζει ούτε θα επιχειρήσει να την προσεγγίσει σαν πνεύμα και σαν προσωπικότητα. Ο Tesman χαίρεται που εξασφάλισε ως κατοικίδιο, την πιο περιζήτητη νύφη της πόλης του, την περιφέρει σαν έπαθλο, της προσφέρει σχεδόν όλα όσα εκείνος νομίζει πως χρειάζεται αλλά είναι τόσο αφοσιωμένος στις ανούσιες έρευνές του και στα μπεκρουλιάσματα με τον φίλο του το δικαστή ώστε δεν αντιλαμβάνεται καν την παρουσία της ακόμα κι όταν εκείνη πυροβολεί γύρω της λεκτικά και κυριολεκτικά. Ο δικαστής την φλερτάρει ανενδοίαστα ελπίζοντας να την παρασύρει στο κρεβάτι του έτσι ώστε να τρυγήσει τις θηλυκές της χάρες χωρίς να φορτωθεί και τις ευθύνες που συνεπάγεται η συζυγική ζωή. Την παρενοχλεί συστηματικά μέσα στο ίδιο της το σπίτι και κάτω από τη μύτη του συζύγου της σαν να αποτελεί αυτό αναφαίρετο δικαίωμα του φύλου του. Ξέρει τι θέλει από αυτήν και θα καταφέρει στο τέλος να την παγιδέψει ώστε να το κερδίσει. Όμως ουδέποτε τον ενδιέφερε ο ψυχικός της κόσμος κι η λαχτάρα της για δικαίωση. Κι εκείνος ο τρίτος, που τον είχε ερωτευτεί και που εξακολουθεί να είναι ερωτευμένη μαζί του, ο ταλαντούχος κι εμπνευσμένος αλλά αυτοκαταστροφικός Lövborg, εξακολουθεί να έχει στραμμένο το βλέμμα πάνω της, χωρίς όμως να την βλέπει καν αφού η γυναίκα που πραγματικά χρειάζεται δεν είναι παρά ένα πλάσμα απόλυτα αφοσιωμένο στον ίδιο και το έργο του, μια γυναίκα έτοιμη να θυσιαστεί για τα δικά του οράματα χωρίς φυσικά να διαθέτει δικά της, ένα πλάσμα στον αντίποδα της Έντα, της πραγματικής γυναίκας με δική της υπόσταση και δικές τις ανησυχίες. Η Έντα δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μια ιδανική σύζυγος για τον άντρα της, μια αξιόπιστη ερωμένη για τον δικαστή, μια αφοσιωμένη συνεργάτης-μητέρα για τον αγαπημένο της. Δεν εκπληρώνει καμία από τις προσδοκίες των αντρών μέσω του τρίπτυχου σύζυγος-μητέρα-ερωμένη. Γιατί έχει ένα άλλο εκτόπισμα, έχει δική της ύπαρξη, ανατράφηκε από τον στρατιωτικό πατέρα της έτσι ώστε να μην είναι το φάντασμα ενός άντρα αλλά ένα πλάσμα αυτόνομο και ισχυρό, μια αυθεντική γυναίκα. Κι αυτό δεν συγχωρείται ούτε στον αιώνα του Ίψεν αλλά ούτε και σήμερα στον δικό μας προοδευτικό, φεμινιστικό, δυτικό κόσμο. Αυτό επιτρέπεται μόνο στους άντρες και πρέπει να περάσεις των παθών σου τον τάραχο για να το επιβάλλεις αν είσαι γυναίκα. Η Έντα δεν μπορεί να ανήκει σε κανένα αιώνα, ο αιώνας της δεν έχει ακόμα έρθει. Παγιδευμένη ανάμεσα σε πρότυπα γυναικών έτοιμων να θυσιαστούν για τον άντρα και αρσενικών που επιθυμούν γυναίκες οι οποίες να εξυπηρετούν τα αδηφάγα «εγώ» τους, ψάχνοντας μια ταυτότητα που ποτέ δεν θα της αναγνωρίσουν, επιθυμώντας έναν έρωτα που κανείς δεν είναι άξιος να της προσφέρει, λαχταρώντας την ομορφιά που δεν εκφράζεται από κανέναν, σαν αγρίμι στο κλουβί πια, γίνεται μια φονική μηχανή και καταστρέφει τα πάντα γύρω της ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν είναι μια αστή που πλήττει, είναι το φάντασμα μιας αμαζόνας, μιας πολεμίστριας, μιας αρχαίας θεάς, μιας βασίλισσας του σεληνιακού κόσμου που δεν χωράει πουθενά και που δεν μπορεί από κανέναν να γίνει όχι αποδεχτή, ούτε καν κατανοητή. Με το θάνατο της, να είναι η μοναδική πράξη ομορφιάς που δικαιούται, η Έντα θα κρατήσει τον εαυτό της αμόλυντο από την ατίμωση της άνευ όρων παράδοσης κι αυτή θα είναι η μόνη της νίκη.
Η παράσταση Η Μπρούσκου δημιούργησε μια παράσταση χειροποίητη και ενεργειακά πλήρη όντας σε μια θαυμαστή δημιουργική ωριμότητα που της επιτρέπει να αξιοποιεί στο έπακρο τα ταλέντα και τις γνώσεις της, στοχεύοντας κατευθείαν στο κέντρο κι αποφεύγοντας περιττούς εντυπωσιασμούς και ευρήματα που δεν εξυπηρετούν το στόχο της. Διάλεξε ένα χώρο που συμπρωταγωνιστεί και που δημιουργήθηκε την ίδια εποχή με το έργο, ένα χώρο σαν την ομορφιά που λαχταράει η ηρωίδα του Ίψεν αλλά ταυτόχρονα εξ ίσου λεηλατημένο με αυτήν. Κίνησε τους ηθοποιούς της στην αίθουσα χορού του παλιού ξενοδοχείου σαν να ήταν τα φαντάσματα όχι ενός άλλου κόσμου αλλά του δικού μας ο οποίος βρίθει από ψυχές γεμάτες ανεκπλήρωτα πάθη και βυθισμένες στο εσωτερικό τους χάος, από πρόσωπα-μαριονέτες που δεν μπορούν πια να υπάρξουν παρά μόνο σαν σκιές. Υπέβαλλε άλλες εποχές αλλά δεν τις επέβαλλε δίνοντας στο έργο την διαχρονικότητα που του αξίζει αλλά απελευθερώνοντας το ταυτόχρονα κι από τα δεσμά της ηθογραφίας ή του δράματος σαλονιού, προσφέροντάς του την δυνατότητα να υπάρξει ως τελετουργικό και συμβολικό δράμα χωρίς να χάσει την εσωτερική του δυναμική και την καθαρότητα της πλοκής του. Η Έντα της, διάφανη αλλά στιβαρή, νευρώδης και ταυτόχρονα εξασθενημένη, σπαράσσουσα σαν αγρίμι που αιμορραγεί αλλά και επιβλητική σαν παγωμένη βασίλισσα του βορρά, τρομακτική κι αβάστακτα ρομαντική αλλά και γεμάτη ρωγμές όπως κι οι τοίχοι γύρω της, καταφέρνει να κάνει τον θεατή να ανατριχιάσει εξ αιτίας της συγγένειας της απελπισίας της με το πιο σκοτεινό και το πιο λαμπρό κομμάτι της ύπαρξής του. Εκείνο ακριβώς που αναγκαζόμαστε να σκοτώσουμε για να υπάρξουμε σε έναν κόσμο ο οποίος δεν το χρειάζεται, το φοβάται, το πολεμάει. Και που εξακολουθεί να περιφέρεται σαν φάντασμα μέσα μας, βαραίνοντας τις νύχτες μας. Η Έντα της Μπρούσκου κάτω από το βλέμμα των οικείων της είναι σνομπ κι απόμακρη, ψυχρή και συγκροτημένη αλλά όταν δεν την βλέπουν χτυπιέται από μία λύσσα ανεξέλεγκτη, τα βλέμματα της είναι πιο εύγλωττα από τα λόγια της και συχνά εκφράζουν αντίθετα νοήματα. Τα είδωλά της στον κατεστραμμένο καθρέφτη αποτελούν διαστρεβλωμένες αντανακλάσεις της εικόνας της. Οι ενδυμασίες της είναι χαρακτηριστικές: λευκό φόρεμα για την νύφη που μπαίνει στο σπίτι της, μαύρο παντελόνι για την μαχητική οικοδέσποινα, γούνες βαριές και προστατευτικές. Οι κινήσεις της, που μοιάζουν με τις κινήσεις ενός νευρόσπαστου, δηλώνουν έναν διαταραγμένο ψυχισμό, οι εκφράσεις της διαθέτουν μια πλούσια γκάμα περνώντας από την παγερή αδιαφορία στην οργή κι από την απάθεια στην νευρωτική εγρήγορση. Επίσης στο φινάλε, πυροβολείται πολλές φορές, πυροβολείται κάθε φορά που ξανασηκώνεται. Πρόκειται για μια αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση κι όχι για μια ακαριαία αυτοεξόντωση. Οι φωτισμοί ελάχιστοι αλλά λειτουργικοί συνδυάζονται με πηγές φωτός επί σκηνής, μεταθέτοντας τις ατμόσφαιρες ανάλογα με τους χρόνους και τις συνθήκες αλλά διατηρώντας απαραβίαστο αυτό το παράξενο μίγμα νοσοκομειακής αποστείρωσης και νοσταλγικής αναπόλησης. Οι μουσικοί νυγμοί ενδυναμώνουν τις εσωτερικές συγκρούσεις αφήνοντας τη γύμνια της σκηνικής δράσης ανυπεράσπιστη, χωρίς καλλιέπειες, λειτουργώντας σαν «συναγερμοί» που εντείνουν το διαταραγμένο ψυχισμό της ηρωίδας.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη ως Hedda Gabler, μπορεί να υπηρετήσει στην εντέλεια την σκηνοθετική οπτική της Μπρούσκου γιατί λόγω και πολύχρονης συνεργασίας, διαθέτουν μια κοινή σκηνική γλώσσα αλλά και μια εξωλεκτική επικοινωνία. Εξαιρετική και απόλυτα δοσμένη στο ρόλο της η ταλαντούχα ηθοποιός, κατέκτησε όχι μόνο την κίνηση και το ταπεραμέντο της ηρωίδας αλλά κυρίως την εσωτερική της διαδρομή που δεν εκφράζεται με λόγια, υπονοείται μόνο από τα βλέμματα, τους τόνους της φωνής και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε όσα δείχνει κι αυτά που κρύβει. Σιλουέτα ψιλόλιγνη κι αιθερική, ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το αόρατο, κινήθηκε στη σκηνή με την άνεση μιας έμπειρης πρωταγωνίστριας και συνδέθηκε με τους υπόλοιπους ηθοποιούς μέσα από μια χημεία που αποτελεί χαρακτηριστικό της ομαδικής δουλειάς και της πολύχρονης άσκησης των εκφραστικών της μέσων. Ακόμα και στο χειροκρότημα παραμένει η Γκάμπλερ και με το λοξό της χαμόγελο, το ευθύ, παγωμένο βλέμμα προκαλεί τους θεατές σε μια απελπισμένη, άνευ όρων αναμέτρηση, σε μια μονομαχία με το παγιδευμένο μέσα τους, είδωλό της. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ως Jürgen Tesman, μας δίνει έναν χαρακτήρα που ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στο γελοίο και στο χαριτωμένο, αποδίδει τις λεπτομέρειες του ρόλου του με ευκρίνεια και εκφράζει αυτό το μίγμα αφέλειας και φιλοδοξίας μέσα από ένα φίλτρο αξιοπρέπειας που τον δικαιώνει. Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας ως δικαστής Μπρακ είναι ταυτόχρονα απειλητικός και προσβλητικός, μπον βιβέρ και χυδαίος, πείσμων κι αδιάφορος, δίνοντας μας μια ερμηνεία ευέλικτη και δυναμική. Η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου ως Tea Elvsted διαχειρίζεται την ηρωίδα της με μια παιδικότητα αφοπλιστική και μια συγκινησιακή φόρτιση που δίνει υπόσταση στην παρορμητική, επιφανειακή ψυχοσύνθεσή της αφήνοντας έκθετη τη ρωγμή της συμφεροντολογικής πτυχής του χαρακτήρα που επιζητεί απεγνωσμένα να υπάρξει μέσα από την δόξα των άλλων. Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου ως Ejlert Lövborg, αποδίδει έναν ήρωα ασταθή, πλούσιο συναισθηματικά, παρορμητικό και ευφυή, αποπνέοντας μια εύθραυστη γοητεία και έναν ανόθευτο ερωτισμό. Η Ειρήνη Αϊβαλιώτου είναι υπέροχη ως Γιούλε Τέσμαν, τρυφερή, πολυάσχολη, δοτική, πολυλογού, ανασφαλής, υπομονετική, ενθουσιώδης. Μας παραδίδει μια φιγούρα χαρακτηριστική της ηρωίδας, με πλούσιες φωνητικές και συναισθηματικές αποχρώσεις, με έντονη παρουσία και μια αθώα, αφελή σχεδόν και γι’ αυτό συγκινητική, ψυχοσύνθεση. Τέλος η νεαρή και πολύ ταλαντούχα Χριστίνα Παπαδοπούλου μας δίνει μια διαφορετική Μπέρτα, μια υπηρέτρια σκληρή, παρατηρητική, με οξύ βλέμμα, απότομους τρόπους, ένα στοιχειό του σπιτιού που μοιάζει να ζει πίσω από τις πόρτες, ένα φάντασμα που ο ιδιοκτήτης έφερε στη νέα του κατοικία μαζί με τις αποσκευές του και που μοιράζεται την τύχη των κυρίων της χωρίς όμως να «συναισθάνεται» κιόλας το δράμα τους. Η ερμηνεία της υποβάλλει ένα σιωπηλό σχόλιο για την υποκρισία της αστικής τάξης που κρύβει κάτω από το χαλί τις παρεκτροπές της.
Παίζουν: Παρθενόπη Μπουζούρη, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, Θάνος Παπακωνσταντίνου, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Ειρήνη Αϊβαλιώτου, Χριστίνα Παπαδοπούλου «Μπάγκειον», ιστορικό ξενοδοχείο – μνημείο Πλατεία Ομονοίας 18 (Σταθμός μετρό Ομόνοια. (Η έξοδος «Αθηνάς – Σταδίου» σας φέρνει ακριβώς στην είσοδο του ξενοδοχείου) Παραστάσεις: Ως 1 Απριλίου Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 9 μ.μ. και Κυριακή στις 7.30 μ.μ. Τιμές: 10-15 ευρώ. Προπώληση μέσω Viva Διάρκεια : 120 ' Τηλέφωνο κρατήσεων: 6938500457 (Από 16.00 έως 20.00, καθημερινά). Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
|