Σχετικά άρθρα
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΤΖΟΥΛΙΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τετάρτη, 16 Μάρτιος 2016 18:30 |
Δεσποινίς Τζούλια του Αύγουστου Στρίντμπεργκ Το έργο αυτό του Σουηδού συγγραφέα –ο οποίος διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του και αποκρυπτογραφεί τις μύχιες πτυχές τους, σαρκάζοντας τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και την καθώς πρέπει στείρα ηθική στάση-, έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από δημιουργούς και κοινό κι αποτελεί ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα στη χώρα μας. Για ακόμα μία φορά ο συγγραφέας θέτει το αρσενικό και το θηλυκό αντιμέτωπα στην αρένα της αέναης σύγκρουσης των δύο φύλων, με μια επιπλέον δυναμική στο έργο αυτό, ένα είδος ταξικής διαφοροποίησης αφού η Τζούλια είναι η κόρη του άρχοντα στον οποίο ο Ζαν είναι υπηρέτης. Υπάρχει και το τρίτο πρόσωπο, η Κριστίν που δεν συμπληρώνει όμως εδώ το Ιψενικό τρίγωνο αλλά κυρίως ισορροπεί τις δυναμικές του γυναικείου φίλου απέναντι στην Κριστίν και τις δυναμικές της κοινωνικής της τάξης, απέναντι στον Ζαν. Παραδόξως η Κριστίν είναι πιο συντηρητική σε θέματα ταξικής διαφοροποίησης, απορρίπτοντας κάθε υπονόμευση του τυπικού όσον αφορά την σχέση υπηρέτη-αφέντη κι απολαμβάνοντας την κατώτερη θέση της στην κοινωνία με έναν απόλυτο τρόπο, με μια σχεδόν αλαζονική αυτάρκεια αλλά και στέρεα υποταγή η οποία ωστόσο δεν την εμποδίζει να κερδοσκοπεί εις βάρος του αφέντη της και κατά βάθος να τον περιφρονεί. Η Τζούλια στον αντίποδα δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει, δεν είναι καθόλου η αμιγής ευγενής, διαθέτει το γενετικό υλικό μιας ταξικής διασταύρωσης, μέσα της συγκρούονται η υπέρμετρη αλαζονεία της γαλαζοαίματης με την ελευθεριάζουσα παρορμητικότητα μιας χωριάτισσας που χορεύει μεθυσμένη ως το πρωί και παραδίδεται χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες, στα σαρκικά της πάθη ή σε έναν κατά φαντασίαν έρωτα. Ο Ζαν είναι η κλασσική περίπτωση υπηρέτη που ονειρεύεται να γίνει μια μέρα ο αφέντης, σχεδόν εμμονικά επιθυμεί να ανέλθει, να δρασκελίσει το κατώφλι της εξουσίας και να την ασκήσει. Εκμεταλλεύεται έντεχνα το μεθύσι και την νευρωτική σεξουαλική έκρηξη της Τζούλιας για να την παγιδεύσει και να την χρησιμοποιήσει σαν το πρώτο σκαλοπάτι της ανόδου του. Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών που θα σηματοδοτήσουν ταξικές και πολιτικές ανατροπές κι ο Ζαν είναι εκείνος που υπηρετεί τις δυναμικές της νέας τάξης πραγμάτων ενώ η Τζούλια εκφράζει την φθορά της παρηκμασμένης αριστοκρατίας κι η Κριστίν την πίστη στις παλιές καλές αξίες που κλυδωνίζονται. Η νύχτα της γιορτής του μεσοκαλόκαιρου, η πιο μικρή του χρόνου, εξελίσσεται σε διονυσιακή, τα όρια παραβιάζονται, οι κώδικες σπάνε, οι ήρωες εκτρέπονται. Συνειδητά και με στόχο ο Ζαν, μ’ έναν επιπόλαιο, παιδικό ενθουσιασμό η Τζούλια. Την επόμενη μέρα μέσα στην κουζίνα, κάτω, εκεί που κινείται και δρα το υπηρετικό προσωπικό υπό την εποπτεία του άρχοντα αλλά χωρίς την παρουσία του, η Τζούλια θα διαπιστώσει με έκπληξη πως ένας υπηρέτης μπορεί να είναι εξ ίσου στυγνός, υποκριτής, κερδοσκόπος και βάναυσος με έναν αφέντη ειδικά όταν σκοπεύει να πάρει τη θέση του. Η «καημένη» η Κριστίν βρίσκει την ευκαιρία να απολαύσει μιαν εκδίκηση μέσα από την ταπείνωση της κυράς της έστω κι αν παριστάνει πως την σπλαχνίζεται κάτι που στην πραγματικότητα δεν έχει νοιώσει ποτέ. Ασκεί κι εκείνη την δική της υπόγεια εξουσία αποδεικνύοντας πως η καταδυνάστευση του ενός από τον άλλο δεν είναι ένα ταξικό ζήτημα αλλά μια πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Η Τζούλια συντρίβεται γιατί δεν έχει αγαπηθεί κι όχι γιατί παραβιάστηκε ο παρθενικός της υμένας από τον υπηρέτη της. Είναι αποκλεισμένη γιατί ενώ θα μπορούσε να δραπετεύσει από την φυλακή του πατρικού βασιλείου, βλέπει τώρα καθαρά πως θα κατέληγε σε μια άλλη εξ ίσου δυναστευτική φυλακή, από την οποία παρά τις απονενοημένες της προσπάθειες, ούτε η μητέρα της κατάφερε να ξεφύγει. Είναι μέσα της ο εχθρός, είναι η ίδια της η παράδοξη, διπολική κι αντιφατική φύση της που την μάχεται, η λαχτάρα της να συντρίψει το πεπρωμένο της, είναι ανυπεράσπιστη απέναντι στον Ζαν αλλά και απέναντι στην Κριστίν γιατί ενώ εκείνοι αντιμάχονται ή υποτάσσονται στη μοίρα τους μέσα από προδιαγραμμένες οδούς, η Τζούλια αντιμάχεται και εν τέλει υποτάσσεται στον εαυτό της, μέσα από το δύσβατο μονοπάτι της επίγνωσης. Η Μελεμέ έστησε μια παράσταση με έντονους ρυθμούς, πολύ ισχυρή την αίσθηση του χιούμορ και του σαρκασμού, τολμηρή κι ευφάνταστη αλλά όχι απόλυτα ενταγμένη στην παράσταση κινησιολογία και έντονες διακυμάνσεις στις δράσεις με κυρίαρχες τις εκρηκτικές συγκρούσεις. Ο Τζιόβας τήρησε μια ομοιογενή, υποτονική γραμμή στην ερμηνεία του Ζαν χωρίς να τονίσει ιδιαίτερα τις εσωτερικές αποχρώσεις του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του και χωρίς να προσδώσει αυτήν την αδιόρατη σχεδόν αίσθηση του παιχνιδιού που τον χαρακτηρίζει, την διαρκή ψυχική μετακίνηση ανάμεσα στην ειλικρινή εξομολόγηση και την κυνική αποπλάνηση, την πικρία για την κατωτερότητά του και την εκπεφρασμένη κι άμετρη φιλοδοξία να εξυψωθεί. Η Αρσένη κράτησε την ηρωίδα της στα μέτρα της αλλά δεν κατάφερε να την απογειώσει στα ελάχιστα σημεία του έργου που αποκαλύπτει έναν εσωτερικό κόσμο ανελέητο και εκδικητικό, κατακεραυνώνοντας την εκπίπτουσα αντίπαλό της μέσα από τις επιταγές της θρησκείας που υποκριτικά υπηρετεί. Η Κίτσου έπλασε μια Τζούλια πολύ ιδιαίτερη, εκφραστική, χυμώδη, γοητευτική ακόμα κι όταν εξευτελίζεται, έντονα συναισθηματική, οργισμένη και σαρκαστική, με στοιχεία ανεπιτήδευτης παιδικότητας, ενίοτε κωμική κι άλλοτε σπαρακτική. Η εξαίρετη ηθοποιός ανέδειξε κάθε απόχρωση του ρόλου της, έφερε στην επιφάνεια τις μπορντελάιν πτυχές του και παρέδωσε μια ερμηνεία πρωτότυπη που φωτίζει απροσδόκητα τον ρόλο χωρίς όμως ούτε στιγμή να τον προδίδει. Εμπνευσμένη η χορογραφική οπτική της Κολοκοτρώνη αλλά δεν ενσωματώθηκε με την σκηνική δράση, έδωσε μια εξεζητημένη κινησιολογία αποκομμένη από την ερμηνευτική γραμμή, χωρίς έρμα και χωρίς αντιζύγιο στις υπόλοιπες σωματικές δράσεις των χαρακτήρων. Ενδιαφέρουσα η σκηνογραφική σύλληψη που προσδίδει στο χώρο μια έντονη αίσθηση αρένας και λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα κι ειδικά το κομμάτι του πάγου που λιώνει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης κι η απότομη πτώση του ταβανιού στο φινάλε. Λειτουργικά, εμπνευσμένα και με ιδιαίτερη αισθητική τα κοστούμια. Υποβλητικοί κι εύστοχα ζοφεροί οι φωτισμοί ενώ οι μουσικοί νυγμοί που επέτειναν τις δράσεις και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, ορίζοντας ταυτόχρονα τα εσωτερικά τοπία των ηρώων μέσα από μια άλλη διάσταση, λειτούργησαν αρμονικά με την σκηνοθετική γραμμή. Στρωτή κι άνετη στην εκφορά τoυ λόγου, η μετάφραση. Μια παράσταση, δυναμική, ζωντανή, πρωτότυπη που αξίζει κυρίως για την ερμηνεία της Κίτσου, μια από τις πιο πληθωρικές και πολυδιάστατες που έχω δει σ’ αυτόν τον πολυπαιγμένο κι εν τούτοις υποκριτικά δύστροπο ρόλο. Μετάφραση:Μαργαρίτα Μέλμπεργκ Σκηνοθεσία:Λίλλυ Μελεμέ Σκηνικό:Γιώργος Γαβαλάς Κοστούμια:Βασιλική Σύρμα Μουσική:Σταύρος Γασπαράτος Φωτισμοί:Μελίνα Μάσχα Χορογράφος:Μόνικα Κολοκοτρώνη Παίζουν οι ηθοποιοί:Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Αμαλία Αρσένη Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου Προφήτη Δανιήλ 3-5 και Πλαταιών Κεραμεικός Tηλέφωνο:211-0132.002-5, 212-1042.777 Τετάρτη, Πέμπτη, Κυριακή: 21.15 Σάββατο: 19.00 Τιμές: 16 € κανονικό 12 € φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65 |