Το μέντιουμ του Τζιαν Κάρλο Μενόττι Aπό την ομάδα The Medium Project
Σε μια απροσδιόριστη φτωχογειτονιά αμερικανικής μεγαλούπολης, σε εποχή σύγχρονη με αυτήν της συγγραφής του έργου (1946), η Μαντάμ Φλόρα προσποιείται την πνευματίστρια Μπάμπα και με τη βοήθεια της κόρης της, Μόνικα, και του μουγγού υπηρέτη Τόμπι πραγματοποιεί στο σπίτι της πνευματιστικές συνεδρίες (seances) κατά τη διάρκεια των οποίων φέρνει τάχα σε επαφή τα εξαπατώμενα θύματά της με τα πνεύματα των πεθαμένων παιδιών τους. Τα πάντα ανατρέπονται όταν κατά τη διάρκεια μια τέτοιας συνεδρίας η Μπάμπα βιώνει μια απόπειρα στραγγαλισμού της, που θα ανατρέψει τη δική της θεώρηση απέναντι στο μεταφυσικό και ταυτόχρονα θα φωτίσει όψεις της ψυχοσύνθεσης των υπόλοιπων ηρώων αλλά και όψεις της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Λύτρωση δεν θα υπάρξει για κανέναν. Ακόμη και στο τέλος που η Μπάμπα σκοτώνει τον Τόμπι, το δικό της οιονεί φάντασμα και σύμβολο της δικής της μεταφυσικής αγωνίας, το αναπάντητο ερώτημα για αυτό που βίωσε θα εξακολουθήσει να τη βασανίζει μέσω της σιωπής του θανάτου.
Μέσα στο σύντομο διάστημα της μιας ώρας που διαρκεί η όπερα, οι προβληματισμοί πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία διαδέχονται ο ένας τον άλλο με καταιγιστικό ρυθμό, σε μια προσπάθεια του Μενόττι να ερμηνεύσει και να δικαιολογήσει τις συμπεριφορές των ηρώων του. Τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το μεταφυσικό, την αλήθεια και το ψέμα, τους θύτες και τα θύματα είναι ρευστά και δυσδιάκριτα. Η Μπάμπα παγιδεύει τους πελάτες της, αλλά είναι και η ίδια παγιδευμένη στο χώρο του ψεύδους. Οι πελάτες της εξαπατώνται ακούσια, αλλά ταυτόχρονα τους είναι αδύνατο να μη ζουν μέσα στην πλάνη τους. Με το τέλος της παράστασης τίποτα δεν διασαφηνίζεται, αλλά αντίθετα το έργο δίνει έναυσμα για μεγαλύτερο προβληματισμό πάνω στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η ομάδα The Medium Project συστήνει ένα οπερατικό έργο που πρωτοπαρουσίασε η Εθνική Λυρική Σκηνή το 1958, αλλά που μέχρι σήμερα παραμένει σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, όπως άλλωστε και ο συνθέτης/λιμπρετίστας του, Τζιαν Κάρλο Μενόττι. Με το ανέβασμα αυτό η συγκεκριμένη ομάδα, που δημιουργήθηκε το 2013, επιχειρεί να συστήσει την όπερα, ως είδος, σε ένα πιο νεανικό και εναλλακτικό κοινό από αυτό της παραδοσιακής όπερας, επιδιώκοντας παράλληλα να καταρρίψει τα στεγανά ανάμεσα σε θέατρο και όπερα. Η Ράια Τσακηρίδη, στο πνεύμα των στόχων της ομάδας, κατάφερε με επιτυχία, μέσω της σκηνοθετικής γραμμής που επέλεξε να ακολουθήσει, να μετατρέψει το έργο από απλό μελόδραμα σε ένα ψυχολογικό έργο με noir αισθητική και γρήγορες, σχεδόν κινηματογραφικές, εναλλαγές στη δράση που μετέδιδαν ανάγλυφα το κλίμα φόβου για το υπερβατικό. Ανανέωσε τις εικόνες (το κουκλοθέατρο του αρχικού λιμπρέτου μετατράπηκε σε ένα εικονοστάσιο – βωμό των νεκρών ψυχών), χρησιμοποίησε κινηματογραφικές πρακτικές μέσω βιντεοπροβολών και αναίρεσε τη στατικότητα της παραδοσιακής όπερας σκηνοθετώντας το έργο σαν από γραφής του να προοριζόταν για τη θεατρική σκηνή.
Σε αυτό το σκηνοθετικό της όραμα συμπαρατάχθηκε η σκηνογραφία του Παύλου Θανόπουλου, ο οποίος δημιούργησε έναν σκηνικό χώρο συμβολιστικό (μεγάλες φωτογραφίες προσώπων με σβησμένα τα ατομικά τους χαρακτηριστικά – προσώπων νεκρών, άυλων, πνευματικών) με ρεαλιστικά σκηνικά αντικείμενα («ο κύκλος του τσέρκουλου της τέχνης δια να ερωτήσεις πνεύματα» βασισμένος σε σκίτσο ενός μεσαιωνικού ελληνικού χειρογράφου πνευματιστικών πρακτικών) που παρέπεμπε στον προσωπικό χώρο ενός serial killer επιτείνοντας τον σκοτεινό χαρακτήρα της όπερας. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου, απόλυτα υποβλητικοί και ικανοί από μόνοι τους να δημιουργήσουν το απαιτούμενο κλίμα και την αρμόζουσα ατμόσφαιρα. Η μουσική διεύθυνση του Ανδρέα Τσελίκα υπήρξε σπουδαία στην απόδοση των σφιχτοδεμένων μουσικών ρυθμών και των αρμονικών εναλλαγών, καθώς κατάφερε με άνεση, ρυθμική ευλυγισία και δραματικές μουσικές φόρμες να στηρίξει σε ένα πιάνο το μουσικό βάρος ολόκληρου του έργου. Οι ερμηνευτές, με την εμπειρία που φέρνουν μαζί τους οι περισσότεροι από τον χώρο του λυρικού θεάτρου, κατάφεραν να ερμηνεύσουν άψογα τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά, τους απαιτητικούς ρόλους της όπερας. Με την αγγλική γλώσσα να συμβάλλει σε μια ευκολότερη πρόσληψη του δύσκολου οπερατικού είδους από τους θεατές, η παράσταση ξεπέρασε τα όρια της απλής μουσικής απόλαυσης και στάθηκε ως ένα αληθινό Gesamtkunstwerk (ολικό έργο τέχνης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Wagner για να περιγράψει την ενοποίηση όλων των έργων τέχνης μέσω του θεάτρου).
Σκηνοθεσία: Ράια Τσακηρίδη Μουσική διεύθυνση: Ανδρέας Τσελίκας Σκηνικά – κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου Πιάνο: Δημήτρης Μαρίνος, Γιάννης Γιαννόπουλος Videos: Πάτροκλος Σκαφίδας Κινησιολογική επιμέλεια video: Βίκυ Αδάμου Κατασκευή κουστουμιών: Lazy D, Ντόρα Τεμπέλη και Χρύσα Παύλου Βοηθοί σκηνοθέτη: Αλέξης Ζερβάνος, Δήμητρα-Σταυρούλα Κατωπόδη Οδηγός Σκηνής: Άρτεμις Schubert Υπέρτιτλοι: Μάρθα Σωτηρίου
Διανομή Μαντάμ Φλόρα: Μαργαρίτα Συγγενιώτου Μόνικα: Λητώ Μεσσήνη Τόμπι: Αλέξης Ζερβάνος Κα Γκομπινό: Ειρήνη Φωτεινάκη Κα Νόλαν: Αντωνία Δεσπούλη Κος Γκομπινό: Μιχάλης Ψύρρας
«Από Μηχανής θέατρο» Ακαδήμου 13 Μεταξουργείο
Τηλέφωνα Ταμείου: (210) 5231131 εκτός ωρών ταμείου: 6957045138 Γραφείο Διεύθυνσης : (210) 5237297 Fax: (210) 5237296 Ε-mail:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
Site: www.syn-epi.com
Κάθε Τετάρτη μέχρι τις 4/2/2015 στις 19:00 Εισιτήρια : Γενική είσοδος 10 €, Ατέλεια: 5 €
|