SEVEN: Eνα έργο για τη Γάζα της Κάριλ Τσέρτσιλ
«…Πώς περιγράφεις σ’ ένα παιδί τον πόλεμο; Πώς εξηγείς τη βία και το θάνατο; Με ποιες λέξεις θρέφεις το μυαλό του; Τι του δίνεις για να παίζει; Αυτοκινητάκια ή όπλα; Μπαλόνια ή σφαίρες; Ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός της Ιστορίας; Πώς του διδάσκεις την Ιστορία όταν αυτή εξελίσσεται πάνω στο σώμα του και ο ίδιος θα είναι ο επόμενος πρωταγωνιστής, ο επόμενος νικητής ή ο επόμενος νεκρός σ’ ένα σκηνικό πολέμου; …»
Με πρωτοβουλία της Ομάδας Ars Moriendi, και τη σύμπραξη των ομάδων Oberon και ΡίSko, παρουσιάστηκε το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ «Seven- Ένα έργο για τη Γάζα», στο Δημοτικό θέατρο Άνετον στη Θεσσαλονίκη, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Θάνου Νίκα. Το όλο εγχείρημα στηρίζεται στην Αρχή ότι το θέατρο είναι η τέχνη της «σύζευξης» και της αλληλεγγύης. Σύζευξη πολλών τεχνών μαζί για την ύπαρξή του θεάτρου, «σύζευξη» και αλληλεγγύη πολλών ανθρώπων μαζί προκειμένου να επιτευχθεί κοινός σκοπός και όραμα. Εν προκειμένω, η «σύζευξη» των τριών αυτών ομάδων (Ars Moriendi, Oberon και ομάδα ΡίSκο) υπηρετεί το πολιτικό θέατρο ως ιδέα αλλά και ως πράξη και διαθέτει τα έσοδα της για την υγεία και την αξιοπρέπεια των Παλαιστινίων παιδιών που εξαιτίας των βομβαρδισμών ζουν είτε υπό καθεστώς κατοχής, είτε ως πρόσφυγες. Παιδιών που δεν τρέφονται με όνειρα και ελπίδες αλλά με πόνο κάτω από την εποπτεία «μεγάλων» χωρίς ταυτότητα και με σύγχυση ιδεών. Στις χώρες αυτές υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα του σώματος για να ασχοληθεί κανείς με προβλήματα του πνεύματος και της ψυχής. Όμως το κείμενο της Κάριλ Τσέρτσιλ εκπροσωπεί – αλλά και ενθαρρύνει- μια «φωτεινή πλευρά». Αυτή, της φροντίδας των προβλημάτων της ψυχής και του πνεύματος εκείνων των ανθρώπων, που η ζωή τους στηρίζεται στο «εάν» θα είναι την επόμενη μέρα ζωντανοί. Χωρίς να καταλήγει σε μια «ειδυλλιακή» προοπτική της ειρήνης, εκφράζει σίγουρα την προσπάθεια ενός λαού να αντιμετωπίσει την αρπαγή, το ξερίζωμα, τη στέρηση, το θάνατο. Υπάρχουν δυο τρόποι να «εξαφανίσει» κανείς την πολιτική μέσα στην αισθητική του θεάματος. Ο ένας είναι να την παρουσιάσει ως ανθρώπινη δραστηριότητα (ως «επάγγελμα») συγκρινόμενη με τις άλλες , ενώ ο δεύτερος τρόπος είναι να την κρύψει, να την πνίξει μέσα στα χαρακτηριστικά του είδους που έχει ως φορέα. Το κείμενο είναι ένα έργο «δραματολογικής αλληλεγγύης» που ακολουθεί τον δεύτερο τρόπο και έχει την ιδιαιτερότητα πως το σύνολο των δρώντων προσώπων πάνω στη σκηνή (τα οποία παρουσιάζονται ως οι «πρωταγωνιστές») δεν είναι στην πραγματικότητα και οι πρωταγωνιστές στην καρδιά του κειμένου. Είναι απλά το πιο δίκαιο και αντικειμενικό μέσον το «εργαλείο» για να εξερευνούνται ιδέες και να ανα -παράγονται εμπειρίες. Και όπως όλη αυτή η σύμπραξη τεχνών, η «δραματολογική σύμπραξη» του κειμένου αλλά και των τριών αυτών ομάδων στηρίζεται στην αλληλεγγύη, έτσι και πίσω από όλες αυτές τις συγκρούσεις και διαφωνίες των μεγάλων, υπάρχει στη βάση τους μια βαθειά αλληλεγγύη. Το κείμενο είναι τόσο πολιτικό, όσο και ιδεολογικό.Tόσο «δια μέσου» όσο και άμεσο. Με έντονες αντιθέσεις μαύρου και άσπρου και με συγκρούσεις ανάμεσα στην κατάφαση και την άρνηση, με εσκεμμένα απλοποιημένη την πολεμική πραγματικότητα και με μικρή διάρκεια, το έργο της Τσέρτσιλ έχει ακόμα δυο πρόσωπα το ένα δολοφονικό και το άλλο «αβλαβές» που όμως, ανατρέπει σίγουρα την «άνετη θέση» του θεατή.
Η παράσταση Η παράσταση, πρωτοβουλία της ομάδας Ars Moriendi υπό την σκηνοθετική κατεύθυνση του Θάνου Νίκα, φωτίζει το κείμενο με εύστοχες ισορροπίες ανάμεσα στις αφηγηματικές δομές, τη σκηνική αναπαράσταση και τις εικόνες προβολής. Με ένα ισομερή διαχωρισμό αυθεντικών οπτικών –ιστορικών μαρτυριών (ντοκουμέντων) και αφηγηματικών δομών, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική αλήθεια και την τεκμηρίωση της, ζωντανεύει αυτήν την αποσιωπημένη σε εμάς, πτυχή της ζωής των ανθρώπων στη Γάζα. Μια παράσταση που διαφωτίζοντας και οργανώνοντας τη μνήμη μας, προκαλεί σίγουρα την εγρήγορση του θεατή. Τα ευφυή και λιτά σκηνικά της Πηνελόπης Χατζηδημητρίου με τις κρεμάμενες σπασμένες παιδικές κούνιες –όχι σε δέντρα, αλλά στο κενό-, τονίζουν τη χαμένη παιδικότητα και διασαφηνίζουν τη σημασία των γεγονότων. H σκληρότητα του τόνου αλλά και των εικόνων προβολής, αντικαθιστούν τον ρεαλισμό της πραγματικότητας και της τραχύτητας της ζωής των ανθρώπων αυτών. Δεν πρόκειται για εικόνες που επεξηγούν και συμπληρώνουν το λόγο, αλλά ο λόγος είναι αυτός που απο-μυστικοποιεί τις εικόνες. Πως θα γινόταν άλλωστε το να μιλήσει κανείς επαρκώς για τον πόλεμο, αν δεν τον κάνει παρουσιάσιμo; Μόνο μέσω των εικόνων γίνεται ο πόλεμος κάτι το «ζωντανό» και συγκεκριμένο. Σκλαβιά, δεσποτισμός, εκτελέσεις, βία και πείνα αιωρούνται πίσω (αλλά και πάνω!) από τις κρεμάμενες σπασμένες κούνιες. Yπό την επίδραση εύστοχων μουσικών ακουσμάτων που δίνουν μια «καθοδηγητική» γραμμή, η προβολή των εικόνων γίνεται το «αποδεικτικό στοιχείο», το ντοκουμέντο που καθιστά το κείμενο αρχικά αξιόπιστο και κατόπιν πολιτικό. Ο «χορός» των ηθοποιών αποδεικνύει τη βαθιά αλληλεγγύη των «διαφωνούντων» μεγάλων. Τα ζωντανά και ομιλούντα σώματα τους, εναλλάσσουν την κίνηση με την ακινησία και διαθέτουν συνέπεια και αποτελεσματικότητα ως προς την «αλήθεια» που εκπροσωπούν. Άλλωστε σε κείμενα τέτοιας βεληνεκούς που εκφράζουν μια ιδέα μέσω αυθεντικών ιστορικών ντοκουμέντων, αυτό που συμβολίζει η τέχνη του ηθοποιού, είναι ίδιο με την ικανότητα που έχει το φως να μας δείχνει το δρόμο…
Μετάφραση- Σκηνοθεσία: Θάνος Νίκας Σκηνική εγκατάσταση: Πηνελόπη Χατζηδημητρίου Φωτισμοί: Θάνος Νίκας Επιμέλεια προβολών: Μαρία Δήμητρα Βέττα Παίζουν: Αλέξανδρος Αντωνίου, Πασχάλης Αραμπατζής, Ευρώπη Αργυροπούλου, Λίλη Λαμπούδη, Ελευθερία Μαυρίδου, Αγγέλα Μπολέτση, Ανοιξιά Μπουντζιούκα, Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Δήμητρα Σιάχου, Μελίνα Τριανταφυλλίδου Η παράσταση, υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, έλαβε τόπο στις 3,4, και 5 Οκτωβρίου 2014.
|