Ματωμένος γάμος του Federico Garcia Lorca
Ο συγγραφέας Ο Λόρκα γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1898 στο χωριό Φουέντε Βακέρος στη Γρανάδα από πατέρα αγρότη και μάνα δασκάλα πιάνου. Με ένα πρόβλημα στα πόδια, μια πλατυποδία η οποία θα τον υποχρεώνει να κουτσαίνει ελαφρώς σε όλη του τη ζωή, ο Φεντερίκο αποκτά την πρώτη του εμμονή η οποία έχει να κάνει με το πόδι, σύμβολο της ψυχής και φυσικά με το παπούτσι που παγιδεύει το πόδι αλλά ταυτόχρονα το καθορίζει. Το μεταφυσικό στοιχείο θα στοιχειώσει επίσης όλη τη ζωή του γοητευτικού άντρα με το πηγαίο, χαρακτηριστικό γέλιο και τον αυθόρμητο, ευσυγκίνητο χαρακτήρα, αναμεμιγμένο με τον περίκλειστο τόπο του, το υνί που τη σκίζει τη μαύρη γη, το μαχαίρι που σκίζει τη σάρκα, το βέλος που καρφώνεται στο κορμί του μάρτυρα Αγίου Σεβαστιανού, το επικίνδυνο πέος που προκαλεί μέσα από το σαρκοβόρο πάθος τον όλεθρο αφού ανατρέπει όλους του κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, το φεγγάρι, σαν ένα ανυπεράσπιστο, παγωμένο παιδί αλλά και τον σκληρό τιμωρό μέσα από το φως της αποκάλυψης, τη νύχτα-μάγισσα και φόνισσα, τις μαύρες λεύκες που ψιθυρίζουν το όνομά του, τους περιπλανώμενους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας με το σκοτεινό βλέμμα και τις δίβουλες προθέσεις, τα κέρατα του ταύρου, το αίμα, τον κυρίαρχο θάνατο που συχνά παίρνει τη μορφή μιας γυναίκας, το άλογο και τον καβαλάρη-διακορευτή, τους ψηλούς τοίχους που χωρίζουν το βλέμμα των γυναικών από τα πεινασμένα δάκτυλα των αντρών, τη γιορτή, το «κάντε χόντο», την κόψη όπου το πανηγύρι συναντά το βαρύ πένθος μιας κηδείας και το τραγούδι μέσα από τον ίδιο δρόμο μετατρέπεται σε μοιρολόι.
Η ζωή του Λόρκα καθορίστηκε από μια σειρά συμπτώσεων που όρισαν το μεταφυσικό ιδίωμα της ίδιας του της ύπαρξης. Ο Αύγουστος, το κορύφωμα του καλοκαιριού υπήρξε μοιραίος γι’ αυτόν. Ο αγαπημένος του φίλος, ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας πεθαίνει χτυπημένος από ταύρο στις 11 Αυγούστου του -34. Ο ποιητής εκτελέστηκε στα 38 του χρόνια, στις 18 Αυγούστου του 1936, στο Φουέντε Γκράντε το οποίο οι Άραβες είχαν ονομάσει Αϊναδαμάρ, η πηγή των δακρύων. Όπως και το είχε προβλέψει σε ένα εξαίσιο ποίημα του, θα δολοφονηθεί και το νεκρό κορμί του δεν θα βρεθεί ποτέ. Ένα χρόνο μετά, στις 18 Αυγούστου του -37, ο αγαπημένος του Ραφαέλ Ροντρίγιεθ Ραπούν σχεδόν αφήνοντας τον εαυτό του στο έλεος μιας βόμβας στη διάρκεια συμπλοκής, σκοτώνεται σε ηλικία είκοσι-πέντε χρονών. Το κατάλαβα πως με είχαν δολοφονήσει Ερεύνησαν τα καφενεία, τα νεκροταφεία και τις εκκλησίες Έψαξαν στα βαρέλια και στα ντουλάπια Εσύλησαν τρεις σκελετούς για να τραβήξουν τα χρυσά τους δόντια Μα δεν με βρήκαν. Ποτέ δεν με βρήκαν; Όχι, ποτέ δεν με βρήκαν. No, no me encotraron
Το έργο Ο «Ματωμένος γάμος» ή τα «Ματωμένα στέφανα» γράφτηκε το 1932 κι ανέβηκε το 1933 λίγο πριν ταξιδέψει ο ποιητής στην Νότιο Αμερική. Ο ίδιος ονομάζει το έργο τραγωδία αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια επιτυχημένη θεατρική απόδοση του Ισπανικού ντουέντε, μια μαγική μίξη της ποιητικής έκρηξης με το επικό και λυρικό στοιχείο και πάντα στην κόψη, εκεί που το απραγματοποίητο εξαναγκάζεται να υπάρξει κι αυτό σημαίνει αιματοχυσία. Ο συγγραφέας είναι η επιτομή του ντουέντε, μπορεί να αντιληφθεί τη ζωή στην μέγιστη καταξίωσή της, αποκλειστικά μέσα από τον θάνατο. Η μόνη ύβρις που διαπράττεται πάντως σ’ αυτό του το έργο και σε πολλά άλλα του, είναι ο ακατανίκητος πόθος που «καίει το αίμα» και η μόνη τιμωρία, ο αναπότρεπτος θάνατος. Πρόκειται για ένα δράμα σωμάτων, κορμιών, σάρκας κι όχι για μια ηθική διένεξη όπως θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει σε πρώτο επίπεδο. Το σώμα είναι επικίνδυνο σε κάθε περίσταση και μπορεί να γίνει όπλο ή νερό. Να σκοτώσει ή να ξεδιψάσει. Και τα δύο είναι κρίσιμα. Ή το ένα ή το άλλο πρέπει απαραιτήτως να συμβεί γιατί μόνο έτσι οι ψυχές ελευθερώνονται. Το σύμπλεγμα κι η σύγκρουση του νερού με το μαχαίρι, ορίζουν επίσης ένα μεγάλο μέρος του ποιητικού και δραματουργικού έργου του Λόρκα ο οποίος ήταν ένας σκληρός συγγραφέας επηρεασμένος από την ηθογραφία, τον λυρισμό, τον συμβολισμό και τον σουρεαλισμό αλλά κι από τις νέες επαναστατικές ιδέες της σκοτεινής εποχής του κι η ποίησή του «κυριολεκτεί» αδυσώπητα παρά την γλωσσοπλαστική της μεταμφίεση. Επίσης ως μουσικός διαθέτει μια τόσο σθεναρή αντίληψη για το ρυθμό ώστε θα τολμούσα να πω πως τα θεατρικά του έργα είναι μεταφράσεις μουσικών συνθέσεων με τη μορφή του λόγου. Υπήρξε σ’ αυτό καινοτόμος. Γι’ αυτό άλλωστε κατάφερε μέσα από σκοτεινούς καιρούς να καθιερωθεί διαχρονικά και παγκόσμια. Οι κλασσικές εμμονές του μεταφέρονται από έργο σε έργο παίρνοντας τη θέση τους στο μοιραίο κι ορίζοντας το αναπότρεπτο. Στην εύθραυστη κλωστή καταμεσής ζωής και θανάτου ο Λόρκα ισορροπεί επιδέξια δημιουργώντας τον ελάχιστο χρόνο μέσα στον οποίο μπορεί να ανάψει και να σβήσει η σπίθα της ύπαρξης. Κι αυτό είναι η δραματουργία του.
Ο Ματωμένος γάμος ταξίδεψε για πρώτη φορά στη χώρα μας σε μια ιδιαίτερα ποιητική απόδοση του Νίκου Γκάτσου η οποία καθόρισε για πολλά χρόνια την αντίληψη των Ελλήνων για τον Λόρκα. Μόνο που ο Ισπανός ποιητής και συγγραφέας ορίζει τον λόγο του με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο υπερισχύοντας σε ωμές περιγραφές και σκιαγραφώντας το ποιητικό τοπίο με μια απειλητική σχεδόν βιαιότητα και έναν ενδόμυχο σπαραγμό που στην μετάφραση μετατράπηκαν σε λυρικά κορυφώματα. Η πρώτη παράσταση υπογράφτηκε από τον Κάρολο Κουν κι ανέβηκε το 1948, δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατό του ενώ στην Ελλάδα μαίνεται ακόμα ο εμφύλιος. Πρωταγωνιστούν η Βάσω Μεταξά στο ρόλο της μάνας κι η Έλλη Λαμπέτη στο ρόλο της νύφης. Στο ρόλο του Φεγγαριού, ο Αλέξης Δαμιανός και στα σκηνικά και κοστούμια ο Γιάννης Τσαρούχης. Την εμβληματική κι αξεπέραστη μουσική συνθέτει ο Μάνος Χατζιδάκις. Πολλές παραστάσεις ακολούθησαν μεταξύ των οποίων ξεχωρίζω εκείνην του 1970 σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με μάνα την Κατίνα Παξινού και νύφη την εξαίσια Νίκη Τριανταφυλλίδη η οποία τιμήθηκε για την ερμηνεία της αυτή με το βραβείο Κοτοπούλη.
Η παράσταση Η ομάδα «Αίολος» με σκηνοθέτη τον Βασίλη Ανδρέου ανέλαβε φέτος το ανέβασμα αυτού του έργου μέσα από σεβασμό στο κείμενο αλλά και στις σύγχρονες δομές της δραματουργικής πράξης που απαιτούν μια νέα, πιστή αλλά εξελιγμένη ανάγνωση του διαχρονικού κειμένου. Η μετάφραση του Πάνου Κυπαρίσση, χωρίς να χάνει από ποιητικότητα και λυρισμό, προσγειώνει ταυτόχρονα το κείμενο σε μια συνθήκη αμεσότητας και ωμού ρεαλισμού που εξυπηρετεί κατά τη γνώμη μου με τον καλύτερο τρόπο την ουσία του έργου και του λόγου του Λόρκα. Η παράσταση βασίζεται στη φόρμα της αφήγησης από τον ηθοποιό-φεγγάρι και περιλαμβάνονται στο έργο οι σκηνικές οδηγίες σαν ένα κομμάτι της δραματουργίας με στόχο να αναδειχθεί η αίσθηση της εξιστόρησης ενός γεγονότος που αν κι έρχεται από τα παλιά είναι πάντα παρόν αλλάζοντας μορφή ή πρόσωπα. Μας διηγείται λοιπόν την ιστορία το φεγγάρι περιγράφοντας τον ιδανικό «τόπο» της κι εισβάλλουν τα πρόσωπα για την ζωντανέψουν. Τα ευέλικτα, διαρκώς μεταποιούμενα σκηνικά με κυρίαρχο το ξύλο, ορίζουν τους χώρους και τις συνθήκες εισβάλλοντας στις δράσεις κι ενισχύοντας τους συμβολισμούς.
Οι ήρωες, έχουν καθένας κι ένα τρόπο για να κινηθούν, να αναπνεύσουν, να τραγουδήσουν αλλά ταυτόχρονα μέσα από μια μαγική χημεία ο τρόπος του ενός συναρμόζει με τον τρόπο του άλλου σε ένα απόλυτα αρμονικό σύνολο, μια εξαίσια «χαρτογραφημένη» χορογραφία χωρίς χάσματα. Οι σχέσεις ενδυναμώνονται μέσα από το αντιφατικό νόημα των λέξεων, αποκτούν ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο μια χειρονομία αναιρεί τον λόγο αποκαλύπτοντας την ρίζα του, το «αμίλητο» που τον υποσκάπτει. Από την αρχή τονίζεται η συγγένεια των σωμάτων, η εκρηκτική δυναμική τους, ο τρόπος με τον οποίο συγγενεύουν σε όλα τα επίπεδα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο φωτισμός βοηθάει το σκηνοθέτη να δημιουργήσει διαφορετικές εστίες δράσης, να επικεντρώσει στα πρόσωπα, να ορίσει τα γενικά πλάνα κοινής δράσης και να διαχωρίσει τα πολλαπλά επίπεδά της. Η μουσικότητα του κειμένου κι η αίσθηση του ντουέντε είναι παντού κυρίαρχες με την ενίσχυση των εξαιρετικών μουσικών αλλά και μέσα από τις δράσεις των σωμάτων. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί δημιουργούν ένα ρυθμικό τέμπο που διαρκώς επιταχύνεται καθώς πλησιάζουμε στην κορύφωση. Το μεταφυσικό στοιχείο διαδίδεται μέσα από την διήγηση αλλά μεταγγίζεται στις εκφράσεις των ηθοποιών, στην απόδοση των λόγων τους, στην έντονη παρουσία μιας απειλής που υποφώσκει και μιας λύτρωσης που καραδοκεί. Γλαφυρές οι συνομωσίες των κορμιών αποκαλύπτουν μέσα από την κινησιολογία τους όλα όσα ο λόγος αποκρύπτει, δημιουργώντας ένα νέο πεδίο σκηνικής δράσης εκεί που αποκαλύπτονται τα μυστήρια των ψυχικών αντιφάσεων και δικαιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Δεν υπάρχει στην παράσταση αυτή αναίτιος θρήνος ή παρατεταμένο πένθος.
Τα πάντα λειτουργούν αντιστικτικά, ο πόνος γίνεται θυμός, ο θυμός έρωτας, ο έρωτας, παραλογισμός. Η ίδια η ζωή διεκδικεί από το θάνατο ακόμα και το πτώμα του ενώ ο θάνατος αρπάζει από τη ζωή την ίδια την ανάσα της. Οι ηθοποιοί παραδίδουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να υπάρξει το δράμα με τις δύο όψεις του, αυτήν του αποτρόπαιου και αυτήν της λύτρωσης. Τα ξεσπάσματα κι οι σιωπές εναλλάσσονται σοφά, οι σχεδόν ανεπαίσθητες αλλά σαφείς αποχρώσεις ενδυναμώνουν όχι μόνο τις δράσεις αλλά και τις απουσίες τους, τα συμβολικά ευρήματα συναρμόζουν με τις ρεαλιστικές εκφάνσεις, όλα λειτουργούν ελάχιστα πάνω από το έδαφος κι όλα εν τέλει στην στιγμή τους γειώνονται. Βαθιά μέσα στο πνεύμα του Λόρκα αναπτύσσονται και οι ερμηνευτικοί κώδικες των ηθοποιών οι οποίοι είναι πυρετικά παρόντες σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Οργανώνουν τις κοινές τους δράσεις, εναλλάσσονται σε ρόλους, δημιουργούν τον χορό και ορίζουν το τελετουργικό.
Η Φαίδρα Παπανικολάου παρά το νεαρό της ηλικίας της γίνεται επί σκηνής μια πειστική και γλαφυρή μάνα που έχει διαμορφώσει σωματική σχέση όχι μόνο με τον ζωντανό γιο της αλλά και με τους νεκρούς της. Μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα στο παρόν που υπερασπίζεται, το παρελθόν που την τσακίζει και το μέλλον που ψυχανεμίζεται μέσα από έναν στιβαρό και διαυγή υποκριτικό δρόμο. Μεταθέτει την ηλικία της, ορίζοντας μέσα από το δράμα μια παρατεταμένη εφηβεία αλλά και μια γεροντική σύνεση. Συνορεύει με τη νύφη μέσα από την βαθιά κατανόηση ενός κοινού κι αμετάβλητου πόθου ακόμα κι όταν συγκρούεται άγρια μαζί της. Η Σίσσυ Τουμάση στο ρόλο της νύφης είναι υποκριτικά πλούσια και πολύπλευρη. Το συγκινησιακό της υλικό μοιράζεται ανάμεσα στην αποδοχή και την εξέγερση με επιδεξιότητα και τόλμη. Γίνεται περίκλειστη για να εκραγεί αργότερα μέσα από την παρεκτροπή της ενώ το ανάστημά της στέκει ολόρθο απέναντι στην ισχυρή παρουσία της μάνας. Η Χριστίνα Κοροβίλα πλάθει μια σύζυγο εξαίσια, χωρίς μιζέρια, περήφανη κι ολόρθη, με δυναμική παρουσία, άξια αντίπαλο της νύφης, μια γυναίκα της Ανδαλουσίας που όχι μόνο δεν υποχωρεί αλλά και στην πιο κρίσιμη στιγμή μάχεται με σθένος, υψώνει ανάστημα απέναντι σε κάθε αντιξοότητα κι αρνείται το ρόλο του θύματος υπερασπιζόμενη την ψυχική και σαρκική θύελλα που ορίζει και την σωματική αλλά και την φωνητική της γκάμα.
Η Νατάσσα Σφενδυλάκη, μια στιβαρή ηθοποιός με εξαιρετικά προσόντα, επαναπροσδιορίζει το ρόλο της δούλας, γίνεται επί σκηνής μια καθαρά Λορκική φιγούρα, γεμάτη ανεκμετάλλευτους χυμούς και κρυμμένους πόθους, που οσμίζεται τον κρυμμένο πόθο της νύφης μέσα από τον δικό της κρυμμένο πόθο όπως ακριβώς στην Μπερνάντα Άλμπα η Μαρτύριο αντιλαμβάνεται την Αντέλα. Με χυμώδη παρουσία, εξαιρετική κίνηση και πλούσια εκφραστικότητα δημιουργεί μέσα από τις δράσεις της, τις κατάλληλες ατμόσφαιρες για την υπονόμευση του νόμιμου και την διονυσιακή έκρηξη που θα ακολουθήσει. Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος ως Λεονάρδο επαναπροσδιορίζει το ρόλο μέσα από μια εφηβική αμεριμνησία προκαλώντας το δράμα χωρίς υπερβολές και περιττές εξάρσεις, μιλώντας θαυμάσια τη σωματική γλώσσα και πείθοντας με την απροσποίητη, ακαταμάχητη και συγκινητική του εγρήγορση. Ένας ηθοποιός με δυνατό υποκριτικό ταπεραμέντο και πλούσιες εκφραστικές αποχρώσεις. Ο Κώστας Κουνέλας αξιοποιεί όλες τις δυναμικές του γαμπρού, ενισχύοντας την παιδική αθωότητα με ισχυρές δόσεις αντρισμού και την τρυφερότητα με μια βίαιη, απωθημένη ένταση. Υπέροχος στις παύσεις και στις σιωπές του όπως και στο δεύτερο επίπεδο δράσης ή λόγου, αναδεικνύει τον ήρωα εκπέμποντας έντονο ερωτισμό και υποβάλλοντας την τραγική του κατάληξη. Ο Γιώργος Μακρής ως αφηγητής και φεγγάρι δίνει επίσης μια μαγική ερμηνεία. Ανάμεσα στο ανυπεράσπιστο βρέφος και το υποχθόνιο τέρας, ερμηνεύει ένα πλάσμα που δεν ορίζεται, δημιουργώντας αποχρώσεις που κυμαίνονται από την απόλυτη τρυφερότητα του έκθετου συναισθήματος ως την υποβλητική παρουσία του υπερφυσικού δέους. Ο Ντίνος Φλώρος στο ρόλο του πατέρα της νύφης είναι δυναμικός και ταυτόχρονα ευάλωτος, ενώ αντιπαραθέτει με ευκρίνεια στην ακατάλυτη παρουσία της μάνας, την δική του ευθραυστότητα μέσα από μια ερμηνεία στιβαρή, πολυεπίπεδη με χιούμορ και σπαραγμό αλλά χωρίς την παραμικρή ηττοπάθεια.
Η ομάδα
Η θεατρική ομάδα «Αίολος» δημιουργήθηκε το 2012, με σκοπό το ανέβασμα της παράστασης « Ο Μικρός Εγώ», βασισμένο στο μυθιστόρημα αλυσίδα «Τα Ρέστα» του Κώστα Ταχτσή, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Ανδρέου. Η παράσταση αρχικά παίχτηκε σε ένα τούρκικο σπίτι στον Κεραμεικό και μετά για άλλες δύο σεζόν στον χώρο δράσης και τέχνης «Βρυσάκι». Συνεχίζοντας, με την ίδια ορμή και με νέους συνεργάτες, υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Βασίλη Ανδρέου, επέλεξαν να αναμετρηθούν με ένα κλασικό κείμενο της παγκόσμιας δραματουργίας.
Μετάφραση: Πάνος Κυπαρίσσης Σκηνοθεσία-Σκηνικά : Βασιλης Ανδρέου Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος Κοστούμια: Νίκος Καρδώνης Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Καστρησίου Παραγωγή: Αίολος, Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία, σε συμπαραγωγή με το θέατρο του Νέου Κόσμου
Παίζουν: Χριστίνα Κοροβίλα Κώστας Κουνέλλας, Γιώργος Μακρής Φαίδρα Παπανικολάου, Νατάσα Σφενδυλάκη Σίσσυ Τουμάση, Ντίνος Φλώρος Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων Κανονικό:12 ευρώ φοιτητικό:10 ευρώ http://www.viva.gr/tickets/theatre/matomenos-gamos/
Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κάτω χώρος)
Αντισθένους 7 & Θαρύπου Νέος Κόσμος Μετρό: Συγγρού-Φιξ Tηλέφωνο: 210 9212900, Fax: 210 9212901
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
http://aiolostheatrikiomada.blogspot.gr/
|