Σχετικά άρθρα
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΓΗΡΑΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Χάρις Σβαλίγκου |
Τετάρτη, 23 Απρίλιος 2014 07:45 |
Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας του Φρίντριχ Ντύρρενματ
Ο Φρίντριχ Ντύρρενματ, στη συνολική του θεατρική δημιουργία διαθέτει όλα τα μέσα της σάτιρας, του γκροτέσκο, της παρωδίας και της ειρωνείας καθώς και του «μεταφυσικού γενόμενου τραγικού». Στο συγκεκριμένο έργο ανιχνεύουμε το στοιχείο του μεταφυσικού παράλογου που εκφράζει, σε μεγάλο βαθμό, το τραγικό στοιχείο της εποχής μας και που αναδύεται μέσα από τη σχέση κωμικού-τραγικού. Η σχέση αυτή αποτυπώνεται στο θεατρικό απείκασμα του γκροτέσκο, εντός του οποίου περιλαμβάνονται όχι μόνο η κωμική και χλευαστική πλευρά των πραγμάτων, αλλά και η πλευρά του άσχημου, του αλλόκοτου ή/και του φρικιαστικού χαρακτήρα προσώπων ή καταστάσεων. Σε αυτή την πλευρά του υπερβολικά χονδροειδούς και αλλόκοτου – ανατριχιαστικού πολλές φορές – στοιχείου εστιάζει και ο συγγραφέας, αποδίδοντας τα χαρακτηριστικά του γκροτέσκο στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας του έργου. Η γηραιά κυρία είναι απλώς ένα σχήμα ανθρώπου, μια φιγούρα, μια καρικατούρα που διαθέτει ψεύτικα μέλη, προκειμένου να τονισθεί η γοητεία την οποία προκαλεί το χρήμα, παρά τη δυσμορφία του. Η βαθύπλουτη Κλαίρη Τσαχανασιάν επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στη γενέτειρά της, το Γκίλλεν, μια παρηκμασμένη και εξαθλιωμένη μικρή πόλη της κεντρικής Ευρώπης, προκειμένου να διεκδικήσει τη δικαιοσύνη, εξαγοράζοντας με την τεράστια περιουσία της τις συνειδήσεις των κατοίκων της πόλης αυτής. Αίτημά της, να δολοφονηθεί έναντι αμοιβής ενός δισεκατομμυρίου ο διαφθορέας της νεανικής της ηλικίας. Εξάλλου η παραμορφωτική στρέβλωση του σώματος της γηραιάς κυρίας υποδηλώνει, στη θεατρική γλώσσα, τη φθορά και την αποσάθρωση της ψυχής της, καθώς και την απονέκρωση του νεανικού της ονείρου. Για ό,τι αφορά στην κοινωνική κριτική που ασκεί το έργο, αυτή υπηρετήθηκε άρτια από τη σκηνοθεσία (Έρση Βασιλικιώτη) που ακολούθησε τη δομική μέθοδο μετατροπής του κειμένου σε παράσταση. Η σκηνοθέτις, διασπώντας το δραματικό κείμενο σε ενότητες, κυρίως ενότητες χώρου, απέδωσε «αφηγηματικά» τις σχέσεις των προσώπων και τη διαπλοκή των καταστάσεων που οδήγησαν στην ένταση και στην κορύφωση της τραγικής κωμωδίας, κατά τη διάρκεια της οποίας «τα τρένα ίσως να αναχωρούν στην ώρα τους, η ατμόσφαιρα ίσως να παρουσιάζεται πολιτισμένη, εντούτοις δρουν δολοφόνοι πίσω από τα καλοπλυμένα παράθυρα με τις όμορφες κουρτίνες». Η σκηνή ήταν χωρισμένη σε τρία επίπεδα με τη βοήθεια παραπετασμάτων που κινούνταν πάνω σε τροχαλίες, εκ των οποίων το πρώτο επίπεδο αποτελείτο από ένα μεγάλο μεταλλικό πλαίσιο ως κάδρο-άνοιγμα προς τη σκηνή. Τα παραπετάσματα ήταν στην ουσία ζωγραφισμένα σκηνικά που, συρόμενα με τον κατάλληλο χειρισμό, παρέπεμπαν στον διαφορετικό κάθε φορά χώρο. Μέσα από αυτό το παιχνίδι με τα παραπετάσματα και τους παρελθοντικούς χώρους και χρόνους εκτυλίχθηκε η ιστορία της Κλαίρη Τσαχανασιάν και του Άλφρεντ Ιλλ. Τονίσθηκε επιπλέον ο συμβολισμός των κίτρινων παπουτσιών των κατοίκων του Γκίλλεν, δηλαδή του χρήματος (χρυσού) συνταυτισμένου με την αδρά αμειβόμενη προδοσία και επισημάνθηκε η σημασία του φέρετρου που μετέφερε η Τσαχανασιάν, δηλαδή η μεταφορά της νεκρής πλέον αγάπης της, η υλοποίηση της παρακμής και της φθοράς, της αποσύνθεσης του κορμιού και της ψυχής της. Υπογραμμίστηκε τέλος η παρουσία του μαύρου πάνθηρα που μετέφερε η ηρωίδα και που οι θεατές έβλεπαν ως φωτεινή προβολή να διατρέχει τη σκηνή: ήταν η φοβισμένη, ανθρώπινη ύπαρξη, το εξιλαστήριο θύμα που «το σκάει», προσπαθώντας να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα του και που, στη συνέχεια, σκοτώνεται, ταυτιζόμενο υποδηλωτικά με τον Άλφρεντ Ίλλ. Το πρόσωπο γύρω από το αίτημα του οποίου οργανώθηκε η συνολική πράξη, δηλαδή η Κλαίρη Τσαχανασιάν, ενσαρκώθηκε ιδανικά από την Έφη Σταμούλη που ως Νέμεση εμφανίσθηκε στη ζωή του Γκίλλεν, διεκδικώντας την απόδοση δικαιοσύνης. Μια ζοφερή φιγούρα, πέρα ως πέρα γκροτέσκα, με τα κατακερματισμένα μέλη της και τη βροντερή φωνή, τα μαυρόγκριζα χρώματα της στάχτης και της καταστροφής, σκιαγράφησε ένα αποτρόπαιο σκέλεθρο δίχως τίποτα σχεδόν το ανθρώπινο. Ο Δημήτρης Ναζίρης απέδωσε με εξαιρετική διεισδυτικότητα την αμήχανη υστερία του ανθρώπου που ταλανίζεται ανάμεσα στην παλινωδία και τη νοσταλγική αναπόληση του νεανικού έρωτα από τη μια και, από την άλλη, στον τρόμο για την επικείμενη τιμωρία του. Οι μεταπτώσεις και οι συγκρούσεις αυτές καταγράφηκαν έντεχνα από τον ηθοποιό, ο οποίος «επωμίστηκε» και τον ρόλο της συλλογικής ευθύνης και ενο-χής που αντιστοιχούσε στους άλλους Γκιλλενιώτες. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί πλαισίωσαν το ζευγάρι των πρωταγωνιστών περισσότερο ως ρόλοι μαριονέττας ή μέλη ενός χορικού, ενώ ξεχώρισε παρά τη γραφικότητά του ή ίσως χάρη σε αυτήν ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου στο ρόλο του Δημάρχου, τον οποίο υποδύθηκε οδηγούμενος έως τα όρια του γκροτέσκο, της «μαριονέττας» (εμφάνιση, φωνή) που ούτως η άλλως χαρακτήρισαν το έργο. Ο Δάσκαλος (Γιώργος Φράγκογλου), πειστικός στο ρόλο του, οι δε συνοδοί της γηραιάς κυρίας κινήθηκαν ως δήμιοι-ρομπότ, ολοκληρώνοντας τη συνολική ιδέα του σχηματοποιημένου «κλοουνέσκ». Επιπλέον, η μουσική επιλογή από όπερα του Μότσαρτ δημιούργησε την υπόκρουση που ενδυνάμω-σε την ατμόσφαιρα, στήριξε το χορωδιακό μέρος (αποτελούμενο από τους κατοίκους) και άσκησε την ιδιαίτερη γοητεία της παράστασης.
Το έργο ανέβασε από τις 8 Μαρτίου 2014 στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» κι οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί. |
Τελευταία Ενημέρωση στις Τετάρτη, 23 Απρίλιος 2014 07:57 |