Σχετικά άρθρα
ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΓΑΜΟ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Σάββατο, 22 Μάρτιος 2014 08:23 |
Σκηνές από ένα γάμο
Το θεατρικό έργο που ξεκίνησε σαν σήριαλ, εξελίχτηκε σε σενάριο για ταινία και διαμορφώθηκε εν τέλει σε δραματουργία σκηνική, είναι στην ουσία μια ανατομία της σχέσης ανάμεσα σ’ έναν κλασσικό Σουηδό των -70 και την εξ ίσου κλασσική γυναίκα του. Οι ήρωες, μεσοαστοί, μορφωμένοι, εργαζόμενοι και γονείς δύο κοριτσιών βρίσκονται αντιμέτωποι όχι τόσο με την αποτυχία του γάμου τους όσο με την ανικανότητά τους να ορίσουν οι ίδιοι τις ζωές τους πέρα από πρότυπα και επιρροές του περιβάλλοντός τους, κάτι που γιγαντώνει τα απωθημένα τους δημιουργώντας ανάμεσά τους ένα τείχος αποστροφής. Όμως η έλλειψη ψυχικής δύναμης ώστε να διευθετήσουν τις υποθέσεις τους οφείλεται όχι μόνο στην ανικανότητά τους να αποδεσμευτούν από το ασφυκτικό περιβάλλον τους αλλά και στην έλλειψη αγάπης μεταξύ τους που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται όταν βυθομετρούν τους εαυτούς τους. «Η αγάπη τελειώνει» λέει ο άντρας κι αργότερα, «Έχω αποδεχτεί με κάποια μετριοφροσύνη τα όριά μου, δεν είμαι ικανός να αγαπήσω». Κι η γυναίκα σ’ ένα άλλο σημείο εξομολογείται: «Ποτέ μου δεν έχω αγαπήσει κανέναν και ποτέ μου δεν έχω αγαπηθεί κι αυτό μου φέρνει μεγάλη θλίψη». Παγιδευμένοι σ’ ένα σύστημα αξιών χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση για το πώς να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλο, ο άντρας κι η γυναίκα καταφεύγουν στο απαγορευμένο συναίσθημα του ανέκφραστου αρχικά μίσους που δημιουργεί την ρήξη. Όπως επισημαίνει ο άντρας: «Συναισθηματικά αναλφάβητοι» κι άρα ψυχικά ανάπηροι, καταλήγουν να φοβούνται ο ένας τον άλλο και να υπονομεύουν όχι μόνο το αντίπαλο δέος τους αλλά και τους ίδιους τους, τους εαυτούς. «Λες να μας έχει ξεφύγει κάτι σημαντικό;», αναρωτιούνται. Όμως οι δεσμοί ανάμεσά τους, δεσμοί συνήθειας, καθημερινότητας και ρουτίνας δεν είναι εύκολο να διασπαστούν. Αναζητώντας το διαφορετικό, σε άλλους συντρόφους, διαπιστώνουν με φρίκη πως έχουν και πάλι παγιδευτεί, πως το όνειρο μιας ευτυχίας μέσα από τον έρωτα μοιάζει τώρα ακόμα πιο ανέφικτο αφού δεν μπορούν καν να φορτώσουν τις ευθύνες για την αποτυχία τους, ο ένας στον άλλο. Οι ήρωες του Μπέργκμαν πάσχουν από την «φροϋδική» νόσο του πολιτισμού. Μιλούν πολύ και δεν λένε τίποτα που να μπορεί να τους λυτρώσει γιατί δεν γνωρίζουν όχι ο ένας τον άλλον αλλά ούτε καν τους εαυτούς τους. Εκφράζονται κυνικά όχι από ειλικρίνεια αλλά από απωθημένη επιθετικότητα η οποία δεν εκτονώνεται ποτέ προς τον πραγματικό της στόχο. Η γυναίκα, κόρη μιας μητέρας καταπιεστικής και νευρωτικής επιχειρεί πάντα να είναι η «Κυρία τέλεια» αλλά ο θάνατος ενός παιδιού κι η πληθώρα των υποχρεώσεών της μαζί με την μητρική καταπίεση την έχουν τροφοδοτήσει με ενοχές για όλη της την υπόλοιπη ζωή. Ο άντρας βλέπει καθαρά πως δεν είναι πια ο φέρελπις επαναστάτης της νιότης του, μισεί ακόμα και τα ίδια του τα παιδιά, τα εγκαταλείπει με απίστευτο κυνισμό, επιχειρεί να δραπετεύσει με μια νεαρή, ανώριμη κοπέλα η οποία όμως τον παγιδεύει ακόμα πιο ασφυκτικά με την ζήλεια και την εμμονικότητά της. Κανείς τους δεν είναι τέλειος, κανείς τους δεν είναι αθώος. «Μπορείς ίσως να περιορίσεις λίγο την γυναικεία σου δύναμη», της λέει εκείνος σε μια στιγμή συντριβής του, φανερώνοντας πως στην πραγματικότητα μάλλον δεν την μισεί, την φοβάται. Και διαπιστώνει στο τέλος όταν ανάμεσά τους δεν υπάρχει πια γάμος αλλά έχει γεννηθεί ένας έντονος πόθος: «Εμείς οι δύο αγαπιόμαστε με κάποιον ανολοκλήρωτο, ανθρώπινο τρόπο». Η δραματουργία, ισχυρή και πυκνή, κινείται σε ένα πρώτο επίπεδο αντεγκλήσεων και συγκρούσεων, αποκαλύπτοντας όμως μέσα από ρωγμές του λόγου και των συμπεριφορών, ένα δεύτερο επίπεδο που δεν έχει πια να κάνει καθόλου με τις ερωτικές σχέσεις και το γάμο αλλά αφορά επίπονα ζητήματα αυτογνωσίας και ψυχοπνευματικής ωριμότητας. Ο Μπέργκμαν, λάτρης της ψυχανάλυσης και των κρυμμένων έξεων, στήνει εδώ ένα παιχνίδι μαριονεττών, εκθέτοντας τους ήρωες του στο βλέμμα του κοινού σαν να ήταν η σκηνή του θεάτρου, αίθουσα ανατομίας ψυχών και χαρακτήρων, σαν να ήταν αυτά τα παγιδευμένα μέσα στην ίδια τους τη σάρκα, πλάσματα, οι μάρτυρες κι οι μαρτυρίες ενός άπληστου κόσμου που παραστράτησε εξ αιτίας της υπερβολικής δυσπιστίας του, που κατέθεσε τις ελπίδες του σε λάθος αξίες και που τώρα πια καταρρέει γιατί έχασε την αγάπη. Ο Φεζολάρι έκτισε ένα σκηνικό περιβάλλον με δύο κουτιά-οικιακούς χώρους που αποτελούν τις δύο παγίδες των ηρώων, το γραφείο στο οποίο επιβεβαιώνουν τις πνευματικές τους αξιότητες και την κρεβατοκάμαρα η οποία φιλοξενεί τις ερωτικές τους αδεξιότητες. Κυρίαρχες, δύο «κινηματογραφικές» πολυθρόνες που κινούνται από τους ηθοποιούς ανάλογα με τις ψυχικές και συναισθηματικές προθέσεις τους ή την εξέλιξη της σχέσης τους. Στη δεύτερη πράξη δεν υπάρχουν πια οι χώροι αλλά κυριαρχεί ένας τοίχος γεμάτος φωτογραφίες που απεικονίζουν το παρελθόν, ενισχύοντας έντονα τις δυναμικές της κοινής τους μνήμης η οποία αποτελεί και τον πιο ισχυρό συνδετικό τους κρίκο. Η σκηνή μετατρέπεται σε αρένα, γυμνή και τρομακτική καθώς αποκαλύπτεται το ψυχικό τους τοπίο κι αρχίζουν να γνωρίζουν πτυχές του εαυτού τους και του άλλου που ποτέ πριν, δεν τους είχαν αποκαλυφθεί. Μετάφραση: Δάνης Κατρανίδης Παίζουν: Γιόχαν: Δάνης Κατρανίδης «ΠΟΛΗ» θέατρο Ημέρες και ώρες παραστάσεων: |
Τελευταία Ενημέρωση στις Σάββατο, 22 Μάρτιος 2014 17:14 |