Σχετικά άρθρα
ΠΝΙΓΜΟΝΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Τρίτη, 03 Δεκέμβριος 2013 07:44 |
Πνιγμονή του Δημήτρη Καρατζιά (Διασκευή από το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα)
Πνιγμονή: Η ασφυξία που προκαλείται από απόφραξη των αναπνευστικών οδών λόγω στραγγαλισμού, πνιγμού ή άλλης αιτίας Αυτή η εκδοχή του σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα, μεταφέρει το αριστούργημα του Federico García Lorca από την Ισπανία του 1936, σ’ ένα ορεινό χωριό στην Ανατολική Τουρκία του 2013, με αφορμή τα εγκλήματα τιμής, τον θρησκευτικό φανατισμό, τον πουριτανισμό και τον μισογυνισμό του Ισλάμ στις περιοχές της μέσης Ανατολής όπου ισχύουν αποκλειστικά οι νόμοι του Κορανίου και των Σούνα, νόμοι οι οποίοι είχαν καταργηθεί από τα κοσμικά αν και δικτατορικά καθεστώτα και επανήλθαν σε ισχύ μέσα από την επιρροή των φανατικών οπαδών των θρησκευτικών στη βάση τους, κινημάτων της αραβικής Άνοιξης. Ο Δημήτρης Καρατζιάς πήρε τις ηρωίδες του Λόρκα και τις μετέφερε σ’ ένα εξ ίσου κλειστοφοβικό περιβάλλον υπερτονίζοντας όμως το στοιχείο της δυσμενούς κατάστασης του θηλυκού όντος σε μια κοινωνία η οποία του στερεί ακόμα και τα στοιχειώδη δικαιώματα, καθιστώντας τις γυναίκες κρατούμενες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η Άλμπα του (Χαντισέ Άλντα) είναι ένας βαθιά πληγωμένος άνθρωπος που έζησε στο πετσί του αυτήν την καταπίεση αφού οι δύο αδελφές της εξοντώθηκαν για ασήμαντη αφορμή από τους άντρες του χωριού. Άντρες που η ίδια δεν θα ήθελε ποτέ να δει στο πλευρό των δικών της κοριτσιών τα οποία προφυλάσσει όσο μπορεί από την απειλή ενός γάμου-μαρτυρίου. Η νέα αυτή διάσταση, η οποία εναρμονίζεται στην εντέλεια με την αυθεντική δραματουργία του Λόρκα, προεκτείνεται και στην σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης της μητέρας της, της τρελής Χοσέφα-Ζαφίρα, η οποία ανάμεσα στις παρακρούσεις της, ξαναβιώνει τον τρόμο της δολοφονίας των κοριτσιών της κι η οποία ονειρεύεται εύλογα τον καταγωγικό της τόπο σαν μια υπόσχεση ελευθερίας, όντας παγιδευμένη από τον δικό της σύζυγο κι αργότερα την κόρη της, ανάμεσα στους συμπαγείς όγκους των βουνών που ορίζουν μια άλλη γεωγραφική αλλά και ηθική χωροταξία. Έτσι η φράση της «θέλω να πάω στην ακροθαλασσιά», φωτίζεται μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Οι ισλαμικές συντηρητικές δομές, βαθιά συγγενείς μ’ εκείνες της Ισπανικής επαρχίας λίγο πριν την έλευση του Φράνκο, δημιουργούν εν τέλει το «δράμα» καθώς οι σαρκικές και συναισθηματικές επιθυμίες των γυναικών έρχονται σε σύγκρουση με την «ανάγκη» να προστατευτούν από την τιμωρία που θα προκαλούσε η οποιαδήποτε ερωτική ατασταλία τους κι άρα να τηρήσουν έναν αυστηρό κώδικα ηθικής που τις θάβει ζωντανές πίσω από τους τοίχους του σπιτιού τους. Η «σχέση» ανάμεσα στην επανάσταση της νεαρής Αντέλα-Νάσμα που εξεγείρεται καθώς η σάρκα της απαιτεί την παράδοσή της στο αρσενικό και στην τρέλα της γιαγιάς της που ξεχειλίζει μέσα από κάθε καλούπι λογικής, ενισχύεται από το κοινό τους βίωμα, από το τίμημα το οποίο η ηλικιωμένη γυναίκα πλήρωσε με αίμα των παιδιών της και το νέο κορίτσι θα πληρώσει με την ίδια του τη ζωή. Μέσα από αυτήν την διασκευή το σκληρό καλούπι της Άλμπα αποκτά ρωγμές κι οι προθέσεις της μετατίθενται από την αλαζονική επιθυμία της τελειότητας του «λευκού» οίκου της (Άλμπα είναι η λαμπρή αυγή) στην ανάγκη της να προστατεύσει το γόνο της μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό για τα θηλυκά. Επίσης η τρέλα της γιαγιάς που κρατάει ένα αρνί σαν μωρό στην αγκαλιά της, χάνει την «γραφικότητά» της η οποία λειτουργούσε σε αντίστιξη μ’ εκείνην της ζητιάνας με το μωρό στην έναρξη του έργου (σκηνή που συνήθως απαλείφεται στις παραστάσεις) και που σχεδόν μεταφυσικά μετέφερε στο έργο τις κραυγές ενός «επέκεινα» τρομακτικού (το οποίο ο Λόρκα κατά την Σαιξπήρεια παράδοση, εντάσσει σαν ιντερμέδιο σε πολλά από τα έργα του), για να δικαιωθεί απόλυτα εξ αιτίας της τραυματικής εμπειρίας της φρικτής απώλειας των κοριτσιών της. Ο Ισπανός συγγραφέας έχει κτίσει ένα πανίσχυρο οικοδόμημα σ’ αυτό το τελευταίο έργο του στο οποίο η κάθε φράση προαναγγέλει ένα γεγονός κατά την φόρμα της σονάτας, με τα μοτίβα να εξελίσσονται διαρκώς ως την στιγμή της τελικής έκρηξης και της πτώσης του αστεριού-Αντέλας, στην καρδιά μιας νύχτας ολοσκότεινης, ενώ καιροφυλακτεί η καταιγίδα. Η κάθε διασκευή του έργου αυτού αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα (ακόμα και μια απλή περικοπή σκηνών) αλλά νομίζω πως η «Πνιγμονή» του Καρατζιά κατάφερε να μεταφέρει την συνθήκη στην εποχή μας και να γίνει επίκαιρη και καταγγελτική χωρίς να προδώσει το πνεύμα του συγγραφέα και χωρίς να διασπάσει την ουσία της εξαίρετης δραματουργίας του. Επίσης μέσα από την σκηνική αυτή εκδοχή προέκυψαν κάποιες νέες διαπλοκές των χαρακτήρων οι οποίες μας προσέφεραν μοναδικές στιγμές ερμηνευτικής απόλαυσης. Η παράσταση λειτουργεί από την πρώτη στιγμή σαν μία κομβική συνάντηση των προσώπων με την μοίρα τους. Οι εντάσεις εναλλάσσονται με τις σιωπές και τους ψιθύρους, οι σχέσεις είναι βαθιά σωματικές πριν ακόμα οι ηθοποιοί αγγιχτούν, οι δυναμικές προωθούνται με γοργό ρυθμό στις εντυπωσιακές κορυφώσεις κι οι ατμόσφαιρες κρύβουν διαρκώς αόρατες απειλές ενώ το νατουραλίστικο στοιχείο υπονομεύεται έντεχνα από μια εσωτερική διάσταση που αναδεικνύει τα πρόσωπα στις πολλαπλές τους διαστάσεις, υποβάλλοντας το ανομολόγητο μέσα από στάσεις, βλέμματα και νεύματα. Χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς αλλά με μια εσωτερική ένταση που ξεχύνεται σε έκρηξη στις σκηνές του φινάλε ο σκηνοθέτης έστησε μια υποδειγματική παράσταση αποδίδοντας γλαφυρότατα το «σώμα» και το «πνεύμα» του κειμένου. Στο σπαρακτικό τελικό αποτέλεσμα συνετέλεσαν κρίσιμα οι ερμηνευτικές ικανότητες των οκτώ γυναικών που στα χέρια ενός «σκηνοθέτη ηθοποιών», ανέδειξαν τα πλούσια υποκριτικά τους προσόντα στο έπακρο. Μαγική η σκηνή της Χαντισέ-Μπερνάντα με την μητέρα της, μετουσιώνει την τρυφερότητα σε μεταφυσικό ρίγος. Μεστή από ένταση κι αυθεντική συγκίνηση, η σκηνή Μαρτύριο-Γιαγκμούρ και Αντέλα-Νάσμα στην σύγκρουση του φινάλε. Υποβλητική η σκηνή της Μαγκταλένας-Φαντιμά με την Πόνσια-Ουλβιγέ καταμεσίς της τελευταίας νύχτας, υπογραμμίζει την επερχόμενη απειλή με βαθιά, σχεδόν κατανυκτική, εσωτερικότητα. Εμπνευσμένοι οι μουσικοί νυγμοί του Μάνου Αντωνιάδη εντόπισαν τις εντάσεις και τις ανέδειξαν. Εξαιρετικά τα κοστούμια αλλά και το λιτό σκηνικό του Σίμου Παπαναστασόπουλου που αναπαριστά τον οντά ενός επαρχιακού σπιτιού. Οι διακριτικοί αλλά αδροί φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα προσέθεσαν στην ατμόσφαιρα μια κινηματογραφική αίσθηση κι αξιοποίησαν τα εκφραστικά πρόσωπα των ηθοποιών, δημιουργώντας κινούμενα σκηνικά γλυπτά. Μια υπέροχη παράσταση που προκάλεσε θυελλώδες χειροκρότημα και που σας συνιστώ να μην την χάσετε. Κειμένο / σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κολλά Πρωτότυπη Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης Σκηνικά/ Επιμέλεια κοστουμιών: Σίμος Παπαναστασόπουλος Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας Επιμέλεια κίνησης: Βιβή Ρωμανά Φωτογραφίες / teaser παράστασης: Βασίλης Μεντόγιαννης (UFRteam) Παραγωγή: Καλλιτεχνικές Επιχειρήσεις “BackUp” Διανομή: Αθηνά Τσιλύρα (Χαντισέ Άλντα / Μπερνάρντα Άλμπα) Γιάννα Σταυράκη (Ζαφίρα / Μαρία Χοσέφα) Θεοδώρα Σιάρκου(Ουλβιγιέ / Πόνθια) Κική Μαυρίδου (Νουράν / Αγγούστιας) Αλεξάνδρα Ούστα (Φαντιμά / Μαγκνταλένα) Νίκη Αναστασίου (Αΐσα / Αμέλια) Ειρήνη Σταματίου (Γιαγκμούρ / Μαρτύριο) Μελισάνθη Μαχούτ (Νάσμα / Αντέλα)
Η παράσταση παρουσιάζεται υπό την Αιγίδα της Unesco Πειραιώς και Νήσων Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και κάθε Κυριακή στις 18:00 Διάρκεια: 90 λεπτά Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος: 15 ευρώ, μειωμένο: 10 ευρώ για Φοιτητές/ Μαθητές / Σπουδαστές/ Κατόχους Κάρτας Πολυτέκνων (ΑΣΠΕ)/ ΑμΕΑ/Κατόχους Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ).Πολυχώρος «VAULT» Μελενίκου 26 Γκάζι Βοτανικός Πλησιέστερος σταθμός μετρό: Κεραμεικός (8΄ περίπου με τα πόδια) Τηλέφωνα: 213 0356472 / 6945 993870 (για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00 – 14:00 και 17:00 -21:00) Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε. |