Σχετικά άρθρα
Ο ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ ΤΩΝ ΜΠΑΣΚΕΡΒΙΛ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μιχάλης Ταμπούκας |
Τρίτη, 12 Φεβρουάριος 2013 16:00 |
Ο Σέρλοκ Χολμς και ο σκύλος των Μπάσκερβιλ των Στήβεν Κάννυ και Τζων Νίκολσον Ο κινηματογράφος ξεκίνησε ως επιστημονικό πείραμα για τη μελέτη της κίνησης για να εξελιχθεί γρήγορα σε δημοφιλές θέ(α)μα, συγκινώντας και συναρπάζοντας με το μεγεθυντικό αντικατοπτρισμό της κίνησης (σώματος και πνεύματος), αποκτώντας την αυτονομία του ως τέχνη αντλώντας έμπνευση και δομικά συστατικά από άλλες και δη του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Ο Λονδρέζος ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς, από τις σελίδες των βιβλίων του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ πέρασε σύντομα στο θέατρο στα τέλη του 19ου αιώνα και αντίστοιχα στη μεγάλη οθόνη από την πρώιμη βωβή εποχή της με απειράριθμες και ποικιλότροπες διασκευές μέχρι σήμερα. Η αναλυτική του σκέψη που καθορίζει την οξυδερκή του παρατήρηση σε κάθε λεπτομέρεια σε συνδυασμό με τη γνώση πολεμικών τεχνών και την ικανότητά του στις μεταμφιέσεις, συνιστούν έναν άνθρωπο δράσης, που αυτές του οι ποιότητες μάλιστα αξιοποιήθηκαν ευφάνταστα στις εξαιρετικές ταινίες του Γκάι Ρίτσι το 2009 και το 2011. Η τεχνική της κωμωδίας βασίζεται στην αντί(παρα)θεση των (αντι)δράσεων που στην αλληλουχία τους διαμορφώνουν ένα γεγονός ως κωμικό, εμπεριέχοντας και την επιτάχυνση της «κανονικής» κίνησης στην ιδιοσυστασία της και την παρωδία ως ειδολογικό συστατικό της ανατροπής που κωμικοποιεί την «κανονικότητα». Η παρωδία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός γνωστού μοντέλου, πάνω στο οποίο γίνεται μια δουλειά αποδόμησης και αναδιάρθρωσης ώστε να γίνει φανερός ο κρυμμένος μηχανισμός που καθορίζει τη λειτουργικότητα αυτού του μοντέλου. Μεταξύ άλλων, στην πρώτη του κινηματογραφική σκηνοθεσία το 1975, ο Τζην Ουάιλντερ έδωσε τις «Περιπέτειες του πιο έξυπνου αδερφού του Σέρλοκ Χολμς» στην καλύτερη παράδοση του συχνού του συνεργάτη και μαιτρ της παρωδίας, Μελ Μπρουκς. Στο «Ο Σέρλοκ Χολμς και ο σκύλος των Μπάσκερβιλ», με το καταλυτικό σφυρί της παρωδίας μαστορικά ανά χείρας, ο Στήβεν Κάννυ και ο Τζων Νίκολσον δεν αφήνουν λαμπόγυαλο. Το ανέβασμα του έργου στο θέατρο «Αμιράλ» είναι ένα απολαυστικότατο επίτευγμα, όπου ο Γιώργος Οικονόμου ενορχήστρωσε εξαίσια τη σκηνική του σύνθεση (σκηνοθεσία–μουσική επιμέλεια) με καίρια ευφυΐα και γκελ θεατρικής μέθεξης. Σε έξοχη μετάφραση του Γιάννη Καλαμαντή, ο διαβρωτικός βρετανικός (αυτο)σαρκασμός που καρποφορεί γόνιμα και τη θεατρική (πρωτίστως Αγγλική) ευφορία, αναδεικνύεται και αξιοποιείται εκπληκτικά στην (προ)οπτική του Γιώργου Οικονόμου στην ελληνική της «μεταγραφή», παίζοντας –με αυτό που είναι– το έργο με αριστοτεχνική επιδεξιότητα και μαστορική ουσίας: οι Έλληνες ηθοποιοί ερμηνεύουν την αγγλική παρωδία ως έχει και ταυτόχρονα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική της αίσθηση, μιλώντας (και) αγγλικά. Παρεμπιπτόντως, κάτι τέτοιο ενέπνευσε και τη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο με το παράλογο στη λειτουργία της άψογης εκφοράς (στην επίφαση) του (αγγλικού) λόγου. Επίσης στην παράσταση, παρωδείται και το στυλ του ελληνικού «παλαιικού» παιξίματος αγγλικών έργων, το εξής με τον στεγνό στόμφο ηθοποιών στις αρχές του 20ού αιώνα ή και αρκετά αργότερα, που συχνά ακόμη και στην εποχή τους θεωρούνταν ανυπόφοροι. Έτσι η παρωδία λειτουργεί εντελώς αποτελεσματικά στην ελληνική «απόδοση» της βρετανικής «ερμηνείας» με τον ωρολογιακά καυστικό μηχανισμό στη μπουρλεσκική της ιδιοσυγκρασία. Ο σπουδαίος διευθυντής κινηματογραφικής φωτογραφίας Γιάννης Δρακουλαράκος φωτίζει τη Χολμσική ατμόσφαιρα, η οποία εμψυχώνεται από τρεις εξαίρετους ηθοποιούς που υποδύονται δεκαοκτώ ρόλους στην τυπολογία που παρωδεί χαρακτήρες, καταστάσεις, σχέσεις και ερμηνείες στο στέρεο υπόβαθρο της «Αριστοφανικής» τους υπόστασης. Ο Νικόλας Αγγελής πραγματοποιεί μια υπέρβαση παλεύοντας με τους σκηνικούς του φόβους με υποδειγματική γενναιότητα και περνάει αξιοθαύμαστα από τον αριστοκράτη Σερ Χένρυ Μπάσκερβιλ σε ανθρώπους της αγγλικής υπαίθρου, με αμεσότητα στην αβίαστα ήρεμη δύναμη ενός ευθύβολου πλουραλισμού ερμηνευτικής λιτότητας. Αντίστοιχα, ο Αργύρης Γκαγκάνης, με ανάλογο σθένος, θάρρος και εμβρίθεια στην απολαυστικά πολύπτυχη υπόκρισή του, εκτός από Βρετανός επαρχιώτης, είναι σαφώς ο Δρ. Γουάτσον, με δεδομένη την τόλμη και από τη θητεία του στο Δεύτερο Αγγλοαφγανικό πόλεμο όπου είχε τραυματιστεί (περι)φέροντας στη συνέχεια με τιμή το παράσημό του. Ο Ζήσης Ρούμπος επί τη εμφανίσει θυμίζει κάτι από τον διακεκριμένο σαιξπηριστή Ίαν Ρίτσαρντσον (που είχε παίξει τον Χολμς σε δύο τηλεταινίες με πρώτη «Το Σκυλί των Μπάσκερβιλ») και από τον Γκράχαμ Τσάπμαν των Μόντυ Πάυθον (που μάλιστα κάπνιζε και πίπα όπως ο Χολμς). Στο διά ταύτα αποδεικνύεται φανταστικός: στην αρχή του δεύτερου μέρους η κρίση ανασφάλειας που περνάει και τον υποχρεώνει να προβεί σε μια ενέργεια εκτάκτου ανάγκης, είναι συνάμα αμιγώς αντιπροσωπευτική του επαγγελματισμού του. Από την άλλη βέβαια αυτή η αντίδρασή του είναι σαφώς όχι μόνο ανθρωπίνως κατανοητή, αλλά και απόλυτα δικαιολογημένη: είναι τόσο καλός που παίζει τους περισσότερους ρόλους! Ακόμη και τους γυναικείους ως γνήσια σπουδαίος καλλιτέχνης. Ακριβώς: ο Άλεκ Γκίνες και ο Πήτερ Σέλερς θα του έβγαζαν το καπέλο κρατώντας τις κοιλιές απ’ τα γέλια στα καινούρια στομάχια τους. Οι τρεις τους απογειώνουν τη μαεστρία του Γιώργου Οικονόμου σε ένα εύφορο και ξεκαρδιστικό έργο υψηλού ερμηνευτικού επιπέδου. Αδιαμφισβήτητα, μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς.
Μετάφραση: Γιώργος Καλαμαντής Σκηνοθεσία: Γιώργος Οικονόμου Σκηνικά – Κουστούμια: Κώστας Βελινόπουλος Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Οικονόμου Ηχητική επιμέλεια: Βασίλης Κορές Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Καφούσιας
Παίζουν: Νικόλας Αγγελής, Αργύρης Γκαγκάνης, Ζήσης Ρούμπος
Θέατρο «Αμιράλ»
Αμερικής 10 Τηλέφωνο: 210 3639385 Παραστάσεις:
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: 21.15 Τιμές εισιτηρίων: 15 €, 10 € φοιτητικό & ανέργων Διάρκεια: 120΄
|