ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΙΧΟΣ Εκτύπωση
Συντάχθηκε απο τον/την Μάριος Παϊτάρης   
Σάββατο, 23 Ιούνιος 2012 08:01

Γιώργος Καραμίχος

Η μεγάλη μου αγάπη είναι η αρχαία τραγωδία

karamixos1

Η Μαρία Κυριάκη κι ο Μάριος Παϊτάρης συναντούν τον Γιώργο Καραμίχο, στο φουαγιέ του «Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης», ένα καλοκαιριάτικο βράδυ μετά το τέλος της παράστασης «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος» του Ρεμί Ντε Βος. Μιλούν για το θέατρο και τον πολιτισμό αλλά και για τον έναστρο ουρανό της Επιδαύρου. Ο πολυδιάστατος καλλιτέχνης, ευαίσθητος, ευφυής, σεμνός και μ’ ανήσυχο πνεύμα κι επίσης με βαθιά αγάπη κι εκτίμηση για τους συνεργάτες του, μοιράζεται μαζί τους, όνειρα για το μέλλον, εμπειρίες από το παρελθόν και την αίσθηση ενός παρόντος στην θεατρική Ελλάδα, γεμάτου αμφιβολίες, δυσκολίες αλλά κι ελπίδες και λαμπρές προοπτικές.

 

Μίλησε  μας για την συνεργασία σου με τους ηθοποιούς, στην παράσταση που είδαμε απόψε.

Είμαι πολύ ευτυχής για αυτή την συνεργασία. Ήταν δύσκολη, επειδή το έργο βασίζεται σε μια «κλισέ» ιστορία. Η σχέση της μάνας με τον γιό και με την νύφη κι η αντιπαλότητα τους. Γι’ αυτό επέλεξα να είναι τόσο έντονη η υποκριτική φόρμα. Οπότε εκεί, τους «λαχάνιασα» αρκετά τους ηθοποιούς. Ευτυχώς είναι κι οι τρεις εξαιρετικοί και μπορούν να υποστηρίξουν την φόρμα, γιατί είναι πολύ επικίνδυνο είδος υποκριτικά, προκειμένου να βγει αληθινή.

 

Πως έγινε η συνάντηση σας;

Την Μαρλέν (Σαϊτη) που παίζει την Αν, την γνωρίζω εδώ και 11 χρόνια. Ήταν η πρώτη μου μαθήτρια. Με την Φιλαρέτη (Κομνηνού) πρώτη φορά δουλέψαμε το 1997  αλλά για δύο παραστάσεις μόνο στις «Τρωάδες» και μετά στα «Ματωμένα Χώματα» όπου γίναμε πια και φίλοι. Τον Ορφέα (Αυγουστίδη) δεν τον γνώριζα, τον ήξερα μόνο ως ηθοποιό, δεν δουλέψαμε ποτέ μαζί. Μου ήταν συμπαθής απ’ την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε, τον εκτιμώ πάρα πολύ και χαίρομαι πολύ που συμμετέχει στην παράσταση. Ήταν σημαντικό για μένα, που είπαν τόσο γενναιόδωρα κι οι τρεις το «ναι» για μια «low budget» παράσταση.

 

Η οποία όμως τελικά σας δικαίωσε όλους, γιατί είχε μεγάλη επιτυχία.

Και δεν το περιμέναμε. Ευχόμασταν βέβαια όπως σε κάθε παράσταση, να έχει επιτυχία, δεν περιμέναμε όμως με το που ξεκίνησε να γίνει ήδη «sold out» πριν καν αρχίσουν οι παραστάσεις. Προσθέσαμε κι άλλες, έγιναν και αυτές sold out και τώρα έχουμε προτάσεις για να πάει του χρόνου Δευτερότριτα  σε κάποιο θέατρο.

karamixos2

Πες μας λίγα λόγια για το «Low Budget Festival».

Φέτος είχε γίνει το κανονικό «Low Budget Festival» το φθινόπωρο οπότε το «Mini Low Budget Festival» ήταν κατά κάποιο τρόπο συμπληρωματικό, με τρία γαλλικά έργα.  Και ήταν μια πολύ ωραία πρωτοβουλία  από το www.spirto.net και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Xαίρομαι πάρα πολύ για την συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο γιατί στηρίζει τον πολιτισμό σε αυτή την χώρα,  σε αντίθεση με την ίδια την χώρα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια είναι τόσο εμφανής η δράση του! Είναι άνθρωποι που ξέρουν από τέχνη και που γενναιόδωρα προσφέρουν. Δεν μας έβαλαν κανέναν όρο από την αρχή. Υποστηρίζουν πραγματικά την δουλειά με στόχο την διατήρηση της ποιότητας της  κι όχι για το «φαίνεσθαι», κι αυτό είναι εξαιρετικό. Η Άννα Βλαβιανού επίσης συνετέλεσε πολύ στην καλή διοργάνωση γιατί ξέρει από τέχνη και γενναιόδωρα υποστήριξε όλο το «κόνσεπτ». Δεν θα μπορούσε να γίνει κάπου αλλού η παράσταση, με την ίδια άνεση που έγινε  στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Έχουμε κάνει πολλές δουλειές, έχουμε πια μια πολύ ντόμπρα και καθαρή σχέση κι όλοι βοηθάνε πραγματικά με την ψυχή τους. Δεν λειτουργούν ρουτινιάρικα, έρχεσαι εδώ και μπαίνεις στην ουσία της δουλειάς  που είναι η δημιουργικότητα και βλέπεις απ’ τον άνθρωπο που για ένα μεροκάματο δουλεύει κι αυτός, ότι πολεμάει για το καλύτερο. Αυτό είναι τελικά που μας κρατάει και στην ζωή. Δυστυχώς δεν υπάρχει κράτος εδώ και χρόνια κι είναι εμφανές, τουλάχιστον στον πολιτισμό, οπότε είναι  αυτές οι μικρές ενέσεις αυτοπεποίθησης και χαράς που παίρνουμε ο ένας από τον άλλον. Ήμουνα πολύ τυχερός γιατί συνεργάστηκα και με δύο καινούρια παιδιά από την σχολή Βακαλό, που μόλις αποφοίτησαν, την Αρετή την Μουστάκα στα σκηνικά και  την Χριστίνα Πανοπούλου στα ρούχα που δούλεψαν με την ψυχή τους πραγματικά. Πέρα από το αποτέλεσμα που θα το κρίνει το κοινό, για μένα ήταν εξαιρετική η συνεργασία μας γιατί καταλάβανε πλήρως από την αρχή αυτό που ζητάω και μου είχανε πέντε διαφορετικές εκδοχές, όλες μέσα στο πνεύμα. Είναι παρούσες κάθε μέρα, μια ώρα πριν την παράσταση, χωρίς βεντετισμούς, χωρίς σαχλαμάρες με προτεραιότητα στους  ηθοποιούς και το έργο. Αν δεν υπήρχε το Γαλλικό Ινστιτούτο και το spirto δεν θα είχαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν βιώσιμα σχέδια για το  μέλλον και όχι να κινούμαστε με την λογική της «αρπαχτής» που είναι ίδιον της ελληνικής μας συνείδησης πια, απ’ ότι φάνηκε.

 

Ναι αλλά πάντα υπάρχουν οι αντιστάσεις στην τέχνη. Για πες μου, κατά τη γνώμη σου, ποια είναι τα μειονεκτήματα σε εποχές κρίσης σαν αυτή που διανύουμε;

H Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά, ανέκαθεν ήταν.  Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούν πια να υποστηριχθούν δουλειές που απαιτούν μεγάλο αριθμό ηθοποιών. Φέτος ακυρώθηκαν πολλές παραστάσεις. Δεν είναι μόνο η κρίση αλλά κι όλο το σύστημα το ασφαλιστικό που έχουμε. Το ΙΚΑ που δεν μας προσφέρει τίποτα επί της ουσίας, αναγκάζει τον παραγωγό να μην προσλαμβάνει πολλούς ηθοποιούς, μας κάνει τις απίστευτες κρατήσεις. Όταν έκανα εγχείριση στην μέση και χρειάστηκε να βγάλω αξονική τομογραφία, που έπρεπε να γίνει αυθημερόν, διότι ήταν ατύχημα, μου κλείσανε ραντεβού μετά από ενάμιση μήνα, κι αναγκάστηκα βέβαια να πάω σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο, ειδάλλως θα έχανα το πόδι μου. Πλήρωσα τότε 2.000.000 δραχμές, πούλησε ο πατέρας μου το τρακτέρ για να πληρώσουμε τα έξοδα, γιατί εγώ έπαιρνα μισθό ενός νέου ηθοποιού.  Για να πάρω επιστροφή από τα 2.000.000 δραχμές, τα 150.000 από το ΙΚΑ.

 

Πληρώνουμε τόσες κρατήσεις και χάνονται και θέσεις εργασίας για τους ηθοποιούς και στη δύσκολη ώρα, δεν μας καλύπτουν σε τίποτα… Κι όμως συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Μίλησε μας τώρα για τον συγγραφέα του έργου.

Ο Ρεμί Ντε Βος είναι ένας σχετικά νέος συγγραφέας, είναι πρώτη φορά που ανεβαίνει το έργο του στην Ελλάδα. Εγώ όμως έχω μια πολύ ειδική σχέση με αυτό το έργο γιατί μου το είχε προτείνει πριν δύο-τρία χρόνια η Εστέρ Γκονζάλεζ για να παίξω τον ρόλο του Σιμόν. Μου είχε αρέσει από τότε αλλά είχα κλείσει άλλες δουλειές… Φέτος λοιπόν το πρώτο έργο που μου δώσανε απ’ το φεστιβάλ ήταν αυτό. Και διαβάζοντας το, συνειδητοποίησα ότι το ήξερα ήδη, το είχα διαβάσει παλαιότερα στα γαλλικά.

karamixos3

Τελικά η Μαντλέν τον αγαπάει τον γιό της;

Τον αγαπάει, δεν υπάρχει σχέση χωρίς αγάπη, όλοι αγαπάμε… Απλά είναι κακοφορμισμένη αγάπη. Εκεί που δεν ευδοκιμεί μια καθαρή αγάπη, έτσι γινόμαστε.

 

Ναι. Είναι καταπιεστική, τον θέλει κοντά της, αλλά δεν είναι ψυχρή...

Είναι πολύ σαφές, μέσα από το δικό της ιστορικό με την μητέρα της, πως έχει τραύματα.  Κάποια στιγμή όταν αγκαλιάζει την μικρή για της πει μια ιστορία, της μιλάει γι’ αυτή τη μάνα που ήταν μια ψυχρή μάνα, που παντρεύτηκε μεγάλη κι έκανε παιδί μεγάλη… Η ίδια είχε αναλάβει την μάνα της, σαν να ήταν ένα παιδί, όταν γέρασε. Κι αυτό την βάραινε και την ευχαριστούσε μαζί… Σ’ αυτό ήθελε και το γιο της πλάι της. Ένοιωθε πάντα ανυπεράσπιστη. Μέσα από το έργο, ξαφνικά βλέπεις ότι όλοι είμαστε παιδιά και μέχρι να ενηλικιωθούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας, έχει δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας μας, στο οποίο συνίσταται κι ο τρόπος που αγαπάμε και αγαπιόμαστε. Από εκεί και πέρα, παραλαμβάνοντας πια την σκυτάλη της ζωής μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη μας,  έχουμε να ανταπεξέλθουμε σ’ όλα αυτά τα εμπόδια και τις  προκλήσεις που προκύπτουν στην ζωή και που θα μας μάθουν να αγαπάμε και να αγαπιόμαστε καλύτερα, καθαρότερα. Αυτό είναι η ουσία του έργου. Βλέπεις ξαφνικά αυτούς τους ανθρώπους να εξελίσσονται και δεν είναι τυχαίο που ο καμβάς πάνω στον οποίο το ζωγραφίζει ο συγγραφέας, είναι η μέρα της κηδείας και της αποτέφρωσης της γιαγιάς. Ξαφνικά η γιαγιά έχει φύγει κι αυτό μας διδάσκει ότι η ζωή δεν διαρκεί αιώνια. Για την μαμά είναι μια πρόκληση το ότι η ζωή έχει εμπόδια και πρέπει να ανταπεξέλθουμε σ’ αυτά, η Αν πάλι, είναι η ή ίδια η χαρά της ζωής, είναι ένα πλάσμα το οποίο ανθίζει, είναι μια άλλη ηλικία, ένας άλλος κώδικας.

 

Υπάρχει κάποιο έργο της κλασικής δραματουργίας που θα ήθελες να σκηνοθετήσεις κάποια στιγμή;

Η αγάπη μου η μεγάλη, είναι η τραγωδία. Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ η φόρμα και πώς μπορείς να συνδυάσεις την φόρμα με αυθεντικότητα, να την ποτίσεις με αλήθεια, η οποία στο θέατρο δεν είναι ποτέ νατουραλιστική, είναι ρεαλιστική. Από εκεί και πέρα δεν έχω ρατσισμό με τα έργα. Και σύγχρονα έργα διαβάζω από το διεθνές ρεπερτόριο,  ισπανικά και ιταλικά και αγγλικά και γερμανικά και μ’ ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Είναι ένας απ’ τους λόγους που θα παίξουμε για έκτη χρονιά του χρόνου, την «Μέθοδο Γκρόνχολμ», ένα έργο που πραγματικά έχει ρυθμό και γοητεία ουσιαστική κι ενώ είναι σύγχρονο, βλέπεις ότι τα βασικά του ερωτήματα, η σαρκοφαγική διάθεση του ανθρώπου, η προσκόλληση σε καριέρες, λεφτά, έρωτες, είναι διαχρονικά. Σαφώς βέβαια και δεν συγκρίνονται αυτά τα έργα με μια τραγωδία, η οποία είναι πολύ κοντά στο αρχέτυπο. Ένας από τους βασικούς λόγους που τα τελευταία δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, αρνούμαι παίξω στην Επίδαυρο, να παίξω σε τραγωδία, είναι γιατί θέλω να είναι το timing για μένα σωστό  και με τους ανθρώπους που μου προτείνεται η συνεργασία και με τον χρόνο που θα γίνει, γιατί εκεί δεν σηκώνει πολλά, εκεί την υπερβολή την ξερνάει από μόνο του το έργο. Και παίζει ρόλο και σε ποιους χώρους παίζεται το κάθε έργο. Είδα για παράδειγμα τον Κέβι Σπέισι πέρυσι στην Επίδαυρο, όπου πολλοί εντυπωσιάστηκαν… Δεν έχει καμιά δουλειά ο Σαίξπηρ στην Επίδαυρο, δεν έχει καμιά δουλειά σ’ ένα θέατρο όπου οι θεατές κάθονται ψηλά και έχουν άμεση πρόσβαση στον ουρανό τον έναστρο, ο οποίος είναι μοναδικός σ’ εκείνο τον χώρο, δεν έχει καμιά θέση  εκεί ένα σκοτεινό έργο. Υπάρχει το Ηρώδειο που σηκώνει πιο εύκολα τέτοια πράγματα. Στην Επίδαυρο δεν σηκώνει δυστυχώς κάτι άλλο εκτός από τραγωδία. Κι οι ξένοι αν θέλουν ν’ ανεβάσουν αρχαίο κείμενο εκεί, μετά χαράς… Δεν ανήκουν στους Έλληνες μόνο αυτά τα έργα, ανήκουν σε όλο τον κόσμο. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην έχουμε μια Μέριλ Στριπ να παίξει την Κλυταιμνήστρα, δεν θα ήθελε να παίξει η Μέριλ Στριπ, μια Κλυταιμνήστρα στην Ελλάδα;

 

Αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά την σκηνική πράξη ανάλογα με την ιδιότητα την οποία έχεις κάθε φορά;

Όταν σκηνοθετώ, λειτουργεί περισσότερο η «από-σύνθεση». Η ενασχόληση μ’ ένα έργο, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως ηθοποιός, μου μοιάζει περισσότερο με την γλυπτική, γιατί η αλήθεια είναι ήδη υπάρχουσα, εσύ απλώς αφαιρείς στοιχεία για να εμφανιστεί. Πρέπει να αφαιρείς συνεχώς τερτίπια, ώστε να αναδειχτεί από μόνο του έργο, ν’ αρχίσει να αναπνέει… Μετά μπορεί να εξελιχθεί και δομώντας πολύ σταθερά τα βασικά στοιχεία, τις βασικές κατευθύνσεις του έργου, του δίνεις γραμμή και κατεύθυνση. Από ‘κει και πέρα κι οι ίδιοι οι ηθοποιοί μπορούν να προτείνουν μέσα σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ελεύθερα. Εγώ σιχαίνομαι το τραπέζι, δεν μου αρέσει να κάθομαι ν’ αναλύω το έργο επί ένα μήνα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να γίνει έτσι δουλειά. Κι επίσης σιχαίνομαι και την μανιέρα, το να παίζονται οι ρόλοι από τους ηθοποιούς με τον ίδιο τρόπο… Οπότε κάνω μια πολύ συγκεκριμένη ανάλυση πάνω στο κείμενο από πριν και στην συνεργασία με τους ηθοποιούς μετά, προσπαθούμε να βρούμε τα δομικά στοιχεία του ρόλου, χωρίζοντας τα όλα και στρέφοντάς τα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Είναι σαν μια μέθοδος ιατρική, τι συμβαίνει όταν υπάρχει αυτό το ιστορικό στην οικογένεια, όταν ένα παιδί μεγαλώνει με φόβο, το πώς μεγαλώνουν τα όργανα, το πώς αυτά ανταποκρίνονται στους αδένες και πώς οι αδένες επηρεάζουν όλο το νευρικό σύστημα… Το βλέμμα επίσης, η κάθε λεπτομέρεια στην κίνηση γιατί για παράδειγμα το να κλείσεις λίγο περισσότερο το μάτι επηρεάζει αμέσως την φωνή. Όλα αυτά είναι «σώμα», όλα αυτά είναι η δουλειά μας. Ξεκινώντας απ’ αυτή τη βάση, μετά μπορείς να το απελευθερώσεις όσο θες ένα έργο, αλλά εμβαθύνοντας ο ηθοποιός στον ρόλο και  ο σκηνοθέτης στο έργο κι όχι φέρνοντας τα, στα δικά μας γούστα.

karamixos4

Γι’ αυτό και βλέπει κανείς στη δουλειά σου μια γραμμή αλλά με διαφορετικές κάθε φορά προεκτάσεις. Ο «Συμβολαιογράφος» ας πούμε…

Ναι, αυτό το έργο έχει να κάνει μ’ ένα ηθογραφικό πλαίσιο. Σαφώς και ξεκίνησα πάλι από σωματική φόρμα αλλά έπρεπε να ενταχθεί σ’ ένα κομμάτι συγκινησιακά διαφορετικό από εκείνο ενός σύγχρονου έργου. Επίσης εκεί είχαμε μια μπάσταρδη, νόθα γλώσσα  που ήταν καθαρεύουσα με στοιχεία από το σήμερα κι  από πιο παλιά και  με λάθη που γίνονταν επίτηδες. Η «Μαντάμ Φλο», για παράδειγμα, συγκινησιακά μπορεί να ξεκίνησε από φόρμα αλλά έπρεπε να εξελιχθεί σε μια σχέση πολύ διαφορετικού τύπου και ενώ ήταν ένα έργο αμερικάνικο με έντονα τα στοιχεία της καταγωγής του, έπρεπε να έρθει και στα ελληνικά δεδομένα γιατί ανέβαινε στα ελληνικά στην Ελλάδα. Τώρα είχαμε ένα γαλλικό κείμενο το οποίο ορίζει μια συνθήκη που μας αφορά σαν Έλληνες, την σχέση μάνας, γιού και νύφης. Ωστόσο έχει μια άλλη, δική του φόρμα. Ο λόγος είναι επαναλαμβανόμενος και αποσπασματικός ταυτόχρονα και για να καταφέρει να περάσει στο Ελληνικό κοινό και να το κάνει να ταυτιστεί θα έπρεπε να απενοχοποιηθεί το κείμενο από την αρχή,  σε σχέση με την ίδια του την φύση. Δεν βλέπω εδώ μια κλισέ ιστορία, καθρεφτίζομαι αλλά από απόσταση κι αυτό  κάνει τους θεατές να γελάνε και να ταυτίζονται με ότι βλέπουν. Το κάθε έργο προσπαθώ να το πηγαίνω προς αυτή την κατεύθυνση, σε κάποιους αρέσει σε κάποιους άλλους όχι, το σίγουρο είναι ότι η δική μου η προδιάθεση είναι να  είμαι ανοιχτός σ’ αυτό που θα με «επισκεφτεί», ξεκινώντας απ’ το ίδιο το έργο γιατί πάντα έρχεται και σ’ «επισκέπτεται» κάτι που σου δίνει το έναυσμα.  Και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός κατ’ αυτό τον τρόπο λειτουργώ. Σαν ηθοποιός τον ρόλο μου πάντα προσπαθώ να τον βρω ήδη από την πρώτη πρόβα. Προσπαθώ να έχω πέντε βασικά στοιχεία του ρούχου τα οποία πάντα τα βρίσκεις από την αρχή. Ξέρεις αν ο χαρακτήρας φοράει τακούνια, αν φοράει αθλητικό, αν είναι ξυπόλητος ή αν φοράει σακάκι ή γραβάτα κι από την πρώτη κιόλας πρόβα θα πρέπει να τα έχει αυτά τα στοιχεία ο ηθοποιός. Είναι άλλη στάση, άλλο σώμα που δημιουργεί με βάση αυτά τα στοιχεία. Παράλληλα κάνω την ίδια ανάλυση και πάλι. Ξεκινάω δηλαδή και πάλι από φόρμα αλλά θα προσπαθήσω να δουλέψω πολύ από πριν για να είναι αληθινή η ερμηνεία καθώς θα εντάσσεται στη φόρμα που θα μου δοθεί. 

 

Την συγκεκριμένη περίοδο αισθάνεσαι μέσα σου περισσότερο σκηνοθέτης ή ηθοποιός;

Έχω ένα θέμα. Βαριέμαι πάρα πολύ να παίζω κάθε βράδυ την ίδια παράσταση και δεν βαριέμαι επειδή σνομπάρω αλλά  επειδή κουράζομαι. Δεν έχω τόσες αντοχές αθλητικού τύπου κι επειδή με κουράζει επίσης το να ακούω τον εαυτό μου συνεχόμενα για μεγάλο διάστημα, αποφεύγω εδώ και χρόνια να παίζω για μια ολόκληρη σαιζόν, έχω χρόνια να παίξω για μια ολόκληρη σαιζόν, από το 2006. Δεν μπορώ ν’ ακούω συνέχεια τους ίδιους τονισμούς, το βρίσκω λίγο βάρβαρο αυτό, χρειάζομαι απόσταση κάθε τόσο από τον ρόλο για να διατηρείται φρέσκια η μαγιά του, αισθάνομαι ότι από ένα σημείο και μετά είμαι τεχνικός, αισθάνομαι ότι δεν ανασαίνει ο ρόλος και δεν μπορώ να «καθαρίσω» κι επίσης αρχίζω και ταυτίζομαι πολύ με τα ερωτήματα του ρόλου κι αυτό με κάνει να φοβάμαι λίγο. Ένα άλλο βασικό είναι το ότι  εγώ λειτουργώ πάρα πολύ το δειλινό και την νύχτα, είναι οι ώρες οι πολύ δημιουργικές για μένα και με τις καθημερινές παραστάσεις  τις χάνω για ένα μεγάλο διάστημα κι αυτό επίσης το βρίσκω λίγο βάρβαρο.

 

Οπότε σαν σκηνοθέτης νοιώθεις πιο ελεύθερος, πιο δημιουργικός…

Αυτό που εύχομαι είναι να έχω υγεία, δεν με νοιάζει να παίζω σαν ηθοποιός μόνο με νοιάζει να έχω την υγειά μου για να μπορώ να δουλεύω. Σε οποιαδήποτε δουλειά… Κι αυτό το είχα ευτυχώς από μικρός και αυτό δεν έβγαζα ποτέ την απόγνωση όταν δεν βρισκόμουν πάνω στο σανίδι. Δεν μου λείπει η σκηνή όταν δεν είμαι εκεί γιατί δεν κάθομαι ποτέ… Και διακοπές που θα πάω, θα βάψω τα κάγκελα στο σπίτι και ελεύθερο κάμπινγκ όταν θα κάνω, κάτι θα φτιάχνω, θα απλώνω μια τέντα, θα κτίζω κάτι, ποτέ δεν κάθομαι, πάντα αισθάνομαι μέσα μου δημιουργικός και ποτέ δεν είχα την προσκόλληση στο να βγω στην σκηνή και να με χειροκροτήσουν. Το αντίθετο συμβαίνει. Κάθε φορά που μου προτείνουν δουλειά, το πρώτο που μου έρχεται να πω, είναι «όχι».

 

Ποια θα είναι η δράση σου στην προσεχή σαιζόν;

Θα συνεχιστεί ο «Συμβολαιογράφος» για δεύτερη χρονιά, θα παιχτεί και σε μια μίνι περιοδεία μέσα στο καλοκαίρι. Του χρόνου θα παίζεται για Δευτερότριτα, το «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».  Επίσης συζητάω για άλλες δύο δουλειές στις οποίες θα αναλάβω την σκηνοθεσία κι οι οποίες θα ανακοινωθούν σύντομα.