Σχετικά άρθρα
ΛΗΔΑ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Τετάρτη, 27 Απρίλιος 2011 23:06 | |||
Λήδα Πρωτοψάλτη Παλεύοντας στη σκηνή και στη ζωή... Μια συζήτηση με την Μαρία Κυριάκη και τον Νεκτάριο Κωνσταντινίδη Πρέπει να αγωνιστείς για να ανθίσεις... Πέρσι ήταν μια σπαραχτική, αυθεντική Σωτηρία Μπέλλου, φέτος η Άννα στο «Άννα είπα» του Παναγιώτη Μέντη, μια αλησμόνητη ερμηνεία της του 1996 που αυτή τη φορά εξελίχτηκε σε συγκλονιστικό ρεσιτάλ υποκριτικής. Συναντήσαμε την κυρία Πρωτοψάλτη στην μικρή, αγαπημένη της πατρίδα, το θέατρο Στοά και μας μίλησε για όσα την γεμίζουν αλλά και γι’ αυτά που την βασανίζουν. Ανάμεσα στη σκηνή και τη ζωή, η εξαίρετη ηθοποιός μας ξενάγησε σε ρόλους, σε γεγονότα από το παρελθόν και σε στιγμές μαγικές αλλά και τρομακτικές του παρόντος. Την ευχαριστούμε από καρδιάς.
Ερμηνεύοντας την Σωτηρία Μπέλλου ήρθατε αντιμέτωπη με ένα μύθο αλλά ταυτόχρονα και με μία γυναίκα γεμάτη πάθη, που όρισε τα μέτρα της τέχνης της με πράξεις ζωής. Μιλήστε μας γι’ αυτήν την περιπέτεια. Χρειάστηκε να γίνω η Μπέλλου. Ότι κι αν ήταν η Μπέλλου. Αυτή η ιδιαίτερη γυναίκα, ο ιδιαίτερος άνθρωπος, που ξεκίνησε από το χωριό της, με ένα τρένο γεμάτο στρατιώτες κι ήρθε κρατώντας το βαλιτσάκι της, μόνο με το βρακί της μέσα. Καθίστε παιδιά! Ένα κοριτσάκι δεκαοκτώ χρονών... Ναι. Έπρεπε να διηγηθώ αυτό το παραμύθι. Αλλά μπήκα τόσο πολύ και τόσο εύκολα σ’ αυτή τη φωτιά... Θα ήθελα να την ξαναπαίξω την Μπέλλου. Είχε και τρομερή απήχηση στον κόσμο. Μια φορά οι θεατές ανεβήκανε στη σκηνή. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Ανέβηκαν σιγά-σιγά χειροκροτώντας. Και μας αγκάλιαζαν εμένα και την Εύα που παίζει τον ρόλο της νοσοκόμας και μας φιλούσαν. Το σύνορο ανάμεσα στην πλατεία και τη σκηνή καταργήθηκε από τους ίδιους τους θεατές. Ναι, άρεσε πολύ στον κόσμο παρ’ όλο που δεν είχε τραγούδια μέσα εκτός από το «μινόρε». Πιστεύω πως θα μπορούσε να ακουστεί δύο-τρεις ακόμα φορές η φωνή της. Αλλά δεν παραπονέθηκε κανένας. Κανένας δεν είπε «Μα δεν βάλατε ρε παιδιά και δυο-τρία τραγούδια να ακούσουμε».
Και η Άννα; Ποια είναι η πραγματική Άννα ανάμεσα στην εξομολόγηση και το παραλήρημα... Είναι ένα πλάσμα που δεν ξέρει κανείς αν αυτό που κουβαλάει οφείλεται στον τρόπο που έζησε με την μάνα του ή αν είναι κι ο ίδιος του ο χαρακτήρας ιδιόρρυθμος και ξεχωριστός. Βέβαια δεν ήταν «του κόσμου τούτου». Είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία, είχε μια εξυπνάδα, καταλάβαινε τι γίνεται κάτω από τα πράγματα, Λέει «εγώ από τον πατέρα μου πήρα το δώρο να γνωρίζω την αλήθεια». Το λέει. Δεν την αφήσανε να ανασάνει, κατάλαβες; Ήθελε να σπουδάσει... Μη με κόψεις απ’ τα γράμματα παρακαλούσε τη μάνα της. Δεν θέλω να με κόψεις απ’ τα γράμματα. Στην πραγματικότητα η μητέρα αυτή ήθελε το παιδί της κοντά της όχι για να το προστατεύει αλλά για να την προστατεύει εκείνο. Γιατί δεν γίνεται αυτό το πράγμα; Να πέφτει στα παιδιά η ευθύνη των γονιών; Το αντίστροφο δηλαδή από το φυσιολογικό; Να γίνεται ο γιος, πατέρας, η κόρη, μάνα;
Δεν δείχνει ωστόσο πουθενά στο έργο μίσος για την μάνα της. Μίσος όχι, καθόλου. Ίσα-ίσα που την αγαπάει. Την ανταγωνίζεται όμως κιόλας. «Εγώ θα νικήσω» της λέει. Αλλά αυτό είναι σαν ένα παιχνίδι. Η Άννα όταν την γνωρίζουμε εμείς, έχει «φύγει», δεν είναι μαζί μας πια... Δεν ανήκει στον κόσμο μας. Με όλες αυτές τις απαγορεύσεις και τα μη, τελικά τρελαίνεται. Εκεί στην τελευταία της κρίση που φωνάζει «ο Θεός, ο Θεός»... και μετά πέφτει πια στην κατατονία...βρίσκεται ήδη αλλού. Γι’ αυτό συγκινεί και τον κόσμο πάρα πολύ. Γιατί ο καθένας τάχει ζήσει αυτά. Πίσω από κάθε πόρτα θα τα συναντήσεις. Όλοι έχουν τον καημό για κάποιο δικό τους που έχει «φύγει» με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο... Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενιών έχουν ζήσει ανάλογες πιέσεις, έχουν δει τη ζωή τους να χάνεται... Οι νέοι να δεις τι παθαίνουν... Ανεβαίνουν πάνω να πουν ένα μπράβο που θέλουν και δεν μπορούν να μιλήσουν. Σήμερα δεν υπάρχουν γονείς που δεν θ’ αφήσουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν ή που θα τους επιβάλλουν να παντρευτούν με το ζόρι... Κι όμως βλέπουν αυτή τη γυναίκα να τρελαίνεται και κάτι παθαίνουν. Γιατί βλέπεις τα νέα παιδιά πιέζονται αλλιώς και σε άλλα πράγματα αλλά κι αυτά πιέζονται... Τι είναι αυτό που πιέζει τα νέα παιδιά, τι τα κάνει να συμμερίζονται την απελπισία της Άννας; Τα παιδιά είναι καταπιεσμένα κι απ’ αυτήν την αφθονία. Ξέρεις μια φίλη, ένα νεαρό κορίτσι μου μίλησε για κάποιον συνομήλικο της που ήταν απελπισμένος, στα όρια της αυτοκτονίας ήταν...Γιατί; Είχε πει στη μητέρα του πως θάθελε νάχε ένα πιάνο για να μπορεί να κάνει λίγη εξάσκηση παραπάνω και την άλλη μέρα χτυπήσαν το κουδούνι και του φέραν ένα πιάνο. «Τι να την κάνω εγώ τη ζωή μου;» της είπε... Εγώ πως θα αγωνιστώ; Ήθελα να με αφήσουν να το παλέψω για να το αποκτήσω αυτό το πιάνο. Καταλαβαίνεις τι έχει γίνει εδώ πέρα με τα παιδιά; Μ’ αυτήν την υπερπροστασία των γονιών τους; Και ή γίνονται λαπάδες ή κάτι παθαίνουν, ένα σοκ από την ανάγκη τους να βρούνε τρόπο να παλέψουν στη ζωή μόνα τους. Είπε ότι θέλει ένα πιάνο και την άλλη μέρα το είχε. Η μανούλα μου, είναι από τη Ρωσία, όταν ήρθε εδώ κι άρχισε να διδάσκει στα Γυμνάσια μουσική, δεν είχε πιάνο. Πήγαινε σε συμμαθήτριές της και φίλες της και καθόταν και μελετούσε. Και ντρεπόταν να πει να της ανάψουν το φως όταν νύχτωνε... Χαλάσανε τα ματάκια της, έχασε την όρασή της νωρίς. Έμπαινε η μαμά των κοριτσιών και την ρώταγε «Μα τι κάνεις στο σκοτάδι»; «Δεν πειράζει, βλέπω...ευχαριστώ», έλεγε αυτή. Κατάλαβες; Η μάνα μου αγωνίστηκε όταν ήρθαμε πρόσφυγες από την Ρωσία με την επανάσταση και μ’ όλα αυτά που έγιναν τότε. Πρέπει ν’ αφήνεις τον άνθρωπο να αγωνιστεί για ν’ ανθίσει μετά. Για να μπορέσει να ανθίσει και να μην το χρωστάει σε κανέναν. Γι’ αυτό έρχονται στα παρασκήνια τα κακόμοιρα τα παιδιά έτσι συγκλονισμένα... Συγκινούνται με την Άννα που πάλεψε τόσο και τράβηξε τόσα. Τα ίδια παθαίνουν και με την Σωτηρία Μπέλλου βλέποντας αυτά που έζησε από μικρή, από νέα... Τα τίναξε όλα στον αέρα, έφυγε από το πατρικό της κι ήρθε στην Αθήνα. Για φαντάσου τι περνάνε οι άνθρωποι... μου έλεγαν. Με κοιτούσανε λες και τάχα περάσει εγώ αυτά. Είχα περάσει βέβαια κι εγώ, άλλα... Τα παιδιά όμως δεν τα ξέρουν αυτά, δεν τα έχουν ζήσει. Εμείς γεννηθήκαμε μέσα στον πόλεμο. Εγώ είμαι γεννημένη το -40. Όταν άκουγα σειρήνες πάθαινα νευρική κρίση. Και στρίγκλιζα και φώναζα διότι τρόμαζα πάρα πολύ. Δεν ήξερα να τους πω πως φοβάμαι, δυο χρονών βρέφος ήμουνα, αλλά το θυμάμαι ακόμα αυτό... Όταν το άκουγα κάτι γινόταν μέσα μου. Αυτά οι νέοι άνθρωποι δεν τα ξέρουν κι ελπίζω να μην τα μάθουν ποτέ... Ναι. Γιατί τώρα δεν παλεύεται πια ο πόλεμος. Πέφτουν οι βόμβες κι απλά σκοτώνεσαι. Και τώρα παλεύεται. Δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί στη Λιβύη; Σαν τα θηρία παλεύουν. Και δω σε μας κάποτε. Δεν πέφτανε οι βόμβες εδώ; Οι Έλληνες τότε παλέψανε. Που είναι όμως τώρα αυτοί; Έχουν χυθεί ποτάμια αίμα για την ελευθερία, για την ανεξαρτησία. Κι οι νέοι δεν τα ξέρουν. Δεν μαθαίνουν την νεώτερη ιστορία της πατρίδας τους. Ποιος έπρεπε να τους την μάθει; Που; Στο σπίτι; Στο σχολείο; Ποιος έπρεπε να τους μάθει τι θυσίες γίνανε σ’ αυτό τον τόπο; Όχι όπως έχουμε γίνει τώρα που έχουμε πιάσει λίπος και δεν μπορούμε να σκεφτούμε πια, να αισθανθούμε... Ακόμα κι οι σχέσεις; Βλέπεις πως γίνανε οι σχέσεις... Δεν μπορούνε να κάνουνε σχέσεις. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα... Άσε που ξεχνάνε και τη γλώσσα τους...Οι τίτλοι των έργων, οι ονομασίες των ομάδων, όλα είναι ξένα τώρα. Χάθηκε να βρούμε τίτλους Ελληνικούς;
Δύο πράγματα χάνονται που δεν πρέπει να χαθούν. Η παιδεία και η γλώσσα. Δεν υπάρχουν ναι. Δεν υπάρχει παράδοση. Δεν κρατάμε την παράδοση. Τώρα πια εμάς μας σνομπάρουνε γιατί έχουμε γεράσει βλέπεις. Κι όμως έγιναν πολλά από τις δικές μας τις γενιές. Ο Κουν έκανε πράγματα καινοτόμα και σείστηκε το Ελληνικό θέατρο. Ποιος από τα νέα παιδιά ξέρει τι ήταν το «Θέατρο Τέχνης»; Άνθρωποι που πάνε να γίνουν καλλιτέχνες, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ξέρουν πραγματικά τι έδωσε το θέατρο Τέχνης στην Ελλάδα; Μια φορά παραλίγο να τους δείρω μέσα... Δεν ξέρανε ούτε τα ονόματα των ηθοποιών μας. Αυτό απαγορεύεται. Δεν μπορείς να μην ξέρεις τους μεγάλους ηθοποιούς της χώρας σου, να ξέρεις μόνο αυτούς που γίνανε από τον κινηματογράφο...Είναι δυνατόν να μην ξέρεις τους δημιουργούς του θεάτρου; Πέφτεις δηλαδή κι εσύ σ’ αυτή τη λούμπα που σπουδάζεις υποτίθεται θέατρο, που αύριο θα κάνεις θέατρο;
Δεν φταίνε τα παιδιά. Φταίει η εκπαίδευσή τους. Εδώ οι ίδιοι οι απόφοιτοι της σχολής του Κουν και δεν ξέρουν τι έκανε ο Κουν...τι έκαναν οι ηθοποιοί του... Δεν ξέρω παιδιά, τι να πούμε; Να πούμε ότι πήγε στράφι όλο αυτό που έγινε, όλα όσα πετύχαμε μέχρι τώρα;
Τι να πούμε; Το «Ανοιχτό θέατρο» του Μιχαηλίδη έκλεισε, τώρα κλείνει και το «Αμφιθέατρο» του Ευαγγελάτου... Και σεις τη «Στοά» απ’ ότι ξέρω την κρατάτε με νύχια και με δόντια... Πάντα Μαρία μου, πάντα γινόταν έτσι. Πάντα με νύχια και με δόντια παλεύαμε. Και τότε που έδινε το κράτος την επιχορήγηση. Μας βγάζανε την ψυχή μέχρι να μας την δώσουν. Οτιδήποτε έχει σχέση με το κράτος σου βγαίνει η ψυχή για να το πάρεις κι ας το δικαιούσαι. Όμως όταν εσύ χρωστάς ένα πενηνταράκι στο κράτος θα σε στείλουν στον Κορυδαλλό. Πώς να γίνει τώρα; Εμείς παλεύουμε τόσα χρόνια. Και είμαστε πάντα με το κεφάλι στη λαιμητόμο. Κι αυτά τα νέα παιδιά που κάνουν αυτές τις ομάδες, οι νέοι καλλιτέχνες ένας θεός ξέρει πόσο θα χρειαστεί να το παλέψουν. Καταλαβαίνω...Κι εγώ νέα καλλιτέχνης ήμουν. Και ξέρεις κάτι; Ακόμα είμαι νέα καλλιτέχνης... Γιατί κάθε νέο ανέβασμα είναι κάτι καινούργιο, αρχίζω από την αρχή, δεν ξέρω τίποτα. Πως παίζεται αυτό; Πως θα το κάνω; Τι δυσκολίες θα βρω μπροστά μου... Κατάλαβες; Κάθε φορά αρχίζεις από το τίποτα, πάντα νέος καλλιτέχνης είσαι... Πείτε μας με ποιο κριτήριο διαλέγονται τα έργα που θα ανέβουν στην «Στοά»; Διαλέγουμε έργα που μιλάνε γι’ αυτά που μας καίνε... Κι ότι έργα ανεβάσαμε, όλα μιλούσανε γι’ αυτό που ήμασταν και γι’ αυτό που έχουμε γίνει τώρα...Από την παράδοσή μας και την ιστορία μας ως το σήμερα...Ανεβάζουμε στη σκηνή έργα που ασχολούνται με όλα όσα μας καίνε... Αυτό είναι το κριτήριο.
|