Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΜΛΟΓΛΟΥ 2011 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Σάββατο, 15 Ιανουάριος 2011 08:30 | |||
Δημήτρης Γιαμλόγλου Σκηνοθετώντας «Δαίμονες»
Με πολύχρονη θητεία στον κινηματογράφο και την τηλεόραση ο Δημήτρης επιχείρησε φέτος την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία με ένα εξαιρετικό επιτελείο ηθοποιών κι ένα έργο το οποίο ανήκει στα κορυφαία της σύγχρονης δραματουργίας, τους «Δαίμονες» του Σουηδού συγγραφέα Lars Noren. Η παράσταση είχε πολύ ενδιαφέρον κι έτσι συναντηθήκαμε να μιλήσουμε για το έργο, τους ήρωες, την εμπειρία των προβών και την παρουσία των δαιμόνων μέσα μας. Μίλησέ μου για τους «Δαίμονες». Το έργο κατ’ αρχήν, ήταν ιδέα του μεταφραστή, του Πάνου Παπαγεωργόπουλου που παίζει τον Φρανκ. Μιλούσαμε προ ενός έτους και του είπα πως θέλω να σκηνοθετήσω θέατρο. Κι εγώ θέλω να παίξω, μου είπε. Ο Πάνος είναι επίσης σκηνοθέτης και φυσικά ηθοποιός. Μου πρότεινε το έργο, το διάβασα και ενθουσιάστηκα, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό που με ενθουσίασε. Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά και την επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Μέλμπεργκ η οποία έκανε την αντιπαράθεση με το σουηδικό κείμενο. Μετά οι τέσσερις ηθοποιοί κι εγώ ξεκινήσαμε να διαβάζουμε το κείμενο προσπαθώντας να καταλάβουμε τι συμβαίνει μ’ αυτό. Κάποια στιγμή αφού διαβάζαμε και διαβάζαμε ανεβήκαμε στη σκηνή και τα ξεχάσαμε όλα. Πιστεύω ότι είναι ένα έργο που μόνο όταν αρχίσεις να το δουλεύεις και να καταλαβαίνεις τι ακριβώς είναι αυτός ο χώρος μέσα στον οποίο διαδραματίζεται η δράση και τι θέλει ο καθένας που βρίσκεται σ’ αυτόν, μόνο όταν το τεμαχίσεις, μόνο τότε μπορείς πραγματικά να το εκτιμήσεις. Διαβάζοντάς το, το καταλαβαίνεις μεν αλλά πολλά πράγματα μένουν στον αέρα. Η αγαπημένη φράση της Ερατώς Πίσση που παίζει την Καταρίνα είναι: «Το έργο μας ξεπερνάει». Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Εμείς πάντως το ανεβάσαμε στα πλαίσια μιας δουλειάς ομαδικής. Είναι η πρώτη μου θεατρική σκηνοθεσία και έμαθα πάρα πολλά απ’ αυτούς τους ηθοποιούς.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία, κυρίως λεπτομέρειες όσον αφορά την κίνηση και την εκφραστικότητα των ηθοποιών που σίγουρα είναι αποτέλεσμα της δικής σου δουλειάς. Αναγκαστικά εγώ ήμουν το μάτι που έβλεπε και διόρθωνε κινήσεις και στάσεις. Έτσι όπως έγινε με μας, η σκηνοθεσία είναι απλό πράγμα. Παλεύουμε όλοι μαζί και εγώ διευθετώ τις λεπτομέρειες παρακολουθώντας απ’ έξω. Είμαι ταυτόχρονα το δικό τους μάτι αλλά και μάρτυρας της δικής μου διάθεσης απέναντι στο έργο. Δεν προσπάθησα να τους επιβάλλω όσα σκεφτόμουν μόνος μου στο σπίτι, όλα έγιναν στη διάρκεια της πρόβας.
Χωρίς ίσως να σου είναι απόλυτα συνειδητό έκανες την πιο σοφή σκηνοθετική δουλειά. Απέφυγες να φορέσεις στους ηθοποιούς τα έτοιμα κοστούμια των ρόλων όπως εσύ τα είχες φανταστεί. Πήρες από αυτούς στοιχεία για να τους καθοδηγήσεις. Πίστεψέ με ότι είδες, βγήκε πάνω στη σκηνή, στις πρόβες. Τίποτα δεν προετοιμάστηκε από πριν...
Μίλησέ μου για τις σχέσεις αυτών των δύο ζευγαριών. Το ένα έχει υψηλό στάτους ζωής και κινείται σε περιβάλλον γεμάτο με ακριβά, ντιζάιν αντικείμενα, επιλέγει τις φόρμες και το στυλ των ρούχων, των αντικειμένων, ενώ το άλλο μένει στον κάτω όροφο και μπορούμε να καταλάβουμε πως το σπίτι τους θα είναι μονίμως ανάστατο από το πέρασμα των παιδιών και απλά, φτηνά, επιπλωμένο. Αυτό ήταν και μία δική μου παρέμβαση. Υπάρχουν κάποιες αναφορές από το συγγραφέα όσον αφορά τον χρωματικό συνδυασμό και μέσα στο κείμενο βρίσκονται στοιχεία όσον αφορά τα αντικείμενα, τα αξεσουάρ και τα ρούχα που χρησιμοποιούν. Προσπαθήσαμε να δώσουμε μια φόρμα σ’ όλο αυτό. Κινηθήκαμε στον άξονα τριών χρωμάτων. Του μαύρου, του άσπρου και του κόκκινου. Σε αυτά τα χρώματα είναι τα τρία φορέματα της ηρωίδας.
Όταν φοράει το μαύρο φόρεμα, υποδηλώνει και ένα πένθος. Υπάρχει ένα πένθος και μάλιστα ένα πένθος αντεστραμμένο. Είμαστε σε ένα σπίτι όπου πρόκειται να γίνει η αγρυπνία μιας νεκρής και το μόνο που δεν συμβαίνει τελικά είναι αυτό. Η τελετή είναι ενταφιασμός της τέφρας, ένα έθιμο που δεν το έχουμε εμείς και νομίζω πως η στάχτη χρησιμοποιείται στο έργο με πολύ σωστό τρόπο. Δεν θα έλεγα πως έχουμε ακριβώς την αποθέωση της ζωής αλλά το πένθος είναι τελείως υποδόριο. Το τελετουργικό των ρούχων παίζει ένα ρόλο. Κάποια στιγμή για παράδειγμα η ηρωίδα αναφέρεται στο άσπρο φόρεμα, λέγοντας πως είναι το νυφικό της. Για μένα το κόκκινο είναι ένα χρώμα που παραπέμπει και στο πάθος αλλά και στο θάνατο. Το κόκκινο ψυγείο έχει μια φόρμα που παραπέμπει λίγο και σε φέρετρο.
Μερικές φορές γίνεται και πηγή φωτισμού. Ναι, χρησιμοποιείται λίγο αλλόκοτα...Όταν η κατάσταση έχει ξεφύγει, βγαίνει ένα πράσινο φως από το ψυγείο... Δεν ξέρουμε σ’ αυτό το σημείο της δράσης αν η κατάσταση είναι πραγματική, αν βρισκόμαστε σε πραγματικό χρόνο και τόπο ή αν όλα συμβαίνουν στο μυαλό κάποιου από τους ήρωες... Αλλά όλα αυτά με ένα τρόπο στη σκέψη μας δένουν, χωρίς να ξέρω τι βγαίνει προς το κοινό.
Οι ήρωες μοιάζουν μερικές φορές σαν να θέλουν να μπουν μέσα σ’ αυτό το ψυγείο. Τρεις φορές μέσα στην παράσταση η Καταρίνα ανοίγει το ψυγείο σαν να ψάχνει κάτι που έχει χάσει. Μέσα στη λογική του έργου, με τους ήρωες μεθυσμένους, αυτό ισχύει. Για την παράσταση όμως είναι ταυτόχρονα και μια προσπάθεια των ηρώων να δώσουν στα πράγματα λίγο ακόμα χρόνο. Να μην τα τελειώσουν...
Η ανοιχτή πόρτα του ψυγείου μου δημιούργησε μια αίσθηση εκκρεμότητας. Για μένα είναι η ευκαιρία για μια ακόμα σκέψη πριν γίνει το επόμενο βήμα. Ένα μικρό πισωγύρισμα. Και ειδικά στο τέλος, μ’ αυτό το πρασινωπό φως να βγαίνει από το ψυγείο, όταν η Καταρίνα έχει συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας της που τον έχει τόσα χρόνια ζορίσει και αμφισβητήσει, είναι ο άνθρωπός της. Για μένα το δίλλημα της εκείνη τη στιγμή είναι: Ή που θα πεθάνω ή που θα ξαναδοκιμάσω. Και μετά επιλέγει να χαθεί στο σκοτάδι περιμένοντας άλλη μία δυνατότητα επικοινωνίας με τον άντρα της. Άλλωστε αυτό κάνει λίγο αργότερα. Προσπαθεί πια χωρίς υπονοούμενα να αντιμετωπίσει την κατάσταση ακριβώς όπως είναι.
Στο τελευταίο εικοσάλεπτο του έργου τα πάντα μοιάζουν σαν να τυλίγονται σε μια υπνοβατική ατμόσφαιρα. Ακολουθεί άλλη φόρμα ο ίδιος ο συγγραφέας. Όλα φωτίζονται περίεργα και γίνονται πιο στατικά. Είναι και λίγο διαφορετικός ο τρόπος που λέγονται τα πράγματα. Το έργο επιτελεί μία λειτουργία. Έχει να κάνει με το θεραπευτικό κομμάτι της τέχνης. Δεν γίνεται να βρίσκονται όλα διαρκώς σε μία ένταση και να παραμείνουν ως το τέλος έτσι. Πρέπει να δοθεί μια διέξοδος.
Στο τέλος μεταξύ άλλων καίγεται κι ένα παιδικό καράβι, μια οδηγία του συγγραφέα που εσείς όμως την κόψατε... Δεν θέλαμε να ρισκάρουμε να βάλουμε φωτιά στο θέατρο. Αυτό το καράβι που καίγεται είναι για μένα το τέλος της παιδικότητας.
Το ζευγάρι του πάνω ορόφου, οι οικοδεσπότες, βρίσκονται σε ρήξη από την αρχή. Εκφρασμένη ρήξη. Είναι ένα ζευγάρι που μιλάει. Επίσης μια βασική διαφορά με τους γείτονές τους, είναι πως το ζευγάρι αυτό δεν έχει παιδιά. Έχουμε λοιπόν δύο περιπτώσεις συμβιωτικών σχέσεων, σχέσεων εξάρτησης. Γίνεται σαφές ότι ο Φρανκ είναι εξαρτημένος από την Καταρίνα κι εκείνη από τον Φρανκ. Ο Τόμας επίσης είναι εξαρτημένος από την Γκένα κι εκείνη από τον Τόμας. Τα παιδιά είναι ένα εξαιρετικό άλλοθι για να κρατήσουν τέτοιες συμβιωτικές σχέσεις. Το ζευγάρι όμως των οικοδεσποτών, δεν έχει παιδιά οπότε πρέπει να ανακαλύπτουν τρόπους ώστε να αναπαράγουν αυτή την εξάρτηση.
Ένας π’ αυτούς τους τρόπους έχει να κάνει νομίζω με το σεξ... Θα έβλεπες ότι έχουν σεξουαλικό πρόβλημα αυτοί οι δύο;
Ναι. Τουλάχιστον αυτό βγαίνει από το έργο. Σίγουρα το σεξ δεν λειτουργεί. Νομίζω ότι φτάνουμε στον πυρήνα των σχέσεων αν διερευνήσουμε την σεξουαλική σχέση αυτού του ζευγαριού. Αγγίζοντας και κάτι που όλοι μας το συναντάμε στις σχέσεις μας. Βλέπουμε ότι το ίδιο πράγμα αλλιώς το αντιμετωπίζουν οι άντρες κι αλλιώς οι γυναίκες. Το εύκολο είναι να θεωρήσουμε ότι ο άντρας είναι πιο σεξουαλικός κι η γυναίκα πιο συναισθηματική.
Να το δούμε λίγο διαφορετικά; Ο άντρας όσον αφορά το σεξ έχει σαν αφετηρία το σώμα του ενώ η γυναίκα κινείται από τις φαντασιώσεις της. Η φαντασίωση όμως ακόμα κι αν γεννά συναισθήματα δεν είναι συναίσθημα. Είναι ένα πεδίο μέσα στο οποίο τα πάντα λειτουργούν αισθητικά άψογα και ελεγχόμενα. Εγώ βλέπω ένα χάσμα. Βλέπω τον Φρανκ να λειτουργεί σωματικά παρ’ ότι είναι εγκεφαλικός τύπος και πολύ κυνικός άνθρωπος, ενώ η Καταρίνα που είναι η πιο παρορμητική, εκρηκτική και συναισθηματική είναι σαφές ότι λειτουργεί πολύ περισσότερο με το φαντασιακό της κομμάτι. Κι όλο αυτό γίνεται ένας περίεργος κόμπος. Η Καταρίνα ζητάει από τον Φρανκ να είναι συναισθηματικός, να εκφράσει την αδυναμία και τον πόνο του. Όταν όμως αυτό της το δίνει ο γείτονας τους ο Τόμας, απλά δεν λειτουργεί. Υπάρχει νομίζω ένα πολύ περίεργο παιχνίδι ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς ανθρώπους και γίνονται μεταξύ τους όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί. Η Καταρίνα δίνει στον γείτονά της αυτό που δεν δίνει στον Φρανκ, ο Τόμας δίνει στην Καταρίνα κάτι που ο Φρανκ δεν της δίνει, η Γκένα δίνει στο Φρανκ κάτι που το ζητάει από τη γυναίκα του και δεν του το δίνει. Αλλά το ζητάει μέσα από ένα ψυχαναλυτικό πλέγμα αφού έχει μ’ ένα τρόπο συσχετίσει τη γυναίκα του με την μητέρα.
Κι ενώ η στάχτη της πραγματικής μητέρας βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμα, ένσαρκη την βλέπουμε στο σώμα της γυναίκας του κάτω ορόφου. Νομίζω πως μητέρες είναι και οι δύο γυναίκες για τον Φρανκ. Όταν ο Φρανκ ρίχνει τη στάχτη της νεκρής, δυναστευτικής μητέρας του στην Καταρίνα, την έχει δει να σηκώνεται από τον θάνατο και να εμφανίζεται μπροστά του μέσα από το κορμί της γυναίκας του. Κι εκεί έχουμε μια ταύτιση γάμου και κηδείας μαζί καθώς το λευκό φόρεμα-νυφικό της ηρωίδας γίνεται μαύρο από την στάχτη της νεκρής μητέρας. Η Καταρίνα φορώντας ένα νυφικό και βγαίνοντας να μαρτυρήσει στους γείτονες την φαντασιακή ή πραγματική ανικανότητα του Φρανκ είναι σαν να ακυρώνει την ουσία του γάμου της...Και πως τελειώνει η σκηνή; Γίνεται μια ταύτιση της Καταρίνας με την στάχτη της νεκρής μητέρας. Είναι μια ακραία κίνηση του Φράνκ που πια θέλει να τελειώσει και με τη μάνα του και με τον καθωσπρεπισμό και με τα πάντα. Η γυναίκα που τον βασανίζει και τα απομεινάρια της μητέρας του, προκαλούν μια εσωτερική ρήξη. Κι εκεί βάζει ο συγγραφέας έναν εσωτερικό μονόλογο του ήρωα που για μένα βρίσκεται στο κεφάλι του και μόνο, δεν τον ακούν καν οι άλλοι ήρωες... Απ’ αυτόν τον μονόλογο βγαίνει εκείνο το κομμάτι υπαρξιακής αναζήτησης που αποτελεί ένα από τα υπόγεια αποθέματα του έργου. Ποιοι πραγματικά είμαστε; Υπάρχουμε στ’ αλήθεια;
Και διασαλεύεται εδώ επίσης η σύμβαση που καθορίζει την κάθε μας σχέση, αυτή της υποταγής. Φεύγει ο ήρωας, έστω και για λίγο φεύγει... Ναι, υποταγή στο μητρικό πρότυπο, στη συζυγική σχέση, στα κοινωνικά πρέπει, στα φορεμένα θέλω...Αν πούμε ότι ο Φρανκ είναι το κεντρικό πρόσωπο, ο φορέας της σκέψης του συγγραφέα, είναι αλήθεια πως λύνει θέματα. Ή τουλάχιστον τα αντιμετωπίζει.
Υπάρχει πάντα βέβαια και μία επικίνδυνη, εύθραυστη σχέση. Εκείνη του Φρανκ προς τον Τόμας. Όπου όλα συζητούνται ενώ ταυτόχρονα πετούν ο ένας στον άλλο ένα βάζο. Ναι είναι μία σχέση που έχει μείνει ανείπωτη ανάμεσά τους. Όμως τι βλέπεις εσύ σ’ αυτήν; Βλέπεις δύο γείτονες που συζητούν, έναν πατέρα κι ένα γιο, δύο φίλους;
Όχι. Βλέπω δύο πλάσματα που συγγενεύουν. Και γι’ αυτό υπάρχει η έλξη ανάμεσά τους. Γεννιέται από την αίσθηση ασφάλειας που τους γεννά η συγγένειά τους. Καθώς μάλιστα η σχέση τους με τις γυναίκες, πλάσματα με τα οποία δεν συγγενεύουν, τους έχει τρομάξει πολύ. Η συγγένεια τους με έναν τρόπο τους προστατεύει. Ακριβώς. Νομίζω ότι εκεί ο συγγραφέας λύνει κάποια ζητήματα σε σχέση με το αλισβερίσι του με τους ομοφύλους του. Δηλαδή, ποια είναι η κυρίαρχη αντρική παρουσία στη ζωή ενός άντρα;
Ο Πατέρας, ο Ψυχίατρος, ο Θεός... Στο θεό δεν πιστεύουμε, ο ψυχίατρος δεν μας το έλυσε, μένει ο πατέρας. Λοιπόν κοίτα. Έχουμε να λύσουμε τα ζητήματά μας μόνοι μας. Και ποια είναι αυτά τα ζητήματα; Οι σχέσεις μας με τους άλλους, οι σχέσεις μας με τους γονείς μας, η σχέση μας με τον εαυτό μας κι η σχέση μας με το ταίρι μας. Τέλος. Άλλωστε οι μοντέρνες θεωρίες ψυχοθεραπείας δεν στέκονται μόνο στους καθοριστικούς έξη μήνες της ζωής μας και στη σχέση μας με τους γονείς μας, αυτά είναι ελαφρώς ξεπερασμένα. Έχουμε σοβαρό ζήτημα που είναι η σχέση μας με τον κόσμο στην ολότητά του. «Εγώ» ως παιδί, ως έφηβος, ως ενήλικας, ως πατέρας αργότερα, «εγώ» ως εγώ... Εκεί είναι όλη η ιστορία κι αυτό νομίζω πως προσπαθεί να κάνει ο Φρανκ στο έργο, αυτό προσπαθεί να ψηλαφίσει κι ο συγγραφέας. Και φυσικά ο πυρήνας είναι το ζευγάρι. Πριν ακόμα κι απ’ την οικογένεια είναι το ζευγάρι. Το πρόβλημα βρίσκεται ήδη πριν γεννηθείς, είναι στο ζευγάρι. Όλο τον υπόλοιπο κόσμο τον βλέπουμε μέσα από το «άλλο» πρόσωπο, στο ζευγάρι. Τον εραστή, τον φίλο, τον πατέρα, όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Κι επίσης τον εαυτό μας. Και τότε το «Εγώ» μας γίνεται «Εσύ». Αν όμως το «Εγώ» μου είσαι «Εσύ» κι εσύ φύγεις εγώ χάνομαι...
Μπορεί να ‘ναι και καλό αυτό εν τέλει. Αλλά είμαστε έτοιμοι;
Ίσως όχι πάντα. Γυρίζει πίσω ο ήρωας. Φεύγει αλλά γυρίζει πίσω... Γυρίζει για να βρει στο πρόσωπο της γειτόνισσάς του, την μάνα του. Είναι η σκηνή της αντιμετώπισης του μητρικού συμπλέγματος από τον Φρανκ. Πίνει γάλα πια, όχι ουίσκι, πετάει τα ρούχα του, εκείνη του τραγουδάει και μετά τον αφήνει να τραγουδήσει μόνος του. Η Γκένα είναι η μάνα από την πρώτη σκηνή. Τα στήθη της ξεχειλίζουν γάλα, φέρει το παιδί στην κοιλιά της, του δίνει την δυνατότητα να έχει επιτέλους μάνα για να μπορέσει να πενθήσει την δική του μάνα. Κι εκεί επιτέλους κλαίει. Τότε του ζητάει κι η Καταρίνα να μην την εγκαταλείψει. Όταν τον βλέπει να κλαίει. Κάτι που του έχει ζητήσει αλλά αυτός ως τότε δεν το είχε κάνει. Δεν ένοιωσε την ανάγκη να το κάνει. Εκεί πια το να μείνει δεν είναι ανάγκη του, είναι επιλογή του. Και μένει. Όχι απλά μένει, οικειοθελώς σταυρώνεται. Για να φτάσει στο τέλος να της πει: Τώρα εσύ κι ο Φρανκ βρείτε τα μόνοι σας. Ο Φρανκ που πάλευε μαζί της δεν είναι πια αυτός. Τώρα μένει-φεύγει, δεν έχει σημασία. Αλλά έχει αλλάξει. Και λειτουργεί όλο αυτό σαν σε όνειρο. Όλο το φινάλε του έργου είναι σαν ένα όνειρο... Θα ήθελα εκεί να είχα κάνει κάτι πιο εικαστικό που να υποδηλώνει την διαρκή παρουσία του θανάτου στη ζωή.
Δεν χρειάζεται νομίζω. Είναι όμορφο το καθαρό. Η σκηνοθεσία σου δεν προσπαθεί να κάνει εντύπωση. Αυτό είναι το δυνατό σου χαρτί. Ήταν για μένα πόνος ως και σωματικός μερικές φορές αυτό, το πώς θα ειπωθεί μια φράση, το πώς θα δώσω αυτό το καθαρό, χωρίς φιοριτούρες. Αυτό που καταλαβαίνω, όπως το καταλαβαίνω. Δυσκολεύομαι πολλές φορές, βλέπω πράγματα που δεν μπορώ να τα εξηγήσω, άλλοτε απλά βλέπω πράγματα που μου φαίνονται περιττά κι άλλοτε πράγματα που ούτε μπορώ να τα εξηγήσω και μου φαίνονται και περιττά. Με ενδιαφέρει πολύ η ιστορία. Να βρεθεί για πιο λόγο συμβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν μέσα στη δράση του έργου. Πέρα από κάποιες αναγκαίες εικαστικές λύσεις, για μένα η λειτουργικότητα είναι ο κυρίαρχος προβληματισμός μου.
Γιατί η Καταρίνα σταυρώνει τον Φρανκ; Είναι πράξη αγάπης; Τι λες;
Ναι είναι πράξη αγάπης. Τον καρφώνει για να τον κρατήσει κοντά της με το ζόρι ή για να του δείξει πόσο πολύ το χρειάζεται το να βρίσκεται πλάι της;
Το δεύτερο. Όχι για να τον κρατήσει με το ζόρι αλλά για να τον φέρει αντιμέτωπο μ’ αυτήν...Γιατί χρειάζεται την θυσία του. Και ταυτόχρονα τον κάνει σωτήρα της. Θέλει εκείνη τη στιγμή που τον έχει καρφώσει να της πει το «σ’ αγαπώ». Και να την διαπεράσει. Όπως το καρφί.
Αυτό περνάει στην παράνοια βέβαια. Ναι αλλά στην πραγματικότητα οι ήρωες δεν είναι ψυχοπαθείς.
Όχι. Όμως ο τρόπος για να περάσεις στην παράνοια μερικές φορές είναι να δεχτείς και να πεις την αλήθεια. Η συνθήκη εδώ βέβαια βοηθάει λίγο γιατί όσο να πεις έχουμε και το αλκοόλ. Όμως το ότι τόσο ελεύθερα και ασυναίσθητα οι ήρωες αποκαλύπτονται έστω και χωρίς προφανή ειρμό, αυτό νομίζω πως λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά.
Τι θα άλλαζε στη ζωή ενός θεατή βλέποντας αυτό το έργο; Πολλοί άνθρωποι μου είπαν ότι έχουν δει το έργο στον ύπνο τους. Αυτό σημαίνει ότι χτυπάει ένα κέντρο περίεργο. Είναι μια λειτουργία που έχει σχέση με την δόμησή του. Στη ροή του λόγου οι ήρωες βγάζουν πράγματα που δεν τα συνειδητοποιούν. Ένα από τα στοιχεία που με γοητεύουν σ’ αυτό το έργο είναι πως όλη αυτή την δραματικότητα, την δυσκολία της συνύπαρξης του ζευγαριού τη φέρουν άνθρωποι νέοι που όμως νταραβερίζονται με τον θάνατο, με το τέλος, με όλα όσα δεν κατάφεραν ενώ ακόμα είναι μόνο τριανταπέντε χρονών. Με αγγίζει πολύ αυτό επειδή είναι εξαιρετικά επίπονο. Όπως μου συμβαίνει και με την Σάρα Κέην... Το να ακούς αυτά τα λόγια από ένα νέο κορίτσι, το να έχει τέτοιο βάρος μέσα του, είναι κάτι που σε επηρεάζει έντονα νομίζω. Μακάρι πάντως όλα αυτά που σου λέω τώρα και θεωρητικά κουμπώνουν, να περνάνε και στην παράσταση. Αυτό είναι για μένα το μεγάλο στοίχημα. Αυτό το έργο το πήραμε όλοι μας πολύ προσωπικά και νομίζω πως είναι ο μόνος τρόπος για να το αντιμετωπίσεις. Ο Μαστοράκης που το είχε σκηνοθετήσει παλαιότερα ήρθε στην πρόβα και μας είπε: Πως κάνετε πρόβες σ’ αυτό το έργο; Εμείς μια φυσιολογική πρόβα δεν κάναμε... Όλη την ώρα μαλώναμε...Εμείς δεν μαλώναμε ακριβώς αλλά διαφωνούσαμε σε άπειρα ζητήματα...
Φαίνεται πως αυτό το έργο είναι πόλεμος. Και μάλιστα έχουμε και πτώματα...
Εγώ πάλι λέω πως τα πτώματα στο τέλος γίνονται ψυχές και δίνουν τις λύσεις...ανασταίνονται... Ξέρεις κάτι; Σε όλη αυτή την κουβέντα ξεχάσαμε πως το έργο λέγεται «Δαίμονες». Μιλάμε τόση ώρα για δαίμονες...
|