Σχετικά άρθρα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Παρασκευή, 03 Δεκέμβριος 2010 10:58 | |||
Γιάννης Φίλιας Γεννημένος στην Αθήνα το 1976, πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου στα 8 του χρόνια, σπούδασε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής, χορό και κλασικό τραγούδι, καθώς και υποκριτική στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. Πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπ/μίου Αθηνών και της δραματικής σχολής Νέου Θεάτρου, εμφανίστηκε ως σολίστ μαζί με μουσικά και θεατρικά σχήματα, όπως Μουσικά Σύνολα Ε.Ρ.Τ, Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, Εθνικό Θέατρο, Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν, Εθνική Λυρική Σκηνή, Ορχήστρα των Χρωμάτων, ενώ συνεργάστηκε με τους συνθέτες Άλκη Μπαλτά, Θεόδωρο Αντωνίου, Χρήστο Λεοντή, Χαράλαμπο Γωγιό, σε δουλειές των Σπύρου Ευαγγελάτου, Κώστα Γαβρά, Βίκτωρα Αρδίτη, Μαριάννας Κάλμπαρη, Esther Andre Gonzalez, Κάρμεν Ρουγγέρη, Renato Zanella, Μαριάννας Τόλη, Κώστα Κουτσομύτη, Όλγας Μαλέα κ.α. Έγραψε για το θέατρο και το μουσικό θέατρο θεατρικά έργα μεταξύ των οποίων: Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο (καλός) Λύκος (θέατρο Πολύτεχνο 1998 και θέατρο Ροές 2005), Τα ζώα βαριούνται (Ε. Λυρική Σκηνή 1999), Άνιμα (Ωδείο Φ. Νάκας 2001), Το Τα-ξύδι (Ε. Λυρική Σκηνή 2004 και B.U. Βοστώνη 2006), Μικρά Νυχτερινά Μάγια (Φεστιβάλ Λαυρίου 2005), Και εγένετο Κόκκινο (Θέατρο Τεχνών, Λάρισα 2006), Τα βρώμικα πινέλα του Σίλβιο Λου (Φεστιβάλ Λαυρίου 2006), Η αφίλητη βασιλοπούλα και το φεγγάρι (θέατρο Ροές 2007 και θέατρο Αλίκη 2009), Ένα Σώμα (Ε. Λυρική Σκηνή 2008) κ.α.. Ο ταλαντούχος ηθοποιός συνδυάζει πολλά διαφορετικά προσόντα που συνιστούν μια αξιόλογη παρουσία στη σκηνή. Τραγουδάει εξαιρετικά, χορεύει πολύ καλά και ερμηνεύει με ήθος, συνέπεια, κατανόηση για το ρόλο και υποκριτική ποιότητα, κάτι σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Φέτος τον είδαμε στους «Ηλίθιους» του Νηλ Σάιμον, στο ρόλο του δυνάστη που έχει κληρονομήσει από τους προγόνους του την εξουσία πάνω σ’ ένα χωριό του οποίου οι κάτοικοι έχουν χάσει την ευφυΐα τους, χτυπημένοι από μια παλιά κατάρα.
Μίλησέ μου για τον ρόλο σου στους Ηλίθιους του Νηλ Σάιμον Ο κόμης Τρέμορ (Γκρέγκορ στο πρωτότυπο) είναι ο εξουσιαστής και μηχανορράφος «κακός» του έργου. Πρόκειται για τον τελευταίο γόνο μιας δυναστείας που για αιώνες τρομοκρατούσε τους «ηλίθιους» κατοίκους του μικρού χωριού Μώριμπορ (Κουλιέντσικωφ στο πρωτότυπο). Διεκδικεί την τεράστια περιουσία των προγόνων του, η οποία όμως θα του δοθεί μόνο εάν καταφέρει να παντρευτεί την όμορφη Σοφία Μπόζοβιτς, κόρη του γιατρού του χωριού. Ο ίδιος γάμος θα δώσει τέλος στην περίφημη κατάρα που ένας πρόγονός του έχει ρίξει στο χωριό και θα ξαναδώσει στους κατοίκους του, τη χαμένη τους εξυπνάδα.
Ποια είναι κατά τη γνώμη σου η απώλεια και ποιο το κέρδος των ηρώων μετά τη μετάλλαξή τους σε έξυπνους; Κάποια από τα στοιχεία που έχουν υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως στην παράσταση αυτή της «Μυθωδίας» είναι οι απώλειες των ηρώων, αφότου γίνονται έξυπνοι. Είναι οι ίδιες με τις απώλειες που έχουμε καθώς μεγαλώνουμε και κατακτούμε τη γνώση των πραγμάτων εκείνων που μέχρι χθες μας προξενούσαν το δέος και το θαυμασμό του ανεξήγητου. Κέρδος σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει, ή είναι εντελώς πλασματικό. Είναι το κέρδος που έχουμε επειδή ξέρουμε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, κι έτσι δε χρειάζεται πια να περιμένουμε άσκοπα δίπλα στο τζάκι μας. Αλλά μας λείπει αυτό το «ηλίθιο» παιδί που ήμασταν πριν λίγα χρόνια, και ξενυχτούσε ελπίζοντας. Κέρδος είναι που ξέρουμε πώς λειτουργεί μια σχέση και δε χρειάζεται πια να τρώμε χρόνο για να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του άλλου. Όμως μας λείπει αυτός ο «ηλίθιος» έφηβος που ήμασταν κάποτε, αυτός που ζητούσε τα πάντα, έδινε τα πάντα, αγαπούσε για πάντα. Η ίδια η γνώση των πραγμάτων είναι αυτή που τα σχετικοποιεί, καταστρέφοντας τη σιγουριά μας γι’ αυτά. Ο Oscar Wilde χώρεσε όλα τα παραπάνω στη φράση «Δεν είμαι αρκετά νέος για να γνωρίζω τα πάντα».
Πως θα περιέγραφες την εξουσιαστική δομή που εκπροσωπείς ως ρόλος στο έργο; Ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο τρόμος των κατοίκων του Μώριμπορ τον καθιερώνει ως μονάρχη, ο Τρέμορ δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη και τη -φερόμενη ως ηλιθιότητα- αδυναμία τους να κατανοήσουν τα φυσικά φαινόμενα. Έτσι χωρίς ο ίδιος να λέει ψέματα, τους αφήνει εντούτοις να πιστεύουν ότι για παράδειγμα, κάθε φορά που βρέχει, είναι εκείνος που τους ρίχνει νερά, αναπτύσσοντας έτσι μαζί τους μια σχέση Ρωβινσώνα - Παρασκευά. Ποτέ δε θα τους τρομάξει με απειλές, θα χρησιμοποιήσει όμως τον αιχμηρό τόνο της φωνής του πάνω σε μελιστάλαχτες φράσεις, για να τους υποχρεώσει να τον φοβούνται και να τον ευγνωμονούν ταυτόχρονα. Πρόκειται για την πλέον επικίνδυνη μορφή εξουσίας, όχι τόσο άγνωστη και σε μας τους ίδιους, κάθε φορά που ευχαριστούμε τους αφαιμακτικούς δανειστές μας, ονομάζοντάς τους «σωτήρες», κάθε φορά που επανεκλέγουμε τους δικτάτορές μας, ονομάζοντάς τους «ηγέτες», ή ακόμα όταν δίνουμε ακρόαση ξανά και ξανά στον ίδιο σκηνοθέτη που ξέρουμε ότι είναι ανίδεος, αλλά αν μας δώσει δουλειά γίνεται ξαφνικά «πρωτοπόρος».
Πως διαχειρίζεσαι έναν προτεινόμενο ρόλο και σε ποιες διαδικασίες υποβάλλεις τον εαυτό σου για να τον κατακτήσεις; Αρχικά ψάχνω τα κοινά μας γνωρίσματα ως προς την εξωτερική συμπεριφορά, τη γλώσσα του σώματος και τις κινήσεις. Τι κάνει αυτός που το κάνω κι εγώ. Τι δεν κάνω εγώ που το κάνει αυτός και ίσως θα’ πρεπε να το κάνω κι εγώ στη ζωή μου. Τώρα ως προς τα εσωτερικά γνωρίσματα, σε αντιδιαστολή με πάρα πολλές μεθόδους, δε με ενδιαφέρει σε πρώτη φάση το πριν και το μετά του ρόλου. Ούτε τι ήταν στα παιδικά του χρόνια, ούτε τι θα γίνει στα γεράματα. Όλα αυτά έρχονται στην πορεία των προβών. Όπως και σα θεατή, έτσι και ως συντελεστή, με ενδιαφέρει η παράσταση, η πορεία του ρόλου μέσα σε αυτή, κατά τη συγκεκριμένη διάρκειά της, ο λόγος ύπαρξης αυτού του ρόλου εκεί μέσα, ο χώρος του και η αποστολή του. Το να πλάσεις ένα σωστό κατά τα άλλα ρόλο, ο οποίος να ανήκει σε μια άλλη παράσταση, σε κάποιο άλλο ανέβασμα από κάποιον άλλο θίασο, είναι τόσο ασφαλές, όσο το να παίζεις εξαιρετικό φλάουτο μέσα σε μια ορχήστρα εγχόρδων. Πως θα περιέγραφες την ιδανική συνεργασία; Μια συνεργασία όπου ο σκηνοθέτης θα μιλούσε αρκετά, ώστε να κάνει σαφείς τις προθέσεις του, χωρίς όμως να φλυαρεί, ή να προπαγανδίζει. Και όπου ο ηθοποιός θα άκουγε με προσοχή, ώστε να κατανοήσει την πορεία πλεύσης, χωρίς όμως να γίνεται ένα απαθές εργαλείο, δίχως λόγο, ενστάσεις και προτάσεις. Η απουσία εντάσεων είναι κάτι που εκτιμώ αφάνταστα. Τίποτα δε με σκλαβώνει περισσότερο από έναν άνθρωπο που συγκράτησε την -έστω δικαιολογημένη- έντασή του, επειδή σεβάστηκε το γεγονός ότι είμαι κι εγώ μπροστά. Η φράση «δε φωνάζω ειδικά για σένα, γενικά μιλάω», είναι ότι πιο ψεύτικο, δειλό και φαρισαϊκό μπορεί να πει κάποιος. Από την άλλη, το να μου πει ότι δεν του κάνω για τη δουλειά που θέλει, περιέχει μια τέτοια ειλικρίνεια που αποτελεί, από μόνο του, κομμάτι μιας ιδανικής συνεργασίας.
Τι είναι για σένα η εξέλιξη και τι η στασιμότητα στην υποκριτική τέχνη;
Μιλώντας σα θεατής, θα έλεγα ότι εξέλιξη για έναν ηθοποιό είναι να θέλεις να πηγαίνεις στο θέατρο για να τον δεις, επειδή δεν ξέρεις πώς θα παίξει τον επόμενο ρόλο του. Αυτό το είδος καλλιτέχνη δεν έχει ηλικία. Δε φοβάται να ρισκάρει και δοκιμάζει, εκτός από διαφορετικούς ρόλους, ακόμα και διαφορετική μέθοδο προσέγγισης. Στασιμότητα είναι να ξέρεις από πριν πώς θα πει τις ατάκες του, έστω και αν αυτό γίνεται με πολύ όμορφο και εύστοχο τρόπο. Μ’ άλλα λόγια, ο στάσιμος ηθοποιός θα σου προσφέρει μια όμορφη βραδιά, ενώ ο εξελίξιμος, μια ανέλπιστα όμορφη βραδιά. Πως αντιλαμβάνεσαι την θεατρική παιδεία και πως την έχεις βιώσει στην Ελλάδα; Η χημεία δασκάλου και μαθητή νομίζω ότι είναι ένας καθοριστικός παράγοντας, σε οποιαδήποτε σχολή. Ο καθηγητής της υποκριτικής δουλεύει πάνω σε χορδές κρυμμένες βαθιά στην ψυχή του σπουδαστή, γυμνάζει μύες που δε φαίνονται με γυμνό μάτι. Ίσως δε μπορεί να σου δώσει το φεγγάρι, αλλά μπορεί «να σου δείξει το δρόμο να το φτάσεις». Τέτοιοι δάσκαλοι υπάρχουν στη χώρα μας και αποτελούν το καλύτερο κομμάτι της ελληνικής θεατρικής παιδείας. Στον αντίποδα βρίσκεται η νοοτροπία του Υπουργείου και των επιτροπών του, το χειρότερο ίσως κομμάτι αυτής της παιδείας. Όχι γιατί οι εκάστοτε επιτροπές δεν είναι αντικειμενικές, αλλά επειδή ως θεσμός και ως λειτουργία έχει αποπροσανατολίσει το σπουδαστή και έχει δημιουργήσει μανιέρες οι οποίες «περνούν στο υπουργείο», αλλά στο θέατρο δεν έχουν πια καμία αξία. Ο μελλοντικός ηθοποιός πρέπει να προβληματίζεται πάνω στο τι θα υπηρετήσει και με ποιον τρόπο, όχι στο «αν κάνει για το σανίδι». Κι επειδή το σημαντικότερο κομμάτι της εκπαίδευσης του ηθοποιού γίνεται στην πράξη, εκτιμώ αφάνταστα τις σχολές εκείνες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, που δίνουν την ευκαιρία στο σπουδαστή να δουλέψει στη σκηνή τους, κατά τα χρόνια της φοίτησής του. Φτάνει βέβαια να μην τον εκμεταλλεύονται μέχρι τελικής πτώσης, στο όνομα ενός μεγάλου Δασκάλου ή μιας μεγάλης Τέχνης, γιατί τότε ο μεγάλος Δάσκαλος, η μεγάλη Τέχνη, γίνονται συνώνυμα του μεγάλου Συμφέροντος.
Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον; Δεν έχω συγκεκριμένη ατζέντα. Θα μου άρεσε να έχω το χώρο, το χρόνο, τις ευκαιρίες, αλλά και την οικονομική άνεση, να ασχολούμαι με όλο και πιο άγνωστα σε μένα είδη θεάτρου. Λόγω της προϋπηρεσίας μου στη μουσική και στην όπερα, τα ερμηνευτικά μου μέσα τείνουν να περιοριστούν στο τραγούδι, στο τραγούδι, στο χορό και στο τραγούδι. Αυτό έχει γίνει πια το βιοποριστικό μου μέσο. Αν έχω όμως ένα σχέδιο, είναι να ξεφύγω λίγο από αυτά. Όχι επειδή δε μου αρέσει το μιούζικαλ, κάθε άλλο μάλιστα. Θέλω να κάνω πολύ μιούζικαλ. Αλλά είμαστε (και θα είμαστε) μαθητές σε αυτό το χώρο. Μπορεί να είμαι καλός στη γεωγραφία και τα μαθηματικά, πρέπει όμως να κάνω και λίγη ιστορία και γραμματική, αλλιώς θα νιώθω μια ζωή ανολοκλήρωτος. Ποιοι κωδικοί της θεατρικής τέχνης σε έλκουν και ποιοι σε απωθούν; Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχω αποκωδικοποιήσει πλήρως το θέατρο, ώστε να προτιμώ κάποιους από τους κωδικούς του. Η θεατρική τέχνη είναι ακόμα για μένα «όλο αυτό το θαυμάσιο που γίνεται πάνω στη σκηνή», ή σε οτιδήποτε θεωρήσουμε ως σκηνή. Ακόμη κι αν είναι δύο τετραγωνικά πεζοδρόμιο, τα οποία οριοθετήσαμε και είπαμε ότι ξέρετε, εδώ παίζουμε. Στη θεατρική ανα-παράσταση, η ανθρωπότητα έχει την ευκαιρία να κοιταχτεί στον καθρέφτη, να διορθώσει τα μαλλιά της αν έχουν πέσει στα μάτια της, να ξεσκονίσει τον ώμο απ’ το σακάκι της. Στο θέατρο καθρεφτίζονται όσα πρέπει ν’ αλλάξουμε στη ζωή μας, όσα πρέπει να κρατήσουμε και όσα πρέπει μια μέρα να τα πετάξουμε από πάνω μας. Χωρίς αυτό είμαστε τυφλοί.
Τι σου χρωστάει το θέατρο και του χρωστάς; Χρωστώ στο θέατρο τη γνώση του εαυτού μου, καθώς τον ανακαλύπτω σε κάθε μου δουλειά όλο και πιο πολύ. Αυτό που κάποιος άλλος θα πλήρωνε σε ψυχανάλυση, εμένα μου το προσφέρει η σκηνή, ο Τρέμορ, το έργο, ο άλφα ή ο βήτα ρόλος. Ξεκινώντας τις θεατρικές σπουδές μου νόμιζα ότι πρέπει να μάθω να προσποιούμαι καλύτερα, να λέω καλύτερα ψέματα. Τελικά πρόκειται για το αντίθετο. Μαθαίνεις πώς να λες πιο γλαφυρά την αλήθεια. Αυτή τη δική μου αλήθεια χρωστάω στο θέατρο, κι εκείνο σε μένα, κάθε φορά που καταφέρνω να του την προσφέρω.
|