Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΙΤΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Παρασκευή, 19 Νοέμβριος 2010 11:24 | |||
Δημήτρης Μπίτος Δεν ξεχνάω ότι είμαι άνθρωπος και μιλάω σε ανθρώπους Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1978 και αποφοίτησε το θέατρο τέχνης Καρόλου Κούν το 2006. Έκτοτε ασχολείται με το θέατρο και τον κινηματογράφο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Εδώ και έξι χρόνια ασχολείται με διάφορες τεχνικές σε ότι αφορά την προσέγγιση των ρόλων για τον ηθοποιό. Ειδικότερα, διερευνά αφηγηματικούς τρόπους με στόχο την καθαρότητα, την αμεσότητα και την πρωτογενή λειτουργία του λόγου και των εκφραστικών μέσων του ηθοποιού. Επίσης επιχειρεί να εφαρμόσει στη διαδικασία των προβών, συνθήκες εργαστηρίου με στόχο τόσο τη σωματική προετοιμασία των ηθοποιών του και την εγκατάσταση στην ομάδα μιας βαθύτερης σχέσης μεταξύ ηθοποιών αλλά και ηθοποιών και περιβάλλοντος, όσο και την αισθητηριακή εγρήγορση, αφύπνιση της μνήμης και επικοινωνία μέσα από το συντονισμό ανθρώπινων και άλλων φυσικών δυνάμεων. Σκηνοθέτησε την μικρού μήκους ταινία «Μικρό βουνό» που αφορά την μικρή οδύσσεια ενός πατέρα και ενός γιού που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο… Φέτος σκηνοθετεί με την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ το έργο του Γιώργου Σεβαστίκογλου «Αγγέλα». Στην Αθήνα, λίγο μετά τον εμφύλιο, η νεαρή υπηρέτρια Τασία πέφτει από το μπαλκόνι του σπιτιού που δούλευε και σκοτώνεται. Η ατμόσφαιρα αλλά και οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες της εποχής αναδύονται μέσα από τις δράσεις των ηρώων οι οποίοι προσπαθούν να αποσιωπήσουν το τα αίτια της αυτοκτονίας της κοπέλας με τραγικές συνέπειες για τον αδελφό της και το νεαρό κορίτσι που τον ερωτεύεται. Το έργο γράφτηκε στη Μόσχα το 1957. Η πρώτη παρουσίαση του στην Αθήνα έγινε από το Θέατρο Τέχνης, τη χειμερινή περίοδο 1964-65, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Η συζήτησή μας αφορά αυτήν την παράσταση αλλά και την γενικότερη οπτική του απέναντι στην θεατρική του αντίληψη και τους κώδικες υποκριτικής που επιχειρεί. Γιατί ένα γεγονός που θα μπορούσε να αποτελεί είδηση στη δεκαετία του -50, έχει ενδιαφέρον για τους θεατές εξήντα χρόνια μετά; Γιατί το παρόν που ζούμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα ενέχει μέσα του κι εκείνη την εποχή, της οποίας τα απόνερα δυστυχώς ζούμε μέχρι τώρα. Και ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε τους εαυτούς μας σήμερα είναι να επιστρέψουμε εκεί για να εντοπίσουμε τη ρίζα του κακού και μια ιστορία που επαναλαμβάνεται κυκλικά. Σήμερα όπως αναφέρεται και στη ‘Χαμένη Άνοιξη‘ του Τσίρκα «ξαναμπαίνουμε στην εποχή του παρακράτους και της τρομοκρατίας» όσο ποτέ άλλοτε. Επείγουν και είναι ξανά ανοιχτά ερωτήματα όπως ‘ποιος είναι το κράτος ;’, ‘τι είναι πατρίδα;’, ή αν υπάρχει ανάγκη για επαναστατική βία ή ακόμη και ποιος είναι αυτός που παίρνει το νόμο στα χέρια του και που μπορεί αυτό να οδηγήσει.
Ποια η σχέση της Αγγέλας με τον πρόσφυγα σήμερα στη χώρα μας; Όλοι εμείς δείχνουμε ξένοι στην ίδια μας την πόλη, σα να την κοιτάμε κι εμείς με τα μάτια τόσων ξένων που κυκλοφορούν γύρω μας σα μια πόλη, σα μια Ελλάδα που πληγώνει και σβήνει, και εμείς μαζί της. Την ίδια στιγμή αναδύονται τάσεις, όπως να πάρουμε το νόμο στα χέρια μας, να κάψουμε περιουσίες, να τα κάνουμε όλα λύμπα και κάθε μορφή παρανομίας, απ΄ τη φοροδιαφυγή του μεγάλου που δίνει δικαιολογία στο να κλέψει κι ο μικρός, μέχρι τον ξένο χωρίς πράσινη κάρτα ή δίπλωμα που περνάει με κόκκινο το φανάρι και σκοτώνει μεταφέροντας την παρανομία στη ζωή του από κεκτημένη ταχύτητα. Και δημιουργώντας με τη σειρά του το έδαφος για τα ποσοστά των μόλις πρόσφατων εκλογών που βλέπουμε να αναδύονται συντηρητικές τάσεις και τα φαντάσματα του παρελθόντος να ξαναδείχνουν τα δόντια τους. Η Αγγέλα μοιάζει να είναι ο καθένας από μας κι όχι απλώς ο πρόσφυγας, που ψάχνει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή την πόλη, μέσα σ’ αυτή τη χώρα και δείχνει τόσο πρόσφυγας όσο κι ο πρόσφυγας, κι ίσως περισσότερο.
Ποιοι κωδικοί δένουν τις δύο δεκαετίες και ποιοι τις διαφοροποιούν; Δε μπορώ να ξέρω πραγματικά και σε βάθος. Δεν είμαι ακαδημαϊκός. Και δεν ξέρω πόσο χρήσιμο είναι αυτό στη δουλειά που κάνω. Σίγουρα όσο μπορώ να καταλάβω όχι μόνο από τα ιστορικά στοιχεία εκείνης της εποχής αλλά και από την επαφή μου με το έργο η γλώσσα και οι φόρμες στην επικοινωνία των ανθρώπων ακόμη και το γεγονός των τόσο κοντινών πολέμων, εμφυλίων και άλλων όξυναν πιο πολύ τα ανθρώπινα ένστικτά και οι ανάγκες των ανθρώπων φαίνονταν πιο καθαρές, αλλά πόλεμο δεν έχουμε και σήμερα ; Απλά σήμερα τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, ο πόλεμος είναι περισσότερος τυφλός όσο ποτέ και ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο. Περισσότερο από ποτέ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις ποιος είναι περισσότερος ένοχος ή εγκληματίας ή αθώος από το διπλανό του, καλός ή κακός. Κι αυτό είναι κάτι που μας απασχόλησε σ’ αυτό το έργο επιχειρώντας να το συναντήσουμε στο σήμερα. Και αυτό νομίζω μας οδήγησε και στη χρήση της μάσκας στην παράσταση.
Πως αντιλαμβάνεστε το διαχρονικό και πως το εφήμερο; Διαχρονικό είναι αυτό που συνδέεται οργανικά με τον άνθρωπο και ότι είναι ανοικτό στη ζωή, η φύση, ο θεός, ο θάνατος, ο έρωτας, τα ένστικτα οι ανάγκες, οι αισθήσεις, τα ερωτηματικά και η ανησυχία που δημιουργούν όλα αυτά και οδηγούν τον άνθρωπο στη δημιουργία ή το κενό και το τίποτα. Εφήμερο είναι για μένα κάτι που δίνει μια απάντηση, κάτι που παριστάνει ότι ξέρει, που κάνει θόρυβο, κρίνει και αξιολογεί, κλείνει τα θέματα ή τα σαβουρώνει κάτω από το χαλάκι.
Τι είναι για σας η θεατρική τέχνη; Τρόπος ζωής.
Πως δουλεύετε με τους ηθοποιούς σας; Στόχος σ’ αυτή όπως και σε κάθε δουλειά, ήταν οι ηθοποιοί να βρουν τους εαυτούς τους στο εδώ και το τώρα, στην καθημερινότητα που τους περιβάλει και σε σχέση με το γεγονός των λέξεων και τις αισθήσεις τους να ανασύρουν ότι άλλο κυκλοφορεί μέσα τους και τους έχει ποτίσει συνειδητά ή ασυνείδητα. Καμιά φορά εκπλήσσοντας και τους ίδιους τους εαυτούς, πόσο μεγάλο κομμάτι της ιστορίας αυτής υπάρχει μέσα τους αν αποφασίσουν να την «ξεχάσουν» και να την επινοήσουν από την αρχή βρίσκοντας τα πρόσωπα που υποδύονται να νυχτοπατούν μέσα τους χωρίς να ισχυρίζονται όμως ότι τους ξέρουν από πριν ή επιχειρούν να κάνουν οποιαδήποτε άλλου είδους έρευνα ή δραματουργική ανάλυση. Γι αυτό και δουλεύουμε πολύ και πριν απ’ όλα με τη σιωπή. Είναι μια δουλειά αναπόφευκτα με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τι όνειρα κάνετε για το θέατρο στη χώρα μας και πόσο εφικτά τα θεωρείτε; Να συνοδεύεται το θέατρο από μια γενικότερη καλλιέργεια και παιδεία, να διδάσκεται σε χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, να έχει τη θέση που έχουν για παράδειγμα τα θρησκευτικά ή τα μαθηματικά. Να μην αντιμετωπίζεται με δέος. Να ξαναμπεί ως χειρονομία στη ζωή μας και ως ανάγκη και όχι ως διασκέδαση και πολυτέλεια για κάποιους. Να μη γίνεται καταναλωτικό προϊόν και να ξεφύγει και εξελιχθεί πέρα από ένα σύστημα σχολών – καταστημάτων σε τρόπο ζωής. Να υπάρχει χώρος για αυθεντική καλλιτεχνική δημιουργία και ν’ ανοίξουν τα σύνορα των δημιουργών σε πλάτος και σε βάθος. Μπορούν να γίνουν όλα αυτά κι αναπόφευκτα οδηγούμαστε προς τα εκεί.
Τι πιστεύετε ότι χρωστάτε στο θέατρο και τι, ότι σας χρωστάει; Δεν ξέρω. Δεν υπάρχει κανένα χρέος. Υπάρχει μόνο μια ευτυχής συνάντηση.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Άμεσα θα συνεργαστώ πάλι με άλλους πέντε σκηνοθέτες τους Γιολάντα Μαρκοπούλου, Λιλύ Μελεμέ, Ελένη Μποζά, Άρη Τρουπάκη στο θέατρο Συνεργείο πάνω σε κείμενα νέων Ελλήνων συγγραφέων και θα συν-σκηνοθετήσουμε κάτι που πολύ σύντομα θα ανακοινωθεί. Εκτός από αυτό έχουμε κληθεί από το πρόγραμμα «Διάδρομος Απογείωσης» του Εθνικού Θεάτρου να παρουσιάσουμε με την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ τη δουλειά μας σε μια μόνο πρόβα – παράσταση (work in progress) πάνω στους μεταλλωρύχους της Χιλής στις 7 Ιανουαρίου. Το Μάρτιο θα ανεβάσω το «Ροζ Μπιφ» της Λ. Βιτάλη. Επίσης θα συμμετάσχω και ο ίδιος ως ηθοποιός στο «Θάνατο του Δαντόν» του Στάθη Λιβαθινού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου.
Πως ορίζετε την καλλιτεχνική σας ταυτότητα; Κάνω θέατρο προσπαθώντας να μη ξεχνώ ότι είμαι άνθρωπος και μιλάω σε ανθρώπους.
|