Σχετικά άρθρα
ΕΛΙΝΑ ΝΤΑΡΑΚΛΙΤΣΑ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Πέμπτη, 06 Απρίλιος 2017 08:42 | |||
Ελίνα Νταρακλίτσα Μια θεατρολόγος στο «Επί Σκηνής»
Το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα της κρίσης είναι φωτεινό, διαυγές και πλούσιο όσον αφορά στη δημιουργία, αν σκεφτεί κανείς ότι οι παραστάσεις χρόνο με τον χρόνο πληθαίνουν αντί να μειώνονται, πηγαίνοντας σε ρεύμα ενάντιο με αυτό της οικονομικής ύφεσης. Είναι προφανές ότι η ανάγκη των Ελλήνων για καλλιτεχνική έκφραση ξεπερνά κάθε στεγανό επιθετικής υποτέλειας.
Η Ελίνα σπούδασε θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι καθηγήτρια Ιστορίας Παγκοσμίου Θεάτρου και Ιταλικής Δραματουργίας στο Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Γκαλάτι στη Ρουμανία και διδάσκει Ιστορία Ιταλικού Θεάτρου στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης είναι επιστημονική συνεργάτις του Τμήματος Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Μιλάνου, του Τμήματος Τεχνών και Επικοινωνίας του Ανοιχτού Πανεπιστημίου του Μιλάνου και του Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αβινιόν. Οι μελέτες της έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και αφορούν στην ιστορία και την αισθητική του ευρωπαϊκού θεάτρου, με έμφαση στο ιταλικό θέατρο και στις σχέσεις του με το ελληνικό. Η μελέτη της «Η σκιαγράφηση της μακραίωνης διαδρομής του παραμυθοδράματος από τις βενετικές σκηνές του 18ου στην όπερα του 21ου αιώνα» θα εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις «Πολύτροπον» από τις οποίες εκδόθηκε πρόσφατα και το εξαιρετικά ενδιαφέρον πόνημα της «Η πρόσληψη της Ιταλικής δραματουργίας του 20ου αιώνα στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1900-1940. Μιλάμε για το βιβλίο της, για το θέατρο, για τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες θεατρολόγοι μπορούν να εξελίξουν την τέχνη του θεάτρου στη χώρα μας αν βέβαια τους δοθούν κι οι ανάλογες ευκαιρίες από την πολιτεία και φυσικά για το Ελληνικό θέατρο μέσα στην κρίση.
Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σου πέραν των μελετητών; Το έργο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε σπουδαστές, φοιτητές ή ερευνητές που ασχολούνται με το αντικείμενο, αλλά και σε όσους επιθυμούν να μάθουν για τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς και σε όσους ενδιαφέρονται για το ελληνικό και το ιταλικό θέατρο. 1900 με 1940. Μια εποχή που παρουσιάζει ιδιαίτερο θεατρικό ενδιαφέρον γενικότερα αλλά και λόγω των λαμπρών παραστάσεων των Κοτοπούλη και Κυβέλης. Μίλησέ μου για τις παραστάσεις Ιταλικού θεάτρου που ανέβασαν και την απήχηση που είχαν στο κοινό της εποχής. Πράγματι, τα πρώτα 40χρόνια του 20ού αιώνα στη χώρα μας είναι μια περίοδος με μεγάλο ιστορικό και θεατρολογικό ενδιαφέρον, και ακόμα περισσότερο όσον αφορά στην παρουσία της ιταλικής δραματουργίας στα καθ’ ημάς. Ο στόχος της έρευνάς μου ήταν να φωτιστεί η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης δραματουργικής δραστηριότητας και ο διαμεσολαβητικός της ρόλος μεταξύ ελληνικής και ιταλικής επικράτειας για την ανάδειξη της πολιτισμικής συμβίωσης των δύο χωρών, καθώς και η αναπλήρωση των κενών, κυρίως, στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, φωτίστηκε ένας σημαντικός αριθμός παραστάσεων της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Κυβέλης Ανδριανού, εφόσον πρώτες εκείνες αποφάσισαν να παρουσιάσουν, εξαντλητικά σε πολλές περιπτώσεις, τα έργα των σύγχρονων ιταλών δραματουργών. Το γεγονός ότι στον πυρήνα της θεματικής των ιταλών συγγραφέων βρίσκεται πάντοτε μια γυναικεία φιγούρα που κινεί τα νήματα και γύρω από την οποία κινούνται οι υπόλοιποι ήρωες, όπως επίσης και το ευχάριστο και “εύπεπτο” για το κοινό, ύφος των συγκεκριμένων κωμωδιών έθελξαν τις δύο ελληνίδες πρωταγωνίστριες που διείδαν πολύ σύντομα ότι η ανανεωτική αυτή γραφή θα μπορούσε να τους προσφέρει διαφορετικές, από τις μέχρι τότε υπάρχουσες, σκηνοθετικές γραμμές, αλλά και να αποφέρει την εμπορική επιτυχία. Τα συγκεκριμένα έργα επέλεγαν και για τις περιοδείες τους στο εξωτερικό. Ένας απολογισμός των παραστάσεων του 1916, περιλαμβάνει δεκαοχτώ παραστάσεις της Σκιάς του Dario Niccodemi από τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο θέατρό της, και σαράντα εννέα του Κουρελιού του ιδίου συγγραφέα από την Κυβέλη στο δικό της θέατρο. Από τον συγκεκριμένο απολογισμό -και πολλούς άλλους ακόμα που έγιναν στην έρευνα- αντιλαμβανόμαστε ότι ο Niccodemi είναι όχι μόνο ο πλέον αγαπητός ιταλός συγγραφέας της εποχής στη χώρα μας, αλλά και των ίδιων των πρωταγωνιστριών, οι οποίες εκδηλώνουν μεταξύ τους στοιχεία ανταγωνισμού, ανεβάζοντας και οι δύο τη Δασκαλίτσα την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο. Το πλήθος των παραστάσεων των έργων της σύγχρονης ιταλικής δραματουργίας από τις πρωταγωνίστριές μας δεν έχει όμοιό του στην υπόλοιπη Ευρώπη, σύμφωνα με τα ευρεθέντα στοιχεία, ούτε ακόμα και στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια. Και η Κυβέλη, αλλά και η Κοτοπούλη, για είκοσι περίπου συναπτά έτη τιμούν στα ομώνυμα θέατρά τους, τους σύγχρονους ιταλούς συγγραφείς, διότι οτιδήποτε νεοφερμένο και επιτυχημένο στη γείτονα χώρα αποσπά αμέσως το ενδιαφέρον τους. Οι παραστάσεις τους υπήρξαν η αφορμή για την εκτίναξη του ιταλικού ρεπερτορίου στην Ελλάδα, αλλά και η πηγή οικονομικής ευμάρειας για πολλά χρόνια των καλλιτεχνών του θεάτρου μας. Αξίζει επίσης να αναφέρω πως η Κοτοπούλη πρώτη κάνει γνωστό στην Ελλάδα το είδος του ιταλικού γκροτέσκου θεάτρου, ανεβάζοντας το 1922, με μεγάλη επιτυχία, το έργο Η μάσκα και το πρόσωπο του Luigi Chiarelli.
Το ιταλικό θέατρο του 20ου αιώνα επηρέασε με κάποιους τρόπους την Ελληνική δραματουργία; Ναι. Αντιλαμβανόμενη η πολιτεία το ενδιαφέρον του κόσμου της εποχής για το θέατρο, χάρη στην επιτυχία των ιταλικών έργων, ξεκίνησε μια προσπάθεια υποστήριξης των νέων ελλήνων δραματουργών. Κατά τη διάρκεια των ετών 1935 και 1944, διαγράφεται μια τάση για την ενίσχυση της ελληνικής δραματουργίας και μια κλίση-προτίμηση του κοινού προς αυτή. Το γεγονός καταφαίνεται και από το Α΄ Πανθεατρικό Συνέδριο το 1937, όπου το ενδιαφέρον εντοπίζεται στην ανάγκη για την οικονομική ενίσχυση των ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, στην ύπαρξη μιας σκηνής αποκλειστικά για το ανέβασμα έργων των νέων ελλήνων συγγραφέων και στην κατοχύρωση των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Από το έτος αυτό και πέρα τα ελληνικά έργα έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο στις αθηναϊκές σκηνές. Βεβαίως υπάρχει και το κομμάτι της λογοτεχνικής επιρροής των ιταλικών έργων στην ελληνική δραματουργία που χρήζει ειδικής μελέτης γιατί είναι πλούσιο σε στοιχεία, καθώς επίσης είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι έλληνες συγγραφείς εμπνέονται και επηρεάζονται από τα ιταλικά έργα του 20ού αιώνα ακόμα και στις μέρες μας. Ποια είναι η σχέση του Ιταλικού θεάτρου του 20ου αιώνα με τις νέες θεατρικές δυναμικές που ανέτειλαν στα τέλη του, προσφέροντάς μας μια νεώτερη, ρηξικέλευθη δραματουργία και ποια με τα θεατρικά ρεύματα του 19ου αιώνα; Το θέατρο στην Ιταλία, όσον αφορά στον τομέα της δραματουργίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα διαγράφει μια γραμμική πορεία εξέλιξης, δίχως στιγμές οπισθοδρόμησης ή αισθητικών παλινδρομήσεων, όπως παρατηρείται πιο συχνά στον χώρο των ιταλικών εικαστικών τεχνών ή ακόμα και της φιλοσοφίας. Παρ’ όλα αυτά, ο καθένας μπορεί να διαγνώσει, παραδείγματος χάρη, στοιχεία του Gabriele D’Annunzio που έζησε και δημιούργησε στο μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, ή ακόμα και του Edoardo De Filippo, στο έργο του αρκετά συγχρόνου μας Carmelo Bene. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι οι συγγραφείς με τους οποίους ασχολήθηκα στη μελέτη μου, που δρουν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, έχουν ως αφετηρία τη δική τους λογοτεχνική και θεατρική κληρονομιά του 19ου, δίνοντας με τη σειρά τους τη σκυτάλη της ανανεωτικής πορείας στους επιγόνους τους Dario Fo, Leo De Bernandinis και σε πολλούς άλλους.
Η επιστήμη του θεάτρου, η θεατρολογία με ποιους τρόπους ζωογονεί την τέχνη του θεάτρου και τι της προσφέρει; Η θεατρολογία για να υπάρξει ως επιστήμη, προϋποθέτει τη θεατρική πρακτική και τη δραματουργία, εφόσον πηγάζει από αυτές κι εκβάλει σε αυτές. Εννοώ ότι ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της είναι να ζωογονήσει και να εξελίξει την τέχνη του θεάτρου είτε μέσω της μελέτης και της ανάλυσης των αισθητικών της μορφών, της ανάδειξης άγνωστων ή ξεχασμένων ιστορικών τεκμηρίων, είτε μέσω της παίδευσης των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτή σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Εν ολίγοις, προσφέρει νέες πληροφορίες, επεξεργασμένες και μελετημένες που σκοπό έχουν να προαγάγουν το σύνολο των τεχνών και των τεχνικών που συνδράμουν στην παραγωγή μιας θεατρικής παράστασης. Τουλάχιστον αυτός οφείλει να είναι ο πιο σημαντικός της ρόλος.
Ποιες είναι οι θέσεις εργασίας για έναν θεατρολόγο στην Ελλάδα σήμερα; Ποιες είναι άραγε; Κι εγώ αναρωτιέμαι γι’ αυτό. Για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης θα μπορούσα να απαντήσω με ευκολία, δεδομένου ότι ταξιδεύω για λόγους εργασίας συχνά στο εξωτερικό και βλέπω συνεργάτες αυτάρκεις και επαγγελματικά ευτυχείς, όμως για τη χώρα μας αδυνατώ. Στην Ελλάδα έχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρούμε «τυχερούς» τους θεατρολόγους που απασχολούνται σε κάποιο σχολείο ή σε κάποιο θέατρο ή όπου αλλού, έστω και για λίγες ώρες την εβδομάδα, εφόσον το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών είναι άνεργοι. Ποια είναι η σχέση ενός θεατρολόγου με την θεατρική εκπαίδευση στα σχολεία; Είναι η σχέση που προανέφερα σχετικά με το χρέος της θεατρολογίας: του δασκάλου και του εκπαιδευτή που θα μεταγράψει νοητικά και πρακτικά τις γνώσεις του στον πολύ νεαρό μαθητή για την πραγματοποίηση των σχολικών θεατρικών performaces. Οφείλει να διαδώσει με ευσύνοπτο και διαδραστικό τρόπο στη σχολική ομάδα οποιαδήποτε χρήσιμη και θετική προσωπική του καταγραφή. Στις μέρες μας όμως η πολιτεία, του έχει δέσει τα χέρια και τον έχει καταδικάσει στην απραξία και στην επαγγελματική εκτόνωση προς άλλες παραπλέουσες ή μη διόδους.
Τι πιστεύεις για τις επεμβάσεις δραματολόγων και σκηνοθετών πάνω σε κείμενα συγγραφέων κλασσικών ή και μοντέρνων με στόχο μια νέα ανάγνωσή τους από το κοινό του σήμερα; Η τάση των αισθητικών επεμβάσεων σε κείμενα κλασικής ή μοντέρνας δραματουργίας παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κυρίως λόγω της πεποίθησης των καλλιτεχνών για την ανυπαρξία άρτιων ή αξιόλογων σύγχρονων κειμένων, με αποτέλεσμα να «γαντζώνονται» με ασφάλεια επάνω στα ήδη γνωστά και αρεστά. Δεν είμαι ποτέ εναντίον οποιασδήποτε ανανεωτικής προσπάθειας, αρκεί ο δημιουργός να σέβεται το κοινό του και τον εαυτό του και να μην σπαταλάει αλόγιστα τις προσωπικές του δυνάμεις και εκείνες των γύρω του για λόγους φιλαυτίας.
Ποιες είναι οι γέφυρες ανάμεσα στην Ιταλική και στην Ελληνική κουλτούρα; Είναι ο τρόπος που δρούμε, που αντιδρούμε, που δημιουργούμε, που μιλούμε, που παράγουμε ή που δεν παράγουμε, που «καλλιτεχνούμε». Ο σύγχρονος πολιτισμός μας έχει βασικές ομοιότητες με τον ιταλικό τόσο στα τρωτά του σημεία όσο και στα ισχυρά του. Πάντοτε διατηρούσε η Ελλάδα και οι καλλιτέχνες της σχέση συνάρτησης και εξάρτησης με την Ιταλία. Πιο ειδικά για την περίοδο που με απασχόλησε στην έρευνα, το ιταλικό θέατρο λειτούργησε ως γέφυρα πολιτιστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία, ως μήτρα γέννησης και αναγέννησης του ελληνικού θεάτρου που τελούσε υπό λήθαργο εκείνα τα χρόνια, ως μεσολαβητικός δίαυλος μεταξύ των δύο ιστορικών-καλλιτεχνικών περιόδων: των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και του δευτέρου ημίσεως του 20ού.
Πως βλέπεις το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα της κρίσης; Το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα της κρίσης είναι φωτεινό, διαυγές και πλούσιο όσον αφορά στη δημιουργία, αν σκεφτεί κανείς ότι οι παραστάσεις χρόνο με τον χρόνο πληθαίνουν αντί να μειώνονται, πηγαίνοντας σε ρεύμα ενάντιο με αυτό της οικονομικής ύφεσης. Είναι προφανές ότι η ανάγκη των Ελλήνων για καλλιτεχνική έκφραση ξεπερνά κάθε στεγανό επιθετικής υποτέλειας. Για τις οικονομικές απολαβές αυτής της εντατικής προσπάθειας φαντάζει αστείος οποιοσδήποτε σχολιασμός, εφόσον το άπαν προσκρούει στη σφαίρα της ουτοπίας…
|