Σχετικά άρθρα
ΔΑΝΑΗ ΣΑΡΙΔΑΚΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Κώστας Καρασαββίδης | |||
Δευτέρα, 20 Ιανουάριος 2014 20:18 | |||
Δανάη Σαριδάκη Για μένα επιτυχία είναι να μπορώ να συναντιέμαι με τους «δικούς» μου ανθρώπους και να νιώθω αυτήν την παράδοξη χαρά να μιλάμε θεατρικά, όσο πιο βαθιά μπορούμε, για ιστορίες, όνειρα, επιθυμίες, φόβους, για την ίδια την ζωή εν τέλει...
Αν και απόφοιτη του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, τελικά την κέρδισε η υποκριτική. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Ανώτερη Σχολή Υποκριτικής Τέχνης του Θεάτρου «Εμπρός», τα έκανε στο θέατρο «Εμπρός» έχοντας την ευκαιρία να την σκηνοθετήσουν οι δάσκαλοί της Τάσος Μπαντής (Σαν 'Ελληνας, Αγγέλα) και Δημήτρης Καταλειφός (Ο Δον Ζουάν έρχεται από τον πόλεμο). Παράλληλα, η μεγάλη αγάπη της για το χορό την οδήγησε στο να κάνει σεμινάρια κίνησης με την Αγγελική Στελλάτου, την Σταυρούλα Σιάμου και την Μαριέλλα Νέστορα αλλά και να πειραματιστεί πάνω στο θέατρο παρακολουθώντας τα σεμινάρια του Μιχαήλ Μαρμαρινού πάνω στη Βιοενέργεια και τα σεμινάρια σωματικού θεάτρου με την LiloBaur του Théâtre de Complicité. Το 2000 είναι ένα έτος – σταθμός για αυτήν, καθώς ίδρυσε με τις ηθοποιούς Μαρία Καλλιμάνη, Τζωρτζίνα Δαλιάνη και τον σκηνοθέτη-συνθέτη Θοδωρή Αμπαζή την Ομάδα Μουσικού Θεάτρου ΟΠΕRΑ. Από τότε και για περισσότερο από μια δεκαετία συμμετέχει στις παραγωγές της ομάδας αυτής: Οι Σοφολογιότατες του Μολιέρου (θέατρο Ανάλια και θέατρο Εμπρός), Κοίτα με, μία σύνθεση αποτελούμενη από μονόπρακτα των Tony Kushner, John Guare, William Fin, Αλέξη Σταμάτη, Βασίλη Ραϊση και από σονέτα του William Shakespeare (θεατρο Χοροροές), Ο Ιάκωβος και ο Αφέντης του του Μίλαν Κούντερα σε συμπαραγωγή με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας (θέατρο Επίκεντρο και θέατρο Από μηχανής), UTCONSECUTIVUM - Oι Τρεις Αδελφές, βασισμένο στο έργο του Άντον Τσέχωφ (θέατρο Studio Πρώτες Ύλες - Αντιθέατρο και θέατρο Θησείον), LIEBESTOD - μια ιστορία για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα (Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας), Τέσσερις Εικόνες Αγάπης του L. Barfuss (Θέατρο του Νέου Κόσμου), Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (bios και Θέατρο Σφενδόνη), Χρυσές Δουλειές του S. Tompson (Θέατρο του Νέου Κόσμου). Η τελευταία παραγωγή της ομάδας ΟΠΕRΑ, οι Έμποροι των Εθνών του Αλ. Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή παίχτηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Τα τελευταία χρόνια έχει επίσης συνεργαστεί με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας στο Γλάρο του Άντον Τσέχωφ, και με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας στις Τρωάδες του Ευριπίδη στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Φέτος θα έχουμε την ευκαιρία να την δούμε σε δύο παραστάσεις, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στην οπερέτα Πικ–Νικ του Θεόφραστου Σακελλαρίδη δια χειρός Στάθη Λιβαθινού και στην Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν από την ομάδα ΟΠΕRA σε σκηνοθεσία Ζωής Χατζηαντωνίου. Συναντήσαμε τη Δανάη Σαριδάκη και μας μίλησε για την μέχρι σήμερα πορεία της στο Θέατρο και τις απόψεις της για αυτό.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε συμμετείχατε στις Τρωάδες σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Η τόσο έντονη μουσικότητα τόσο στα διαλογικά μέρη της τραγωδίας, όσο και στα χορικά, ήταν μια συνειδητή προσπάθεια του σκηνοθέτη να πειραματιστεί επανεισάγοντας το χαμένο μέλος της ή απλά μια εύκολη σύμβαση που εφάρμοσε όντας ο ίδιος και συνθέτης; Το κύριο μέλημα της ομάδας μας όλα αυτά τα χρόνια που δραστηριοποιείται είναι να ερευνήσει και να μελετήσει πρόσφορους τρόπους σύμπλευσης της θεατρικής πράξης με τη μουσική. Αυτό δηλαδή που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την ουσία του είδους που ονομάζουμε μουσικό θέατρο. Οι Τρωάδες μας έδωσαν την ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με το λόγο της τραγωδίας, ένα δώρο για τον κάθε σκηνοθέτη ή ηθοποιό που επιδιώκει να μελετήσει τον ηχητικό πλούτο της γλώσσας και να τον μετατρέψει σε θεατρική δράση. Κάθε φωνήεν είναι μια νότα, κάθε σύμφωνο ένας ρυθμός και η εναλλαγή των λεκτικών συνθέσεων ενεργοποιεί το συναίσθημα με τρόπο ανάλογο της μουσικής. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα μουσικό έργο ενορχηστρωμένο για έγχορδα, λυρικές φωνές, ομιλίες, κινήσεις σωμάτων. Όμως ο λόγος είναι στην παράσταση μας που γεννά την μουσική, την κίνηση. Από εκεί ξεκινούν όλα, και εκεί καταλήγουν.
Έχετε παίξει σε εναλλακτικούς χώρους (bios), σε πρωτοποριακά θέατρα (Θησείον) και σε πιο συμβατικές – από άποψη κοινού – σκηνές (Θέατρο του Νέου Κόσμου και Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας). Τι διαφορετικό αποκομίζετε κάθε φορά από τον χώρο που σας φιλοξενεί και από το αντίστοιχο κοινό που πηγαίνει σε αυτoύς; Ο εκάστοτε θεατρικός χώρος επιλέγεται με βάση το ύφος και την αισθητική της παράστασης. Έτσι για έναν Μισάνθρωπο, που φλέρταρε με την τεχνολογία κάνοντας χρήση live dj και monitor, θεωρήσαμε ότι το bios θα αποτελούσε ιδανική επιλογή, ενώ αντίθετα ένα είδος «θεατρικού ορατορίου», όπως μπορεί να χαρακτηρισθούν οι Έμποροι των Εθνών, απαιτούσε ένα πιο κλασικό, αλλά ταυτόχρονα αποδομημένο και ουδέτερο θεατρικό χώρο, όπως είναι αυτός του Νέου Κόσμου. Δεν πιστεύω σε διαφορετικά «κοινά». Πιστεύω αντίθετα σε ευαίσθητες αναγνώσεις έργων που οδηγούν σε δυναμικές παραστάσεις, και που καταφέρνουν να κεντρίσουν και να συγκινήσουν τον κόσμο. Όποτε έχει συμβεί αυτό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ο κόσμος έχει αγκαλιάσει την προσπάθεια μας ανεξάρτητα από το αν ανήκει σε συντηρητικό, ηλικιωμένο, εκπαιδευμένο ή μη, κοινό.
Με την ομάδα ΟΠΕRΑ έχετε ανεβάσει τα τελευταία χρόνια δύο έργα του Μολιέρου, δύο συνθέσεις πάνω στον Σαίξπηρ και μία πάνω στον Τσέχωφ. Γιατί καταφεύγετε στο κλασικό ρεπερτόριο, έστω και πιο πειραματικά, και δεν επιλέγετε πιο σύγχρονα – από άποψη γραφής και θεματολογίας – έργα; Καταρχήν θεωρώ ότι από άποψη θεματολογίας κείμενα του Ευριπίδη, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου ή του Τσέχωφ, είναι απόλυτα σύγχρονα και βασανιστικά επίκαιρα. Θέματα όπως η σχέση νικητή και ηττημένου ή προσωπικής ηθικής και κοινωνικής σύμβασης αφορούν πυρηνικά ζητήματα της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτά τα κείμενα τόσο από άποψης γραφής – πολλά από αυτά είναι σε ποιητική γλώσσα – όσο κι από άποψης θεματολογίας είναι πολύ πιο ανοικτά σε διαφορετικούς τρόπους απόδοσης και αναπαράστασης από πολλά σύγχρονα, τα οποία έχουν ένα έντονο χαρακτήρα ρεαλιστικότητας. Δίνουν τη δυνατότητα στην αφήγηση να έχει μια πολύ πιο ιδιαίτερη σωματικότητα απαλλαγμένη από ρεαλιστικούς περιορισμούς, ο λόγος της να αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία ήχου, τονικότητας και ρυθμού, στοιχεία που για εμάς αποτελούν τη βάση της μελέτης μας γύρω από το μουσικό θέατρο. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους συνεργάτες σας στις παραγωγές της ομάδας ΟΠΕRA; Πέρα απ τον βασικό πυρήνα της ομάδας μας, που αποτελείται από άτομα με τα οποία έχουμε συναντηθεί θεατρικά εδώ και δεκαπέντε χρόνια, (μερικοί από εμάς έχουμε ξεκινήσει μαζί, από τα πρώτα χρόνια της σχολής), η OΠΕRΑ έχει κατά καιρούς συνεργαστεί και με άλλους ηθοποιούς που πρωτίστως βρίσκουν ενδιαφέροντα τον τρόπο δουλειάς μας και κατ’ επέκτασιν έχουμε ένα κοινό καλλιτεχνικό κριτήριο γύρω από αυτήν. Αυτό διευκολύνει πολύ στη διαμόρφωση ενός κοινού κώδικα, ο οποίος μπορεί και να μην προϋπάρχει, αποκτάται όμως, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, μέσα απ' την εργασία και το ψάξιμο.
Η Lilo Baur έχει κατά καιρούς σκηνοθετήσει και στην Αθήνα παραστάσεις (Χειμωνιάτικο παραμύθι του Σαίξπηρ, αλλά και τις παιδικές παραστάσεις Ο ελαφοκυνηγός, Grimm & Grimm, Ο Ροβινσώνας και ο Κρούσος στο Θέατρο Πόρτα). Θα σας ενδιέφερε μια συνεργασία της ομάδας ΟΠΕRA με αυτήν την καλλιτέχνιδα που τόσο θαυμάζετε; Πράγματι με τη Lilo συναντηθήκαμε πριν από 12 χρόνια περίπου, με την ευκαιρία της παράστασης Οι Σοφολογιότατες που ανεβάσαμε τότε. Είχαμε παρακολουθήσει δουλειά της βιντεοσκοπημένη, την Ιστορία της Λούση Γκαμπρόλ που είχε ανεβάσει με το Théâtre de Complicité και θυμάμαι ότι αυτό ήταν μια πολύ δυνατή θεατρική εμπειρία για μένα. Η σωματική εκφραστικότητα η χρήση της μουσικότητας της φωνής, η χρήση του σκηνικού χώρου, οι διαφορετικοί τρόποι αφήγησης της ιστορίας ήταν όλα στοιχεία που με μάγεψαν και με καθήλωσαν .Δεν έχει τύχει ποτέ να συνεργαστώ με την Baur. Χαίρομαι πολύ να παρακολουθώ δουλειές της εδώ στην Ελλάδα και για μένα η θεατρική συνάντηση μου μαζί της θα αποτελούσε πραγματικά μια ευτυχή συγκυρία.
Σε λίγο θα αρχίσετε πρόβες για την οπερέτα Πικ-Νικ του Θεόφραστου Σακελλαρίδη σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Γραμμένη πριν σχεδόν εκατό χρόνια, το 1915, και ανήκοντας σε ένα «ελαφρό» μουσικό είδος που περιγράφει τις χαρές της ζωής, πόσο επίκαιρο μπορεί να γίνει ένα τέτοιο θέαμα στο σύγχρονο Αθηναϊκό κοινό; Η επιλογή της συγκεκριμένης οπερέτας έγινε σαφώς με μουσικά κριτήρια. Κατά τα άλλα, το είδος καθεαυτό ανήκει ούτως ή άλλως στο «ελαφρό» θέαμα. Εντούτοις, η προσπάθεια που γίνεται στην πρόβα με τον κ. Λιβαθινό είναι, χωρίς να χαθεί ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας του έργου και τα άρωμα της εποχής του, να αναδειχθούν όλα τα σχόλια ως προς τη σημερινή πολύ δύσκολη συγκυρία που διανύουμε. Πιστεύω πως η παράσταση μπορεί να «κλείσει το μάτι» στο σύγχρονο κοινό φέρνοντας στην επιφάνεια τη σχέση της «τεχνητής ευτυχίας» που ενυπάρχει ως θέμα στο Πικ-Νικ με μια όχι και τόσο μακρινή νεοελληνική πραγματικότητα. Με αυτήν την έννοια, νομίζω πως το έργο μπορεί να αποκτήσει επικαιρότητα και ένα κάποιο «μελαγχολικό» βάθος. Η Έντα Γκάμπλερ μην μπορώντας να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της επιλέγει ένα ιδανικό τέλος για αυτήν, μια «λύτρωση», παραμένοντας πιστή στις υψηλές πεποιθήσεις της. Καθώς σχεδιάζετε να ανεβάσετε το ιψενικό έργο φέτος, πιστεύετε πως μπορούν οι καλλιτέχνες σήμερα να παραμείνουν πιστοί στα δικά τους ιδανικά χωρίς να συμβιβαστούν; Καταρχήν δεν θα συμφωνούσα με μια τόσο εξιδανικευμένη ανάγνωση του χαρακτήρα της Έντας. Δεν πρόκειται για «ιδανική» ηρωίδα, μα για πρόσωπο καθηλωμένο. Η αυτοχειρία της μοιάζει όχι τόσο μοιραία, αλλά μάλλον φυσική για ένα πρόσωπο που δεν έφτασε ποτέ σε μια πραγματική ενηλικίωση. Η Έντα Γκάμπλερ είναι κάτι περισσότερο από ό,τι μια καλλιτέχνις. Είναι μάλλον μια εστέτ. Όμως, ανάμεσα στη σύμβαση και στον εστετισμό υπάρχει αρκετός χώρος για έναν καλλιτέχνη που θέλει να υπηρετήσει κάτι, χωρίς να γίνεται εγωκεντρικός. Σήμερα μάλλον έχουμε ανάγκη από καλλιτέχνες που τα ιδανικά τους να αναπνέουν με περισσότερο «πολιτικό» τρόπο. Όμως το πώς τοποθετούμαστε όλοι - καλλιτέχνες και μη - σε όσα συμβαίνουν γύρω μας συνιστά καλή αφορμή για να ασχοληθεί κανείς με μια σειρά από θέματα που αναδεικνύονται στην Έντα Γκάμπλερ.
Τι αποτελεί για εσάς καλλιτεχνική επιτυχία; Η καθιέρωση ενός ηθοποιού, η εμπορικότητα μιας παράστασης ή η καλλιτεχνική αξία της κάθε δουλειάς; Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που θέλησα να ασχοληθώ με το θέατρο είναι η συνάντηση μου με ανθρώπους και ιδέες. Είχα την τύχη να έχω για δασκάλους μου ανθρώπους καλλιτεχνικά ανήσυχους που αντιμετώπιζαν το θέατρο με ένα σφρίγος και ταυτόχρονα με μια ουσιαστικότητα, που με έκανε από πολύ νωρίς να καταλάβω ότι αυτός είναι ο θεατρικός κόσμος στον οποίο ήθελα να περιπλανηθώ. Οι μετέπειτα συναντήσεις μου με ανθρώπους που είχαν τις ίδιες αναζητήσεις με εμένα επέτρεψαν σε αυτήν την καλλιτεχνική περιέργεια να εξελιχθεί σε πραγματική, νομίζω, αναζήτηση. Τολμήσαμε αρκετά πράγματα και κάποια άλλα ίσως μας φόβισαν. Καταπιαστήκαμε με σπουδαία κείμενα και κάποια άλλα τα «φτιάξαμε» μόνοι μας. Ήρθαμε σε επαφές με άλλους καλλιτέχνες που μας πλούτισαν, μας προχώρησαν. Το κυριότερο όμως από αυτήν τη διαδρομή, που ελπίζω να συνεχιστεί για πολύ ακόμα, είναι μια καλλιτεχνική ανταμοιβή πολύ διαφορετική από την οποιαδήποτε χρηματική απολαβή ή αναγνωρισιμότητα, που σε κάνει να μην εγκαταλείπεις μπροστά στα εμπόδια και στις διαψεύσεις που θα υπάρξουν, που σε βεβαιώνει ότι αν αναζητήσεις θα βρεις αυτό που θα σου επιτρέψει να προχωρήσεις παραπέρα. Για μένα λοιπόν επιτυχία είναι να μπορώ να συναντιέμαι με τους «δικούς» μου ανθρώπους και να νιώθω αυτήν την παράδοξη χαρά να μιλάμε θεατρικά, όσο πιο βαθιά μπορούμε, για ιστορίες, όνειρα, επιθυμίες, φόβους, για την ίδια την ζωή εν τέλει...
Ποια παράσταση παρακολουθήσατε τελευταία και σας ενθουσίασε; Η παράσταση που είδα τελευταία και μου άρεσε πολύ ήταν το Μινιόν, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία που σκηνοθέτησε η Μαρία Πανουργιά και έπαιζε ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης. Η παράσταση ζωντανεύει την ιστορία ενός μοναχικού και ιδιαίτερα ευαίσθητου ανθρώπου, όπως αυτή δίνεται από το ημερολόγιο του λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1980. Ουσιαστικά πρόκειται για μια αφήγηση η οποία αποτυπώνει το υπαρξιακό δράμα ενός ευφυέστατου αντιήρωα της καθημερινότητας και που πραγματοποιείται με μεγάλη ευαισθησία, εφευρετικότητα και ισχυρότατες δόσεις χιούμορ. Η ερμηνεία του Αβαρικιώτη για μένα ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρη και απολαυστική. Πραγματικά τη ζήλεψα για την αλήθεια της και την εκρηκτική της ευαισθησία.
|