Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Κώστας Καρασαββίδης | |||
Παρασκευή, 15 Νοέμβριος 2013 08:43 | |||
Δημήτρης Διακοσάββας
Αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης του ΚΘΒΕ και έκτοτε αποτελεί μόνιμο στέλεχος του δυναμικού του ΚΘΒΕ. Για πολλά χρόνια του δίνεται η ευκαιρία να παίξει στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο με κωμωδίες του Αριστοφάνη (Ειρήνη σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη, Ιππής σε σκηνοθεσία Σ. Φασουλή, Μικρά Διονύσια σε σκηνοθεσία Γ. Ρήγα, Λυσιστράτη και Ειρήνη σε σκηνοθεσία Γ. Ιορδανίδη, Αχαρνής σε σκηνοθεσία Γ. Αρμένη) και με την Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Γ. Κιμούλη. Έχει παίξει σε πανελλήνιες πρώτες παρουσιάσεις νεοελληνικών έργων (Το όνειρο του Χάιμε του Π. Μπρατάκου, AmazingThailandτου Λένου Χρηστίδη), καθώς και στα Ελάφια και Κατάρες με το οποίο το ελληνικό κοινό πρωτογνώρισε τον Τούρκο Μουρατχάν Μουνγκάρ.Έχει ταξιδέψει με παραστάσεις σε Φεστιβάλ του εξωτερικού (Φεστιβάλ Βελιγραδίου με τον Βασιλιά Ληρ, Φεστιβάλ Βερολίνου με Το Αθάνατο Νερό) και έχει δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε έργα ρεπερτορίου (Μολιέρος – Αρχοντοχωριάτης, Γκόγκολ – Επιθεωρητής, Τσέχωφ – Ιβάνοφ, Μπρεχτ – Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν, Σαρτρ – Κεκλεισμένων των Θυρών, Ντάριο Φο – Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες και ένας παραμυθάς). Ταυτόχρονα, εξίσου εποικοδομητική για την εξέλιξή του στην υποκριτική θεωρεί τη «μαθητεία» του σε νεοελληνικά έργα (Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου, Ο προεστώς του χωριού του Σ. Περεσιάδη, Μια κωμωδία και Ιστορίες ενός μαχαιριού-Στέλλα του Ι. Καμπανέλλη). Και επειδή δεν του αρέσει να επαναπαύεται, έχει πειραματιστεί από χοροθέατρο (Μας συγχωρείτε Κύριε Σαίξπηρ) μέχρι μιούζικαλ (Ντόλλυ! του Θ. Ουάλιντερ στην κινηματογραφική του εκδοχή ως μιούζικαλ). Τα τελευταία χρόνια πρωταγωνίστησε στις πολύ επιτυχημένες παιδικές παραστάσεις Ο Μορμόλης και Στη Ντενεκεδούπολη. Φέτος έχει κατεβεί στην Αθήνα και δοκιμάζεται ήδη καθημερινά στην παιδική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στον Μόγλη σε σκηνοθεσία Φωτεινής Μπαξεβάνη. Συναντήσαμε τον Δημήτρη Διακοσάββα στο Φουαγιέ του Εθνικού και μας μίλησε με αφορμή την «κάθοδό του» από την Θεσσαλονίκη.
Είσαστε ένας ηθοποιός καταξιωμένος και αναγνωρίσιμος στο κοινό του ΚΘΒΕ. Δε σας φοβίζει που στην Αθήνα θα πρέπει να δοκιμαστείτε από την αρχή; Τι σας ώθησε να αφήσετε την ασφάλεια που σας πρόσφερε τόσα χρόνια το ΚΘΒΕ; Φυσικά και με φοβίζει... Θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ το αντίθετο! Όμως, πιστεύω ότι ο ηθοποιός δεν πρέπει ποτέ να επαναπαύεται γιατί ατονεί και σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Εδώ δοκιμάζομαι πάλι από την αρχή. Αυτό με ενεργοποιεί περισσότερο και, παρόλο που το ρίσκο είναι μεγάλο, νιώθω ήδη πιο κινητικός. Βέβαια, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Σωτήρη Χατζάκη που με εμπιστεύτηκε, με πρόσεξε και μου έδωσε αυτήν την ευκαιρία. Έμεινα δεκαπέντε χρόνια στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και ήταν υπέροχα! Αλλά πρέπει να έχει κανείς τη δύναμη να φεύγει…
Τα βήματα σας όλα αυτά τα χρόνια είναι αργά, αλλά σταθερά. Καταξιωμένοι σκηνοθέτες σας εμπιστεύονται πλέον μεγάλους ρόλους. Ωστόσο λείπει απ’ το βιογραφικό σας ένας πρωταγωνιστικός ρόλος. Θεωρείτε πως αν εστιάσετε σε αυτό θα χάσετε εν τέλει την ουσία του θεάτρου; Δεν ξέρω ποια είναι η ουσία του θεάτρου! Το μόνο που ξέρω είναι πως αγαπώ αυτήν τη δουλειά, ζω απ’ αυτήν και ό,τι κάνω, είτε μικρό, είτε μεγάλο, το κάνω με πολλή αγάπη και χαρά. Έχω δοκιμαστεί και σε μεγάλους ρόλους και σε μικρούς. Πολλές φορές πήρα χαρά από πολύ μικρά πράγματα! Δεν έχω καμία εμμονή με το πρωταγωνιστηλίκι και αυτό, αν θέλετε, μου προσφέρει ένα απίστευτο άνοιγμα και μια προσωπική ελευθερία απαλλαγμένη από σαράκια τέτοιου τύπου που μαυρίζουν το τοπίο. Κάνω αυτή τη δουλειά για να γίνομαι καλύτερος και όχι για να καταλήξω κάπου... Επιλέγω πρώτα τη ζωή και μετά το θέατρο! Τα μικρά και σταθερά βήματα μου αρέσουν περισσότερο. Αν έρθει και ο πρωταγωνιστικός, καλώς να ορίσει. Αρκεί να είμαι καλά, υγιής και έτοιμος να δουλέψω για αυτό. Έχετε συνεργαστεί με τον Νίκο Μαστοράκη ως ηθοποιός πρώτα στον Ιβάνοφ το 2005 και ως βοηθός σκηνοθέτη στον Γύρο του Θανάτου κατά την περσινή χρονιά. Τι διαφορετικό αποκομίσατε από τις δυο αυτές εμπειρίες σας με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη; Ο Νίκος Μαστοράκης είναι ένας απ’ τους καλύτερους σκηνοθέτες που έχει αυτή τη στιγμή η χώρα μας και μόνο κέρδος έχει κανείς από οποιαδήποτε θέση κι αν δουλέψει δίπλα του. Στον Ιβάνοφ κατάλαβα δουλεύοντας μαζί του τι σήμαινε αυτό που χρόνια λέγανε οι συνάδελφοί μου: «η χαρά του ηθοποιού». Έχει ένα μοναδικό τρόπο να σε ανοίγει, να σε ξεμπλοκάρει αν χρειαστεί, και είσαι σίγουρος πως δουλεύει με πραγματική αγάπη γι’ αυτό που κάνει. Στο Γύρο του Θανάτου, μια εκπληκτική παράσταση, κέρδισα κάτι πολύ σημαντικό. Είδα από κοντά τον τρόπο δουλειάς αυτού του ανθρώπου και κατάλαβα πόση δουλειά μπορεί να κρύβεται πίσω από ένα ανέμελο χαμόγελο στην πρόβα.
Παίζοντας στον Βασιλιά Ληρ δια χειρός Στάθη Λιβαθινού είχατε την ευκαιρία να επισκεφτείτε το Φεστιβάλ Βελιγραδίου. Πώς ήταν να συμμετέχετε σε ένα Φεστιβάλ υπό την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη που οι δουλειές του πάντοτε αναμένονται με ενδιαφέρον στο εξωτερικό; Η υποδοχή που είχαμε στο Φεστιβάλ Βελιγραδίου ήταν μοναδική! Ευτυχής συγκυρία. Έχουν ένα υπέροχο θέατρο και καταλαβαίνεις πως αντιμετωπίζουν την τέχνη με σεβασμό. Είναι μια χώρα με φοβερή μουσική και θεατρική παιδεία. Αυτές είναι στιγμές που νομίζω πως θα μείνουν βαθιά χαραγμένες μέσα μου, μοναδικές.
Έχετε παίξει σε παραστάσεις στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών (Το Όνειρο του Χάιμε, Amazing Thailand, Ο Οίκος του Μπάτλερ), μιας σκηνής του ΚΘΒΕ που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την – παλιά – Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Τελικά το κοινό, το ρεπερτόριο ή ο τρόπος που ανεβαίνει ένα έργο είναι αυτό που διαμορφώνει μια «σκηνή»; Πιστεύω πως είναι καταρχήν ο τρόπος. Αν ανεβάσεις για παράδειγμα ένα κλασικό έργο με μοντέρνα ματιά, τότε είναι πολύ πιθανό να προσελκύσεις το ανάλογο κοινό, αυτό που διψάει να δει μια πειραματική προσέγγιση σε ένα έργο. Το να βαφτίσεις απλά μια σκηνή ως «πειραματική» δε σημαίνει τίποτα. Πρέπει και οι επιλογές σου να είναι ανάλογες. Φυσικά και έχει σημασία το ρεπερτόριο και η θέση ακόμη που βρίσκεται αυτή η σκηνή, αν θες να χαρακτηριστεί έτσι. Όλα συνυπολογίζονται! Αλλά η ουσία είναι να αποδεικνύεις συνεχώς το όνομα «πειραματική» κάνοντας τις ανάλογες επιλογές.
Σχεδόν κάθε χρόνο είστε στις καλοκαιρινές περιοδείες του ΚΘΒΕ, με σταθμούς την Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Πώς βιώσατε τη συμμετοχή σας σε κάποιες παραστάσεις που μπορεί να γέμισαν τα θέατρα και να ενθουσίασαν το κοινό, αλλά που η κριτική υπήρξε δριμεία για αυτές (π.χ. για την Ειρήνη σε σκηνοθεσία Σ. Χατζάκη ή τους Ιππής σε σκηνοθεσία Σ. Φασουλή); Για μένα έχει σημασία ο θεατής. Γι’ αυτόν εργάζομαι και οι θεατές στις συγκεκριμένες παραγωγές που αναφέρατε ήταν ενθουσιασμένοι! Κακά τα ψέματα, λίγα χρόνια να κάνεις αυτή τη δουλειά και καταλαβαίνεις από το χειροκρότημα αν κάτι άρεσε ή όχι! Το χειροκρότημα, εγώ αυτό κρατάω! Στους θεατές, σ’ αυτούς απευθύνομαι. Όσο για τις κακές κριτικές θα πω κάτι που είπε κάποτε ένας καλός δάσκαλός μου: «Κάποιοι ζουν παράγοντας κάτι, κάποιοι ζουν κρίνοντας αυτούς που παράγουν κάτι και κάποιοι ζουν κρίνοντας αυτούς που κρίνουν αυτούς που παράγουν κάτι!». Εγώ ανήκω στον πρώτο κρίκο αυτής της αλυσίδας και είμαι ευτυχισμένος γι’ αυτό. Φέτος σας σκηνοθετεί για τρίτη φορά σε ένα παιδικό θεατρικό έργο η Φωτεινή Μπαξεβάνη. Τι καινούργιο είχατε να περιμένετε από αυτήν τη συνεργασία και δεχτήκατε να το κάνετε; Αν κάνεις μια συνεργασία σ’ αυτήν τη δουλειά, επειδή περιμένεις να κερδίσεις κάτι άλλο πέρα απ’ την ίδια τη δουλειά, νομίζω ότι έχεις χάσει το στόχο σου, αυτομάτως μπαίνει μέσα κάτι που «τη βρωμίζει». Έτσι, χάνεις την ουσία της δουλειάς σου. Με τη Φωτεινή τη Μπαξεβάνη έχω δουλέψει άλλες δυο φορές και ήταν πολύ καλά! Η Ντενεκεδούπολη έσκισε, όπως και ο Μορμόλης! Περάσαμε υπέροχα, γίναμε μια δυνατή ομάδα, έχουμε αποκτήσει κοινούς κώδικες και συνεννοούμαστε ευκολότερα. Έτσι κερδίζεις χρόνο στη δουλειά σου και μπορείς να πας παραπέρα, γι’ αυτό και δέχτηκα να ξαναδουλέψουμε. Και φυσικά δεν το έχω μετανιώσει καθόλου.
Τα τελευταία χρόνια παραγωγές του ΚΘΒΕ κατεβαίνουν για παραστάσεις στην Αθήνα (Λωξάνδρα στον Ελληνικό Κόσμο, Το μεγάλο μας τσίρκο στο Ακροπόλ, Στη Ντενεκεδούπολη στο Badminton). Που - κατά τη γνώμη σας - οφείλεται η μετάκληση μιας κρατικής σκηνής από ιδιώτες του ελεύθερου θεάτρου; Mόνο στην τεράστια επιτυχία που σημείωσαν οι συγκεκριμένες παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη ή τελικά στο υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο που έχει φτάσει το θέατρο στη Θεσσαλονίκη; Οφείλεται σε πολλά. Καταρχήν οφείλεται στο άνοιγμα που είχε καταφέρει να κάνει ο Σωτήρης Χατζάκης στο ΚΘΒΕ και στην προσοχή που έδωσε σ’ αυτό το θέατρο, ώστε να κινηθεί και έξω από τα πλαίσια που μέχρι τώρα είχε. Αυτό το άνοιγμα είχαμε να το δούμε χρόνια στο Κρατικό. Κατά δεύτερον οφείλεται στην τεράστια επιτυχία που είχαν κάνει αυτές οι παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη θυμάμαι σαν χθες - την εποχή της Λωξάνδρας - πόσος κόσμος υπήρχε έξω από το θέατρο! Χρόνια είχαμε να δούμε τόσο μεγάλη ανταπόκριση του κοινού.
Αν το κοινό της Θεσσαλονίκης θεωρείται δύσκολο, το παιδικό κοινό θεωρείται ακόμη δυσκολότερο, κι εσείς έχετε δοκιμαστεί και στα δύο. Πλέον τι θεωρείτε «δύσκολο» κι επομένως πρόκληση ώστε να το δοκιμάσετε; Ξέρετε, το δύσκολο είναι κάτι που είναι προκλητικό, αλλά δεν ξέρεις πότε θα εμφανιστεί. Πολλές φορές διαβάζεις ένα κείμενο ή ένα ρόλο και λες «εντάξει, δεν είναι δύσκολο», όμως, όσο προχωράς, ανακαλύπτεις κρυμμένα πράγματα, δύσκολα πράγματα που ούτε καν μπορούσες να τα υποψιαστείς. Κάθε φορά παλεύεις με ένα ρόλο, παλεύεις να πλησιάσεις, να κατανοήσεις, να συγχρονιστείς, να τον αναπνεύσεις. Αυτό από μόνο του είναι δύσκολο. Βάζεις όλο σου το «είναι» στη διαδικασία να «φοδραριστεί» με κάτι άλλο. Αυτό είναι από μόνο του μια ικανή αναμέτρηση, δε χρειάζεται κάτι άλλο. Κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια τέτοια πρόκληση, μου είναι αρκετό.
|