Σχετικά άρθρα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΜΛΟΓΛΟΥ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη | |||
Σάββατο, 06 Απρίλιος 2013 16:38 | |||
Όταν ο Δημήτρης Γιαμλόγλου συνάντησε τους «Καρχαρίες»
Ο σκηνοθέτης που πάλεψε στην πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία με τους συναρπαστικούς «Δαίμονες» του Λαρς Λορέν, σκηνοθέτησε φέτος ένα ακόμα εξαιρετικό έργο, αυτή τη φορά της ντόπιας δραματουργικής μας σοδειάς, το «La última noche ή Οι Καρχαρίες» του εκ Θεσσαλονίκης, Θανάση Τριαρίδη. Δύο πρόσωπα, ένας άντρας και μια γυναίκα, επιχειρώντας να επικοινωνήσουν σε βάθος και να διασώσουν την ερωτική σχέση τους, έρχονται αντιμέτωπα με την θνητότητά τους στη μέση ενός ωκεανού στο έλεος των καρχαριών ή μήπως στον καναπέ του σαλονιού τους; Ένα αιματηρό «παιχνίδι ρόλων», μια χαμηλόφωνη αλλά και προκλητική ταυτόχρονα σκηνοθεσία, μια σπάνια δραματουργία που απαιτεί από τους συντελεστές της παράστασης τον καλύτερο εαυτό τους για να αναδειχτεί σκηνικά, μια παράσταση που γεννάει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και τον σπαραγμό των σχέσεων χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την ποιητικότητα και την σκληρότητά της. Μιλάμε με τον Δημήτρη Γιαμλόγλου και την δραματολόγο του Ροζαλί για την παράσταση αλλά και τα προσεχή του σχέδια. Αν και το έργο είναι έτσι γραμμένο ώστε να βρίσκονται οι ηθοποιοί σε μεγάλο μέρος του στο σκοτάδι εσύ επέλεξες μια σκηνοθεσία ημιτονίων φωτός και σκότους σε ρυθμούς που εντείνουν τις δράσεις. Δεν θα ήθελα να είναι το μισό έργο στο σκοτάδι, θέλω να βλέπω τους ηθοποιούς. Το έργο όπως είδες τελειώνει σ’ ένα παράξενο άπλετο φως . Ένα έργο το οποίο είναι γραμμένο για να παίζεται ραδιοφωνικά είναι κάτι το οποίο από την αρχή δεν θα με αφορούσε. Ήθελα να δω πως μπορεί να γίνει η παράσταση ξεκινώντας από το δεδομένο του έργου. Εντάξαμε λοιπόν αυτό το δεδομένο στην παράσταση με δύο τρόπους. Κατ’ αρχήν τον ρεαλιστικό. Δηλαδή όταν κάποια στιγμή το σκοτάδι δεν έχει σημασία για μας, δεν έχει σημασία ούτε γι’ αυτούς. Το παιχνίδι θα προχωρήσει έτσι κι αλλιώς χωρίς να χρειάζεται να ακολουθήσουμε κατά γράμμα την συνθήκη. Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος χρήσης του σκοταδιού που για μένα συνιστά την προσέγγισή μου ως προς την μορφή της παράστασης.
Ποιοι ήταν οι χειρισμοί σου; Ακολουθώντας την ανάγκη των ηρώων να εξελίξουν κάτι μέσα από τις προσπάθειές τους ώστε να οδηγηθούν σε μία κλιμάκωση, επιχείρησα ώστε την ίδια κλιμάκωση να ακολουθήσει κι η μορφή της παράστασης. Ξεκινάμε λοιπόν από το σκοτάδι και μέσα στην ησυχία ακούγονται τα πρώτα λόγια. Έρχεται ένα μικρό διάλλειμα φωτός και μετά ξαναγίνεται σκοτάδι. Επαναλαμβάνεται το σχήμα στη συνέχεια λίγο πιο έντονο. Ύστερα το σκηνικό αλλάζει, μπαίνει κι η προσθήκη του χώρου. Στη μέση του έργου εμφανίζονται οι ήχοι ενώ μέχρι τότε δεν υπήρχε ούτε μουσική, ούτε ήχοι. Και στο τέλος επιτείνονται οι μουσικές, οι ήχοι το φως… Δηλαδή ξεκινάμε από το τίποτα για να φτάσουμε στο τέλος να εμπλουτίσουμε το σκηνικό δρώμενο με όλα τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε. Μια τέτοια λειτουργία της φόρμας, μας δίνει μια παράσταση σε εξέλιξη, μια παράσταση που κλιμακώνεται. Είναι ένα ταξίδι, που αν έχεις κατανοήσει τις δομές του έργου, διαπιστώνεις πως με κάποιο τρόπο όλοι μας το έχουμε κάνει.
Βέβαια στη δραματουργία ως ένα σημείο έχουμε δύο ανθρώπους που δεν ξέρουμε αν βρίσκονται στον καναπέ του σπιτιού τους ή στη μέση της θάλασσας, κάτι που σκηνικά δεν μπορεί να αποδοθεί. Νομίζω πως αν κάποιος διαβάσει προσεκτικά το έργο θα καταλάβει αμέσως πως έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους που παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων. Για μένα έχει ενδιαφέρον να αρχίσει ο θεατής να αμφιβάλλει από κάποιο σημείο και μετά. Δηλαδή να μην ξεκινήσεις με μια αμφιβολία αλλά με μια βεβαιότητα και μετά αν θέλει κάποιος, ας αρχίσει να αμφιβάλλει… Για μένα αυτή ήταν από την αρχή η ανάγνωση του έργου.
Άλλωστε η κατάδυση στα βαθιά νερά όπου ενεδρεύουν καρχαρίες είναι πιο πολύ μια ψυχική και πνευματική διαδικασία. Θα μπορούσε κάποιος να δημιουργήσει μια συνθήκη που θα είναι και ωκεανός και σπίτι και τίποτα από τα δύο… Αλλά νομίζω ότι το ενδιαφέρον του έργου βρίσκεται στο παιχνίδι ρόλων που παίζουν αυτοί οι δύο. Κι εκεί επικέντρωσα. Άλλωστε ο συγγραφέας διακρίνεται από μια έντονη παιδικότητα, το παιχνίδι αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς του… Γράφει κι όλα, στην εισαγωγή, ότι όλες του οι αφηγήσεις απευθύνονται σε παιδιά. Νομίζω επίσης ότι ένα από τα επίπεδα ανάγνωσης του «νερού» είναι και μια μορφή εσωτερικής ενηλικίωσης.
Μόνο που εδώ η ενηλικίωση είναι πολύ αιματηρή. Είναι ένα οριστικό τέλος. Γιατί φοβόμαστε την ενηλικίωση; Για τις ευθύνες; Όχι, ευθύνες έχουμε ακόμα και σαν παιδιά. Ο φόβος του θανάτου μας κρατάει μακριά από την ενηλικίωση, ο φόβος της φθοράς και του θανάτου. Δεν θα μεγαλώσω κι άρα εν τέλει δεν θα πεθάνω. Μάλλον έχουμε δίκιο που δεν την πολυθέλουμε αυτήν την ενηλικίωση.
Μίλησέ μου για τους ηθοποιούς σου που κατά γενική ομολογία έδωσαν εξαιρετικές ερμηνείες. Αυτή είναι μία παράσταση η οποία βασίζεται στους ηθοποιούς. Όλα όσα είπαμε δεν θα είχαν κανένα νόημα αν οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να τα κάνουν από λόγο, πράξη. Και πολλά σε σχέση με το έργο ξεκαθάρισαν μέσα μου ακριβώς όταν έγινε πράξη ο λόγος από τους ηθοποιούς. Είχα την χαρά, την μεγάλη ευτυχία να συνεργαστώ με τους δύο αυτούς εξαιρετικούς ηθοποιούς. Είναι πραγματικά πολύ θαρραλέοι, αυτό που κάνουν είναι άθλος… Κατ’ αρχήν το να μάθουν το κείμενο και κατά δεύτερον να συνεχίσουν να το σκαλίζουν και να το ψάχνουν προσπαθώντας να φύγουν από το πρώτο επίπεδο και να περάσουν υποκριτικά στα «βαθιά νερά». Η δουλειά μαζί τους είναι πάρα πολύ ευχάριστη. Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα ήμασταν μόνοι μας εγώ οι δύο ηθοποιοί κι η Ροζαλί που είναι δραματολόγος και συζητούσαμε εκτενώς τα νοήματα του κειμένου. Έτσι διανύσαμε το μεγαλύτερο κομμάτι των προβών. Όταν αρχίσαμε να έχουμε ανάγκες για σκηνικά και κοστούμια μπήκε η συνεργάτης μας Αιμιλία Κακουριώτη κι αργότερα κι η Κατερίνα Μαραγκουδάκη που δημιούργησε τους φωτισμούς της παράστασης.
Η οποία δούλεψε πάνω στην σκηνοθετική γραμμή… Πολύ συγκεκριμένα.
Μου άρεσαν πολύ οι φωτισμοί της παράστασης. Ροζαλί: Ο Δημήτρης είχε στο μυαλό του το όραμα της παράστασης το οποίο αποκρυσταλλώθηκε με τον καιρό. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον να δουλεύεις με κάποιον που έχει ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα και δεν περιμένει να έρθουν τα πράγματα από μόνα τους στην πορεία. Δουλέψαμε ωραία. Δημήτρης: Όταν λέμε βέβαια όραμα δεν εννοούμε ότι από πριν ξέρει κανείς τι θα συμβεί στην κάθε σκηνή. Ροζαλί: Όχι δεν εννοώ αυτό και το καταλαβαίνεις. Και τα σκοτάδια με τον τρόπο που ενσωματώθηκαν ήθελαν τον χρόνο τους. Απλώς θεωρώ ότι ο Δημήτρης έχει το προσόν να ακούει. Ακούει κι αφομοιώνει. Παίρνει αυτά που τον βοηθάνε στο να κτίσει το προσωπικό του όραμα και τα ενσωματώνει. Δουλέψαμε πάνω στο σχέδιο κάποιου που είχε άποψη για το πώς θα ήθελε να είναι αυτή η παράσταση. Δημήτρης: Κι ωστόσο ακόμα κι όταν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις, πρέπει να υπάρχει αυτός που να μπορεί να το κάνει. Για τους φωτισμούς που είπες, πιστεύω πως δεν θα τα καταφέρναμε αν δεν είχαμε πλάι μας έναν άνθρωπο μ’ αυτήν την καταπληκτική αίσθηση του φωτός. Ξεκάθαρο. Ροζαλί: Επίσης να το πω κι αυτό, σπάνια έχω συναντήσει έναν σκηνοθέτη να ξέρει τόσο καλά το κείμενο πάνω στο οποίο δουλεύει. Το ξέρει στην κυριολεξία απέξω. Κρατούσα εγώ λόγια μόνο και μόνο για να μπορεί αυτός να δουλέψει άλλα πράγματα.
Ναι, ο Δημήτρης δουλεύει πάρα πολύ με το κείμενο. Δημήτρης: Ναι αλλά όχι μόνος μου. Ποτέ δεν δουλεύω μόνος μου με το κείμενο. Στο σπίτι ασχολούμαι με τον κείμενο μόνο όταν θέλω να ετοιμάσω κάτι πολύ συγκεκριμένο για την δουλειά μου. Όλα τα υπόλοιπα βγαίνουν στη δουλειά με τους ηθοποιούς. Πέρα από κάποιες πολύ γενικές σκέψεις, κάποια πράγματα τα οποία καλλιεργούνται και κάθομαι και τα ξεκαθαρίζω από μόνος μου…
Μίλησέ μου τελειώνοντας για την επόμενη δουλειά σου… Το επόμενο έργο που θα ανεβάσω λέγεται «Το σπίτι». Το έχει γράψει η Βιργινία Διακάκη και είναι το τέταρτο θεατρικό έργο της. Θα πρωταγωνιστούν ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, η Αλεξία Καλτσίκη κι ο Νέστορας Κοψιδάς. Το έργο θα ανέβει τέλη Μαΐου σ’ ένα χώρο που δεν είναι ακριβώς θεατρικός και σκοπεύουμε να κάνουμε μια πολύ ιδιαίτερη δουλειά. Εύχομαι κάθε επιτυχία Ευχαριστώ
Η παράσταση θα παίζεται στο Θέατρο «ΠΚ» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.30 μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.
|