Σχετικά άρθρα
Ο ΘΕΑΤΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μάκης Θεατρόπληκτος | |||
Κυριακή, 02 Ιανουάριος 2011 14:21 | |||
Ο καταραμένος ποιητής
Η Φωφώ Ο φίλος μου ο Θανάσης έχει ένα χρέος στο ΤΕΒΕ , ο Βαγγέλης έχει την μέση του, ο Μήτσος έχει ένα γιο που έγινε Παναθηναϊκός, εγώ έχω την Φωφώ. Έτσι είναι, ο καθένας σηκώνει τον σταυρό του σ αυτήν την ζωή και δεν πρέπει να παραπονούμαστε, μόνο να λέμε δόξα τω Θεώ και να βλέπουμε πάντα την θετική πλευρά. Η Φωφώ είναι η γυναικά μου, είναι καλή νοικοκυρά , καλή μητέρα , καλή σύζυγος (δύο φορές τον μηνά) αλλά έχει και την σκοτεινή πλευρά της. Είναι διανοούμενη και κυρίως θεατρόφιλη. Εμείς στο χωριό διανοούμενους δεν είχαμε. Έναν ποιητή είχαμε, τον Νικολάκη της κυρα Ματούλας, που μικρός έπεσε από τον γάιδαρο και χτύπησε στο κεφάλι. Κάθε Απόκριες σκάρωνε στιχάκια στο καφενείο και όλοι γελούσαμε και περνούσαμε καλά και τον φροντίζαμε και δείχναμε κατανόηση γενικότερα, αλλά από ότι μου λέει η Φωφώ αυτός δεν πιάνεται για ποιητής. Καθόμουν αραχτός στον καναπέ και έβλεπα την τελευταία ταινία του Σταλόνε, η Φωφώ δίπλα μελετούσε ως συνήθως τα πολιτιστικά όταν αίφνης αναφώνησε. -Ο Ρέτσος ανεβάζει Ρεμπό. Θα πάμε. Το Ρέτσο τον είχα δει κάποτε στην τηλεόραση να παίζει στην Αστροφεγγιά, τον Ρεμπό πάλι τον ήξερα από ένα τραγούδι που έλεγε ο Μητσιάς για ένα μεθυσμένο καράβι, οπότε είχα την εικόνα του στον μυαλό μου σαν έναν καλοκάγαθο παχουλό καπετάνιο με μούσι, τσιμπούκι και κόκκινη μύτη από το ρούμι, που προσπαθούσε να κουμαντάρει μια μαούνα που βολόδερνε στα κύματα. Έκανα το λάθος να τα πω όλα αυτά στην Φωφώ. -Ο Ρεμπό ανόητε είναι ποιητής. Έχει γράψει το περίφημο «Μια εποχή στην κόλαση» -Υπέροχο, το είδαμε πέρσι με τους Abovo. Η Φωφώ ξεφύσηξε με απόγνωση. -Όχι άσχετε, όχι το «Εκεί εκεί στην κόλαση». Με πλησίασε με ύφος γεμάτο περιφρόνηση, στοργή, καρτερία και κατανόηση. -Ο Ρεμπό αγάπη μου είναι ένας από τους καταραμένους ποιητές. Και άρχισε να μου δείχνει φωτογραφίες του καταραμένου, στο λάπτοπ της ενώ παράλληλα μου ξεδίπλωνε τις λεπτομέρειες του πολυτάραχου βίου του , οι οποίες για όσους δεν γνωρίζουν έχουν ως εξής.
Ο ποιητής Ο Ρεμπό γεννήθηκε το 1854 από έναν στρατιωτικό και τη γυναίκα του φανατική καθολική που ήταν κατά της χρήσης προφυλακτικών με αποτέλεσμα να κάνει 5 παιδιά. Όταν ήταν έξι ετών ο Αρθούρος , ο πατέρας του μετά την αποτυχία του να πείσει την σύζυγο του να χρησιμοποιήσει διάφορες αντισυλληπτικές μεθόδους και μη επιθυμώντας περισσότερα παιδιά , αποφάσισε να φύγει και να μην ξαναγυρίσει. Έτσι ο μικρός Αρθούρος μεγάλωσε με μια υπερπροστατευτική και καταπιεστική μητέρα και έγραφε ποιήματα από πολύ μικρός πράγμα που αποδεικνύει ότι τα μεγάλα ζόρια (καταπιέσεις, πτώσεις από γαϊδάρους κλπ) είναι που ωθούν τον άνθρωπο προς την ποίηση και γενικότερα την καλλιτεχνία.
Ο ποιητής σε ηλικία 12 ετών μετά την πρώτη του θεία κοινωνία σκεπτόμενος «θα δείτε τι θα σας κάνω όταν μεγαλώσω».
Σε ηλικία 16 ετών ανακαλύπτει ότι από το να πηγαίνει κάθε Κυριακή με την μητέρα του στην εκκλησία είναι καλύτερα να πίνει, να καπνίζει να βρίζει, να κλέβει βιβλία και να τρώει σουβλάκια κατά την διάρκεια της Σαρακοστής.
Ο ποιητής 17 ετών με βλέμμα που υποδηλώνει ότι δεν έβαζε μόνο καπνό στα τσιγάρα που έστριβε.
Στα 17 του ο Ρεμπό γνωρίζεται με τον Βερλέν με τον οποίο διατηρεί μια ρομαντική σχέση τα επόμενα 4 χρόνια και περνάνε ζάχαρη με τα αψέντια τους , τα χασίσια τους, τις υστερίες , τα μαλλιοτραβήγματα , τους πυροβολισμούς και τις φυλακίσεις τους.
Ο Ρεμπό καμακώνων τον Βερλέν πριν ο δεύτερος αρχίσει να τον πυροβολάει.
Στα 21 του ο ποιητής αφού είδε ότι δεν μπορεί να κάνει μια οικογένεια της προκοπής με τον Βερλέν - διότι ο δεύτερος είχε την κακή συνήθεια να τον πυροβολεί - αποφασίζει να τον παρατήσει και αυτόν και την ποίηση και να κάνει κάτι χρήσιμο για τον εαυτό του και την κοινωνία, καθότι και οι καιροί δύσκολοι και η οικονομική κρίση έκτοτε εταλάνιζε και τους ποιητάς. Έτσι γίνεται ένας αξιοπρεπής έμπορος καφέ, όπλων και σκλάβων έως ότου το 1891 πεθαίνει από καρκίνο στο πόδι.
Ο Ρεμπό στην Αφρική σε ηλικία 29 ετών με το καινούριο του κουστούμι που απέκτησε μετά την πώληση μια καλής παρτίδας σκλάβων.
Το αίμα το κακό Πολύ ρεμάλι μου φάνηκε ο Ρεμπό άλλα και πολύ περιπετειώδης τύπος οπότε πολύ χάρηκα που θα πηγαίναμε να τον δούμε. Το φουαγιέ του θεάτρου ήταν γεμάτο κόσμο, στον τοίχο η αφίσα της παράστασης έγραφε «ΑΙΜΑ ΚΑΚΟ» και είχε ένα κλόουν που μου φάνηκε τόσο σατανικός όσο και ο Κράστυ ο κλόουν από τους Simpsons. Η παράσταση ξεκίνησε με ένα τραγούδι, μόλις τελείωσε το ξανακούσαμε , μόλις ξανατελείωσε το ξαναματακούσαμε και μετά από λίγο βγήκε ο κλόουν με ένα σακίδιο στην πλάτη. Ενώ σε playback ακούγαμε έναν κύριο να απαγγέλλει το ποίημα του Ρεμπό ο κλόουν έτρεχε πάνω κάτω στην σκηνή ,έπεφτε ,σηκωνόταν,άφηνε κάτω το σακίδιο το ξανασήκωνε, φλέρταρε με μία σκάλα και έκανε διάφορα άλλα χαριτωμένα, τα οποία μεν ήταν πολύ χαριτωμένα στην αρχή άλλα μετά από λίγο καταράστηκα τον ήδη καταραμένο ποιητή και προσπαθούσα να βρω τρόπους για να περάσει η ώρα μου. Οι προσπάθειες μου να φλερτάρω την κοπέλα που καθόταν δίπλα μου διακόπηκαν βίαια από μια τσιμπιά της Φωφώς η οποία ναι μεν παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον την παράσταση άλλα παράλληλα έλεγχε τις κινήσεις μου χρησιμοποιώντας μάλλον την έκτη αίσθηση της. Ένας κύριος στο βάθος κοιμόταν μακαρίως , κάποια στιγμή ξύπνησε κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε τον ύπνο του αλλάζοντας στάση. Όλα τα ωραία σ αυτή την ζωή έχουν ένα τέλος, το ίδιο και οι παραστάσεις. -Υπέροχο απεφάνθη η Φωφώ. Δεν πιστεύω να μη σου άρεσε. -Ομολογώ ότι δεν κατάλαβα τίποτα. -Δεν περίμενα να καταλάβεις. Να μπεις αύριο στο Επί Σκηνής να διαβάσεις την κριτική της παράστασης μήπως και ανοίξει λίγο το μυαλό σου. Το άλλο πρωί μπήκα στο Επί Σκηνής , έψαξα την κριτική της παράστασης που θα μου έλυνε όλες μου τις απορίες. Την διάβασα και αν πριν είχα δέκα απορίες , τώρα απέκτησα είκοσι. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τίποτα αλλά όχι δεν θα το βάλω κάτω , ο αγώνας τώρα αρχίζει. Θα παλέψω σκληρά , θα δω κι άλλες παραστάσεις , θα γνωρίσω κι άλλους ποιητές και ναι μια μέρα θα γίνω κι εγώ ένας άνθρωπος του πνεύματος.
|