ΜΑΝΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 2019 |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Μάνια Παπαδημητρίου
Φέτος η ταλαντούχα Μάνια Παπαδημητρίου σκηνοθετεί ένα τρυφερό και βαθιά ανθρώπινο έργο, την «Φθινοπωρινή ιστορία» του Αρμπούζωφ σε μετάφραση Παυλίνας Γαλανοπούλου, για το θέατρο «Κνωσός» που συμπληρώνει σαράντα χρόνια ιστορίας. Με τον Λάμπρο Τσάγκα και την Άννα Γεραλή να ενσαρκώνουν ιδανικά τους δύο ηλικιωμένους ήρωες και τον υπέροχο Σταμάτη Κραουνάκη να υπογράφει την μαγική μουσική της παράστασης που φιλοδοξεί να είναι μια γιορτή. Η Μάνια μάς μιλάει για το έργο, την σκηνοθεσία και τις πηγές της έμπνευσής της, ξεναγώντας μας ταυτόχρονα στα αισθαντικά εσωτερικά της τοπία και στις πολύπλευρες δραστηριότητες της.
Μίλησε μου για το έργο. Τι είναι αυτό που σε μαγνήτισε σ’ αυτή την ιστορία με την τόσο νοσταλγική κι ελπιδοφόρα αίσθηση; Η γλυκύτητα του έργου με τράβηξε. Η τρυφερότητα με την οποία κοιτάζει το θυμό των ανθρώπων και το πώς κάτω από αυτήν την φαινομενικά νοσταλγική ιστορία παρουσιάζεται η μοναξιά τους, σε μια χώρα της Ρωσία ( τότε ΕΣΣΔ) που δύο μόλις δεκαετίες μετά, όπως όλοι πια είμαστε σε θέση να ξέρουμε, θα ζήσει την διάλυση και την φτωχοποίηση και τώρα πια και τον αληθινό πόλεμο. Μέσα σ’ ένα φόντο φθοράς, κάτι ανθίζει. Η ανθρώπινη ανάγκη επαφής και ονείρου ίσως κάτι έχει να μας πει για την κατάσταση της τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα του σήμερα. Όταν το φόντο διαλύεται και παρακμάζει τότε οι άνθρωποι που είναι αδύναμοι ζητούν απεγνωσμένα τρυφερότητα και στοργή. Και είναι παρήγορο όταν την βρίσκουν. Είναι παρήγορο γιατί είναι σπάνιο. Ειδικά σε τέτοιες εποχές.
Μίλησε μου για τους ηθοποιούς σου. Γιατί τους επέλεξες και πως συνεργαστήκατε; Δεν τους διάλεξα εγώ. Εκείνοι με διάλεξαν και συγκεκριμένα ήταν μια ιδέα της Άννας Γεραλή. Δουλέψαμε υπέροχα, Μέσα σ’ αυτή την εποχή της νεολαγνείας και της συνεχούς ταχύτητας και βίας, είναι ενδιαφέρον να δουλεύεις με ανθρώπους που γνωρίζουν και θυμούνται, όχι στα λόγια αλλά στο κορμί και στη συμπεριφορά τους, κάτι άλλο πιο ανθρώπινο και σεβαστικό ως προς τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Την ανάσα, τη χαρά της ζωής ως αξία και όχι ως κάτι δεδομένο αλλά και τη γνώση του πένθους όπως αυτό στοιχειώνει τις ζωές μας όταν έρχεται. Χρειαζόμαστε εμπειρίες αληθινής ζωής για να αντέξουμε το χάος που βιώνουμε ως προς τις αξίες και την ανέχεια. Χρειαζόμαστε εμπειρίες αληθινής ζωής για να μπορούμε να ιεραρχούμε τα πράγματα. Και οι παλιότεροι αυτό το ξέρουν καλά και μπορούν να μας το διδάξουν. Το θέατρο χρειάζεται αυτήν την εμπειρία. Κερδίζει έτσι σε ανθρωπιά. Το περιβάλλον που έφτιαξε η Χριστίνα με τις εικόνες της, ο Σταμάτης με τη μουσική του και ο Δημήτρης με τους φωτισμούς του, πιστεύω ότι βοηθούν να αισθανθούμε πόσο δύσκολο είναι τελικά να γίνεις ο εαυτός σου και να παραδεχθείς πόσο πολύ χρειάζεσαι τον άλλον για να δημιουργήσεις και να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Η Λίντια Βασιλιεβνα και ο Ρόντιον Νικολαγιεβιτς , η Άννα και ο Λάμπρος, αυτό προσπαθούν σ’ όλο το έργο και στο τέλος το κατορθώνουν.
Τι απήχηση μπορεί να έχει στις μέρες μας μια ιστορία αγάπης σαν κι αυτή; Μα δεν είναι μόνο μια ιστορία αγάπης Είναι μια ιστορία πολέμου με το χρόνο και το φόβο του θανάτου.
Τι νοιώθεις μεγαλώνοντας να αλλάζει μέσα σου και πως διαχειρίζεσαι το ανελέητο πέρασμα του χρόνου; Αλλάζουν πολλά. Αλλά όχι προς το χειρότερο. Μάλλον προς το καλύτερο. Συμφιλιώνομαι μ’ αυτό που είμαι και δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι είμαι κάτι περισσότερο ούτε αγωνιώ μήπως είμαι κάτι λιγότερο. Ο φόβος του θανάτου και της απώλειας είναι πάντα παρών αλλά δεν σημαίνει αυτό πως δεν μπορείς να χαίρεσαι τη ζωή. Ίσως και περισσότερο από πριν.
Τι είναι αυτό που σε κάνει να αισιοδοξείς σε σκοτεινούς καιρούς και τι είναι αυτό που σε απελπίζει; Τίποτα δεν με κάνει να αισιοδοξώ σε σκοτεινούς καιρούς. Ξέρω ότι όλα όσα πάνε καλά κάποια στιγμή στραβώνουν και πρέπει ν’ αρχίζεις πάντα πάλι απ την αρχή. Αυτό το έχω αναλάβει και το εκπληρώνω χρόνια τώρα. Αυτό όμως που με απελπίζει είναι η αδικία που υφίστανται άνθρωποι ως προϊόν υστεροβουλίας και κακής προαίρεσης άλλων. Αυτό με κάνει έξαλλη και επιχειρώ τα πάντα για να ανασκευαστεί. Μπορώ να παλεύω χρόνια για κάτι τέτοιο. Στο τέλος πάντα κάτι πετυχαίνεις.
Μίλησε μου για την μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη στην παράσταση Είναι στην ουσία, η καρδιά όλου του συναισθήματος και των κρυφών σκέψεων των ηρώων αλλά και των θεατών. Η βροχή που πέφτει, η μνήμη όπως κυλάει, οι καμπάνες που χτυπούν αλλά και τα βήματα τους μες στην πόλη και η αντίσταση του ενός προς τον άλλον, είναι μουσική. Η μουσική του είναι αυτό που λέει η Λίντια Βασίλιεβνα στο τέλος «αυτός ο Αύγουστος ήταν σαν ένα αποχαιρετιστήριο φεστιβάλ και ευχαριστώ όλους όσους πήραν μέρος». Όλα αυτά τα στοιχεία της παράστασης, οι ανάσες, οι ήχοι, οι μνήμες, η φύση, τα φύλλα που πέφτουν κι οι κρυφές ματιές είναι η μουσική που συνέθεσε για κάθε ένα σημείο ο Κραουνάκης κι όλα μαζί φτιάχνουν την αγάπη που έρχεται στο τέλος.
Πως αντιλαμβάνεσαι την «ρώσικη» ψυχή και τι συγγένειες έχεις μ’ αυτήν; Αντιλαμβάνομαι τη Ρώσικη ψυχή σαν το κομμάτι που συνδέει και τον Έλληνα με την ανατολή και το βυζάντιο. Αν υποθέσουμε ότι η χώρα μας βρίσκεται στο σταυροδρόμι ανατολής και δύσης, ένα της κομμάτι έχει οπωσδήποτε σχέση με την ρωσική ψυχή η οποία συγγενεύει με τον βαλκανικό άνθρωπο που είμαστε κι εμείς Από την άλλη η ρωσική λογοτεχνία και το θέατρο επειδή, είχε την τύχη να επηρεαστεί άμεσα και ουσιαστικότερα από την δύση σε καιρούς αληθινά αστικής μεγαλοπρέπειας, φέρει ένα κομμάτι ατόφιου ευρωπαϊσμού που κληροδοτήθηκε και σ’ εμάς μέσα από την ρωσική κουλτούρα. Η Ρωσική ψυχή είναι το αντίθετο του ορθολογιστικού μοντέλου της δύσης. Λατρεύει το πάθος και την ορμή και το συναίσθημα. Όλα δηλαδή όσα εξορίζει ως κακά ο ορθολογισμός. Φυσικά και με συγκινεί και με συναρπάζει η ρωσική ψυχή και το κομμάτι της ελληνικότητας που της ταιριάζει.
Τι άλλο κάνεις αυτό τον καιρό και τι σχέδια έχεις για τη μελλοντική πορεία σου. Ασχολούμαι όπως πάντα με τα κοινά και συμμετέχω σε πρωτοβουλίες δράσης για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που πιστεύω και στηρίζω. Συμμετέχω επίσης σ’ ένα σχέδιο για μια συνεργασία με την ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» αλλά και με τον ίδιο προσωπικά σε σχέση με λόγο και μουσική και είμαι πολύ χαρούμενη με όλη τη διαδικασία. Γιατί μαθαίνω πράγματα για τον τεράστιο αυτόν καλλιτέχνη αλλά και για περιόδους της τέχνης που ήταν πραγματικά πολύ σημαντικές για τούτο τον τόπο και για τον λαό του. Υπήρξε μια περίοδος σ αυτό τον τόπο που καλλιτέχνης και λαός βάδισαν μαζί. Κι αυτό είναι παρήγορο. Έχουμε επίσης ετοιμάσει ένα μουσικοθεατρικό αναλόγιο για τα μεσημέρια των Κυριακών του Φεβρουαρίου για την μικρή σκηνή του Θεάτρου Κεφαλληνίας πάνω στο κείμενο του Πούσκιν «Ντάμα Πίκα» με τον Ανδρέα Μαυραγάνη ηθοποιό και αφηγητή και την μουσικοσυνθέτη και σοπράνο Άννα Μουζάκη.
|