ΟΡΕΣΤΗΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Παύλος Λεμοντζής |
Ορέστης του Ευριπίδη Καθαρή, ξάστερη νυχτιά κι ένα μισόγιομο φεγγάρι καρφωμένο πάνω και στο κέντρο της πεδιάδας των Φιλίππων, σε θέση θεόσταλτου παρατηρητή, μπορεί του Φοίβου, υπαίτιου της συμφοράς των Ατρειδών, έτσι όπως το ήθελαν οι ίδιοι κι ο ποιητής της τραγωδίας. Με προϊδέασε θετικά το μαγικό φυσικό τοπίο κι η εικαστική προσφορά του Κ.Θ.Β.Ε δια μέσου του ευφυέστατου σκηνικού, που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Θαβώρης, για την παράσταση «Ορέστης» του Ευριπίδη , η οποία είχε ήδη ξεκινήσει στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, βράδυ Σαββάτου 18 Αυγούστου. Λογική συνέπεια να μου αρέσει πολύ η Ηλέκτρα της Ιωάννας Κολλιοπούλου στον πρόλογο. Ήταν η λιτή της σκηνική εικόνα, το μαύρο πένθιμο κι απέριττο ριχτό φόρεμα, οι λεπτές της γραμμές στο κορμί και το ανεπιτήδευτο αμακιγιάριστο πρόσωπο, ήταν κι η στεντόρεια φωνή της, κυρίως δε, ήταν τα λόγια του ποιητή που μετέφερε ο Γιώργος Μπλάνας στους θεατές. Η Ηλέκτρα ξεκινά το έργο με μια γνωμολογία. Αναπτύσσει τη γενεαλογία της, για να την εστιάσει τελικά στο θέμα της μητροκτονίας, για την οποία αποδέχεται τη συνενοχή της, και στις συνέπειες που αυτή είχε στο αδελφό της. Εξαιρετική μετάφραση από τον εξαιρετικά παραγωγικό αλλά και δημιουργικό ποιητή, έναν άνθρωπο που καταφέρνει να ανεβάζει κάθε φορά τον πήχη ψηλά χωρίς να λειτουργεί η μια δουλειά του κατά της άλλης ή και το αντίθετο. Διόλου δεν ενοχλείται ο θεατής όταν, για παράδειγμα, αποκαλεί τον Απόλλωνα «Προφήτη» ή τον Μενέλαο «στρατηγό του γυναικοπολέμου» ή όταν μετονομάζει τον Φρύγα σε Τρώα. Έτσι κι αλλιώς Μικρασιάτης είναι στην υπόθεση και το ζητούμενο ήταν άλλο. Ο Γιώργος Μπλάνας δουλεύει επί της ουσίας στις μεταφράσεις του και το ευρύ κοινό κοινωνεί το αρχαίο κείμενο με κατάνυξη, με δέος ή με ιλαρότητα, ό,τι, εν κατακλείδι, εκλύουν οι λέξεις κι όπως εμπνέεται εκείνο από την σκηνική δράση. Ο Ορέστης, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, είναι εφοδιασμένος με το πάθος του «νείκους» (διαμάχης) και της λιποταξίας κι όχι της φιλότητας (ομόνοιας). Ποθεί να ζήσει, να διεκδικήσει και να εκδικηθεί, να φιλονικήσει και να νικήσει, γήινα και φθαρτά, όπως κάθε σύγχρονός μας. Έτσι, μαζί και με άλλα ευριπίδεια έργα, ο «Ορέστης» (408 π.Χ.) δηλώνει το τέλος της τραγωδίας και την αντικατάστασή της από το δράμα. Διενέξεις, απειλές, ραδιουργίες, ακραίες συμπεριφορές (τα κατά Αριστοτέλη «μη αναγκαία» και χείριστα -πλην Πυλάδου- ήθη) γεννούν ρηξικέλευθες τεχνικές που θα σιτίσουν το ευρωπαϊκό θέατρο. Οι θεοί ψυχορραγούν κι αν ο Απόλλων τυφλώνει τους θνητούς και τους οδηγεί στον όλεθρο, ουσιαστικά ακυρώνεται από τις γελοιογραφικές τακτοποιήσεις του στο happyend του έργου. Ο θεός δεν είναι πια «επιφάνεια», αποκάλυψη, σύμβολο και φωτός εορτή, αλλά διαφάνεια χάρτινη, ετοιμόρροπη, φαιδρότητα αντί φρικιάσεως και τύχη τυφλή. Ο Ευριπίδης ενδιαφέρεται πια για μια κοινωνική κριτική της παρηκμασμένης Αθήνας μέσα από τους νέους προβολείς της σοφιστικής. Συνεπώς, η πλοκή και ο οικείος λόγος έχουν εδώ τα πρωτεία. Έργο ( κατά πολλούς θολό, άρα ιδιαίτερο), ο «Ορέστης» πρόσφερε στον σκηνοθέτη Γιάννη Αναστασάκη, που καταπιάνεται πρώτη φορά με το αρχαίο δράμα, οικεία του αιρετική βάση. Ορθά «αναποφάσιστος» όπως και το έργο, αλλού το είδε ως τραγωδία- δράμα και αλλού ως σατυρική, ειρωνική «επίθεση» σε θεούς κι ανθρώπους κι επομένως, ιλαροτραγωδία. Ο «Ορέστης» είναι το όψιμο έργο του Ευριπίδη, με το οποίο ο ποιητής αποχαιρετά τους συμπολίτες του, αφήνοντας πίσω του τον απόηχο των ιδεών και της δραματουργικής του τέχνης. Διδάχτηκε το 408 π.Χ., ενώ ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαρκεί. Αποτελείται από 1.693 στίχους. Τα πρόσωπα είναι η Ηλέκτρα, η Ελένη, ο Ορέστης, ο Μενέλαος, ο Τυνδάρεως, ο Πυλάδης, ο Άγγελος, η Ερμιόνη, ο Φρύγας (Τρώας) και ο Απόλλωνας. Ο Χορός αποτελείται από γυναίκες του Αργίτισσες. Τόπος το Παλάτι Ατρειδών στο Άργος. Οι επινοημένες δυνάμεις, οι αψεγάδιαστοι ήρωες κι οι ημίθεοι δεν έχουν θέση εδώ. Όλα γίνονται πιο ανθρώπινα και οικεία. Από τον κόσμο των «υπέρ» και των θεών του Ολύμπου μεταφερόμαστε στον κόσμο των ανθρώπων με τις αδυναμίες και τις ενοχές τους. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, όπου ο Ευριπίδης απεχθάνεται τους φιλοπόλεμους δημαγωγούς ή τους μάντεις, αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη και ν’ ανεβεί στη Μακεδονία. Γράφει το δραματικό του κείμενο, εκφράζει την ανησυχία του και τη μεταφέρει ως τραγική κατάσταση σε ταλαιπωρημένα πρόσωπα του μύθου, σαν αυτά του κύκλου των Ατρειδών. Δολοφόνοι του νόμιμου κυβερνήτη της πόλης, η Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος, διορίζουν δικούς τους ανθρώπους στη Διοίκηση. Ποια θα είναι, επομένως, η τύχη των παιδιών που εκδικούνται τον φόνο του πατέρα τους σχεδιάζοντας να σκοτώσουν και τους δυο καταχραστές; Προφανώς, όχι η άνοδος στην εξουσία. Η σωματική και η ψυχική ασθένεια ταλαιπωρούν τον Ορέστη, τον κυνηγούν οι Ερινύες και τον καθιστούν ανενεργό πολίτη ενώ μαζί με την αδελφή του αντιμετωπίζει τη θανατική ποινή δια του λιθοβολισμού. Αν εξαιρεθούν οι αγρότες, όλοι, ακόμη και οι ισχυροί συγγενείς συμφωνούν με αυτήν. Ο Τυνδάρεως, μάλιστα, ισχυρίζεται ότι ο Ορέστης έπρεπε να προσφύγει στο δικαστήριο και όχι στην αυτοδικία που διαιωνίζει τη βεντέτα. Όσο για τον Μενέλαο, στον οποίον είχαν τα παιδιά εναποθέσει κάθε ελπίδα, αυτός τα απογοητεύει, αφού αποφεύγει τη σύγκρουση και υποχωρεί στις εντολές του πεθερού του.
Στην παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. τονίστηκαν ιδιαίτερα οι καταστάσεις που ζουν τα παιδιά του Αγαμέμνονα ως θύτες και θύματα πολλαπλών προγονικών σφαλμάτων και θεϊκών εντολών. Ο σκηνοθέτης σημειώνει στο πρόγραμμα ότι προσπάθησε ν’ ανιχνεύσει τη θέση του πολίτη σε μια πολιτεία που κλυδωνίζεται, αλλά και τη θέση της ίδιας της πολιτείας που αυτοτιμωρείται τιμωρώντας. Στην ευχέρεια του θεατή να διαπιστώσει των λόγων του το αληθές. Εγώ θα πω ότι το εκπληκτικό στην παράσταση είναι ότι οι νέοι, μέσα σε ένα πολυπρόσωπο και θεαματικό κείμενο με διαφορετικές εστίες έντασης, επιβάλλουν την παρουσία τους χάρη στην ευφυή προσαρμογή του δράματος στις συνθήκες της εποχής μας και στις καινοτομίες που επινόησε ο σκηνοθέτης για να «εξοικονομήσει» δυνάμεις και να φέρει το έργο στη σημερινή πολεπίπεδη κρίση που ξεπερνά τα σύνορα της χώρας. Έτσι, τα επεισόδια ενώνονται με τα στάσιμα- χορικά, η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου στιγματίζει τη σημερινή εποχή, το έξοχο σκηνικό σηματοδοτεί ένα ανάκτορο υπό κατάρρευση - αποδόμηση, οι πλαστικές γύρω ταινίες και τα λινά πετάσματα προειδοποιούν τον κίνδυνο κατεδάφισης, τα κοστούμια των γυναικών του Άργους σε γήινα απαλά χρώματα και λιτές γραμμές, το μαύρο και το λευκό ντύνουν ταιριαστά την Ηλέκτρα, ο δε Ορέστης εμφανίζεται όπως κι ο εσωτερικός του κόσμος. Μισοντυμένος, μισοκρυμμένος, μισοφανερωμένος. Μοναδική παραφωνία στο σύνολο το κοστούμι του Μενέλαου. Αγκάθι στο μάτι η στολή ναυάρχου. Απίστευτα παράταιρη. Η αναγωγή στο σήμερα είχε ήδη επιτευχθεί από την έναρξη με το εξαίσιο σύγχρονο σκηνικό και τη μουσική. Ο Γιάννης Αναστασάκης δεν ανήκει στους πιστούς της αυστηρής φόρμας. Είναι νεωτεριστής. Καταπιάστηκε λοιπόν μ’ έναν άλλο «νεωτεριστή» της αρχαιότητας. Μεταχειρίστηκε τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα των παλαιών μύθων με πρωτοτυπία, χωρίς να διστάσει να τους παραλλάξει, προκειμένου να πετύχει το δραματουργικό ή ιδεολογικό του στόχο. Έδειξε, σαφώς, τον απαιτούμενο σεβασμό στο κείμενο και στο κοινό και, παρότι σύγχρονη η προσέγγισή του, η αναγωγή στο αρχέτυπο εμφανής και στα επεισόδια και στα στάσιμα, κυρίως δε, στις ερμηνείες των δυο αδερφών. Θέλω να σταθώ στις θετικές μου αντιδράσεις ρόλων. Ο Χρίστος Στυλιανού, φοβισμένος και «φοβογόνος», με ένταση, διάρκεια και εκρηκτικές μεταπτώσεις, μας χάρισε έναν υποδειγματικό Ορέστη μαινόμενο. Σπουδαίος ηθοποιός της γενιάς του με κάθε του εμφάνιση -ερμηνεία να γίνεται αφορμή συζήτησης. Ισορρόπησε το δράμα με την παρωδία αξιοθαύμαστα. Υπερβολικός όταν έπρεπε, στωικός κάποτε, τρομαγμένο παιδί άλλοτε, δονούσα διαρκής σωματική εικόνα, παλλόμενη φωνή με διαδρομές ταχύτητας στις κλίμακες, από το ύψος στο βάθος και ξανά ψηλά, κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού ως το τέλος. Ανάλογος έπαινος και για την Ηλέκτρα της Ιωάννας Κολλιοπούλου: μεστή, γεμάτη φωνή, καθαρός λόγος, φλογισμένη ψυχή, ορκισμένη εκδίκηση, αδελφικός πυρετός. Η βραβευμένη νέα ηθοποιός έδωσε μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα της γυναίκας θύματος και ταυτόχρονα θύτη. Ξεχώρισε στην πρόσληψή μου η αγγελία του χαρισματικού Χρήστου Στέργιογλου: ήταν άκρως ενδιαφέρων Τρώας (Φρύγας), μίλησε σε προσωπικούς τόνους, έπλασε έναν Ανατολίτη «παλιάτσο» στο ύφος που τον σκιαγράφησε ο Ευριπίδης, με την υφέρπουσα θηλυπρέπεια και την πονηριά του αγύρτη, δίνοντάς μας μια αξιόλογη κινηματογραφική ερμηνεία. Ο μέγιστος Κώστας Σαντάς , απέδειξε άλλη μια φορά πως είναι ένα από τα πολύτιμα τιμαλφή του Κρατικού φορέα. Απολαυστικός Τυνδράεως. Απόλαυση και ο «αγώνας λόγων» μεταξύ Ορέστη- Τυνδάρεω. Ο Δημήτρης Μορφακίδης, ταλέντο αναγνωρίσιμο και επευφημημένο από πρότερες ερμηνείες του ( θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου εκείνη στο «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου), απέδωσε τον μεγάθυμο και ακριβό φίλο-αδερφό Πυλάδη με δύναμη κι αποφασιστικότητα που απαιτούσε ο ρόλος. Ο Χριστόδουλος Στυλιανού - παρά την αστεία φορεσιά του- επαρκής ως Μενέλαος όπως και ο Νικόλας Μαραγκόπουλος ως Αγγελιοφόρος με την ιδιαίτερη ερμηνεία του. Η Ελένη της Δάφνης Λαμπρόγιαννη στάθηκε στο πλαίσιο της απαίτησης του ρόλου. Από την κορυφή του τελευταίου διαζώματος, ο Θεός Απόλλων του Δημοσθένη Παπαδόπουλου με την καθαρή άρθρωση και την ωραία χροιά στη φωνή, αξιοποίησε με ακρίβεια την «πένα» του Ευριπίδη. Γήινη ειρωνεία, παραμυθία στους Αργίτες και παραμύθι στους θεατές με το: «στο τέλος παντρεύτηκαν και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς…». Αυτή ήταν και η «κορύφωση» του δράματος. Ιδιαίτερος έπαινος στις γυναίκες του Χορού. Δώδεκα καλλίφωνες, όμορφες κοπέλες, που πενθήσανε μαζί με την Ηλέκτρα για τα δεινά των δυο αδερφών στη δράση ενώ οι παρεμβολές τους στα επεισόδια δώρισαν την προσοχή μας στον Νίκο Βουδούρη, υπεύθυνο της μουσικής διδασκαλίας. Όμως και σ’ αυτές οφείλεται το γεγονός ότι μια παράσταση επιτυγχάνει στο επικοινωνιακό της μέρος, όταν πέρα από την απόλαυση και την κάθαρση δημιουργεί ευθύνες στον θεατή. Να αρθρώνει σωστά τον νεοελληνικό λόγο, να συζητά για τα πρόσωπα , το έργο και την υποκριτική τέχνη και, γιατί όχι, να διατηρείται σε καλή φυσική κατάσταση με την άσκηση επειδή η εκφώνηση του λόγου διαπερνά τη μνήμη του σώματος. Επρόκειτο για μια παράσταση φρέσκια, πρωτότυπη, μια σκηνοθεσία με πολλά συν κι ελάχιστα πλην, σ’ ένα «δύσκολο» και «ακριβοθώρητο» έργο, όπως ο «Ορέστης» του Ευριπίδη. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας ΔΙΑΝΟΜΗ (με αλφαβητική σειρά): ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ |