LOLITA REVERSED |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Lolita Reversed του Χρήστου Καρασαββίδη εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα «Λολίτα» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Η παράσταση που είδα στο Επί Κολωνώ -εμπνευσμένη κατά τον συγγραφέα της από το μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ- επιχείρησε να το προσεγγίσει σκηνικά, δίνοντάς μας αποσπασματικά και παραλλαγμένες κάποιες από τις «σκηνές» του βιβλίου στις οποίες η ηρωίδα εμφανίζεται ως μία οργισμένη έφηβη του 2000, όχι αντεστραμμένη -η αντιστροφή είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί βαθιά γνώση του υπάρχοντος ειδώλου- αλλά σκιαγραφημένη μέσα από μια άλλη οπτική. Η νεαρή αυτή λοιπόν -ενσαρκωμένη από μία σαγηνευτική ηθοποιό που όμως δεν μπορεί να υποστηρίξει σκηνικά την συγκεκριμένη «έφηβη»- συγκρούεται σαν κάθε καλό κορίτσι με την μητέρα της και προσκολλάται λόγω του οιδιπόδειου στο πατρικό πρότυπο -που ενσαρκώνει ένας επίσης παραλλαγμένος Χούμπερτ, σκηνοθέτης αντί για συγγραφέας- διεκδικώντας δυναμικά τον αρσενικό από την ώριμη αντίζηλο. Μια λειτουργία φυσιολογική κι αναμενόμενη στη ζωή από μια συνηθισμένη έφηβη που δεν λέγεται καν Λολίτα. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε με την ηρωίδα του Ναμπόκοφ, την αλησμόνητη Λο, αυτό το σύμβολο το διαχρονικό μιας έφηβης μεν με όλα τα χαρακτηριστικά του νυμφίδιου που όμως αποτελεί ταυτόχρονα και τον καρπό, την εικόνα, μιας εποχής, εκείνης η οποία τη γέννησε. Κι ενός τόπου απολύτως συγκεκριμένου μέσα στον οποίο άνθισε ως ένα σπάνιο φαινόμενο. Νυμφίδια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, κανένα όμως από αυτά δεν θα μπορούσε να είναι η Λολίτα. Όταν την αποσπάσεις από το χωρόχρονό της, η ηρωίδα, χάνει την ιδιοσυστασία της, τις θερμοκρασίες της και γίνεται ένα κοινό, αδιάφορο νυμφίδιο. Γι’ αυτό και πολύ σοφά οι δύο ταλαντούχοι σκηνοθέτες που ανέλαβαν την κινηματογραφική απόδοση της μυθιστορηματικής ηρωίδας σε διαφορετικές εποχές, έμειναν πιστοί στο πρωτότυπο-ο πρώτος έτσι κι αλλιώς δούλεψε πάνω σε σενάριο του συγγραφέα-. Επίσης το θέμα της Λολίτας είναι αρκετά περίπλοκο. Διότι δεν αποτελεί αντικείμενο πόθου επειδή είναι ένα πρώιμα ανεπτυγμένο κοριτσάκι στην κόψη της εφηβείας του-αυτό που θα λέγαμε η χαρά του παιδεραστή- αλλά επειδή μέσα στο εφηβικό κορμί της είναι παγιδευμένη μια γυναίκα σαν την μητέρα της, μια ώριμη, εκβιαστικά σέξυ Αμερικάνα του -50, η νευρωτική καλλονή που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο «καθώς πρέπει» και στην ανάγκη να σαγηνεύσει, που αποτελεί τον φορέα της απόλυτης, εξαναγκαστικής, ψεύτικης ευδαιμονίας, γεννημένης μετά από έναν εφιαλτικό πόλεμο, σε μια χώρα της οποίας το εξαγώγιμο προϊόν ήταν το όνειρο. Η γυναίκα στην οποία δεν επιτρέπεται ούτε να γεράσει, ούτε να παραιτηθεί αλλά ούτε και να ξεπεράσει τα όρια, που πρέπει να μείνει παγωμένη στον χρόνο για να μπορέσει να υπάρξει. Η Λολίτα δεν παριστάνει τη γυναίκα, δεν την μιμείται, όπως κάνει κάθε έφηβο νυμφίδιο, είναι και γυναίκα. Κι αυτή η εσωτερική διαπλοκή, η ιδιόμορφη ψυχοσύνθεση της γυναίκας που συμβιώνει με το παιδί, κάνει την δωδεκάχρονη έφηβη τόσο ελκυστική, αυτή η μίξη η αφύσικη, δημιουργεί το «τέρας» που αγάπησε ο Χούμπερτ, αφού κι ο ίδιος είναι το παραλλαγμένο είδωλο στο κάτοπτρο της Λο, ένα «τέρας» ανάλογο, ένα παιδί στο έλεος του χρόνου μέσα σε ένα σώμα ενήλικο που ολοένα γερνάει. Κάτι που τον συντρίβει. Και σαν παρηγοριά ξαναβρίσκει στη Λολίτα του, την δωδεκάχρονη Άνναμπελ, το κορίτσι της παιδικής του ηλικίας, την θρυλική Άνναμπελ Λη του Πόε, την ερωτική ανάμνηση ενός καλοκαιριού σε μια ακτή της Μεσογείου, τότε που εκείνος βίωνε την ηδονή και την οδύνη του πρώτου του, άγουρου ακόμα, ερωτικού πόθου. Αυτήν την άπιαστη, νοσταλγική αίσθηση θέλει απεγνωσμένα να ξανακερδίσει. Ακριβώς όπως κι η Αμερική του -50 η οποία διεκδικούσε τότε απεγνωσμένα μια νέα παιδική, ανέμελη ηλικία μετά από έναν πόλεμο που δεν την έθιξε άμεσα αλλά την ανάγκασε να ενηλικιωθεί απότομα, μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Χωρίς εν τούτοις να την ωριμάσει ταυτόχρονα, με τα γνωστά αποτελέσματα για το σύνολο της ανθρωπότητας. Ο προσκολλημένος σε μια αέναη νιότη άντρας, μέσα από την ψυχαναγκαστική καθήλωσή του ερωτεύεται την Ντολόρες-Λολίτα για να νοιώσει βαθιά απογοήτευση και πένθος όταν έρχεται αντιμέτωπος με την Ντολόρες ως ενήλικη φιγούρα, στο συγκλονιστικό φινάλε του μυθιστορήματος. Ο Χούμπερτ-Χούμπερτ δεν σκοτώνει ακριβώς την παιδική ηλικία της ηρωίδας, προσπαθεί να διατηρήσει στη φορμόλη την εφηβεία της, καταστρέφοντας έτσι τους ζωτικούς χυμούς της, κάτι που δεν έχει να κάνει με μια παιδικότητα που μπορεί να διατηρείται ακέραια στην ψυχή ενός ενήλικα αλλά με τον φόβο της αλλαγής, την απέχθεια για κάθε μορφής ενηλικίωση, αφού αυτή θα φέρει αργά ή γρήγορα τη φθορά και τον θάνατο. Η Λολίτα του Ναμπόκοφ είναι όπως λέει κι ο ίδιος, η φωτεινή μορφή ενός άφθαρτου παιδιού λουσμένου με το μεσογειακό φως, πλάι στη θάλασσα, είναι το καλοκαίρι μιας εφηβείας που δεν έχει καμιά συγγένεια με το φόβο του θανάτου και γι’ αυτό είναι αήττητη. Από αυτήν την ξεθωριασμένη εικόνα αντλεί την γοητεία της η Λολίτα κι όχι μόνο για την πρώιμα ωριμασμένη, σεξουαλικότητα της όπως σε πρώτο επίπεδο θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, ορίζοντας τον περίπλοκο αυτό μύθο σαν μια παιδεραστική ιστορία. Ο Χούμπερτ-Χούμπερτ δεν είναι ένας ενήλικας που κρατάει ζωντανό μέσα του το παιδί, είναι αυτός που έχει ενηλικιωθεί αλλά δεν ωρίμασε ποτέ. Με αποτέλεσμα να βιώσει το τραγικό συναίσθημα της απώλειας εαυτού. Το γερασμένο παιδί μέσα του, δεν θα γίνει σπόρος για να βλαστήσει. Κι ο σπόρος ενός άλλου άντρα γονιμοποιεί την Λολίτα αποξενώνοντας τον για πάντα από αυτήν που κάποτε αγάπησε, μετατρέποντας την σε μια πρόωρα ωριμασμένη Ντολόρες η οποία του είναι τόσο απεχθής όσο του ήταν κάποτε κι η μητέρα της. Θέλει πίσω τη Λολίτα του απεγνωσμένα χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί πως δεν του την στέρησε ο νέος εραστής της αλλά ο χρόνος. Ή και ίσως καταλαβαίνοντάς το, με ένα τόσο απελπισμένο τρόπο που καταλήγει αιματηρός, καταστρεπτικός και για τους δύο. Όμως η «Λολίτα» της νοσταλγίας του, το κορίτσι των δώδεκα τότε χρόνων που αντίκρισε στον κήπο, να λάμπει κάτω από το φως του καλοκαιριάτικου ήλιου, εικόνα παγωμένη στη μνήμη του που έγινε αρχέτυπο της αιώνιας εφηβείας, η Άνναμπελ Λη, καρπός μιας πρόστυχης και -δυστυχώς ή ευτυχώς- μεταιχμιακής αθωότητας, είναι, ήταν και θα είναι για πάντα, μόνο δική του και κανενός άλλου. Αν ένας σκηνοθέτης το σεβαστεί αυτό μπορεί να ξαναφέρει τη «Λολίτα» κοντά μας αλλιώς πιπιλάει μεν το όνομα της σαν ένα γευστικό γλειφιτζούρι αλλά έχει χάσει την ουσία της. Τελειώνοντας με το κομμάτι της Λολίτας, στην παράσταση αυτή είδα επίσης πολλά άλλα ασύνδετα δρώμενα που όλα κάτι μου θύμιζαν. Είδα μια σάτιρα της σύγχρονης θεατρικής πρακτικής στη χώρα μας με πολύ χιούμορ αλλά όχι και την πρόταση για ένα νέο θέατρο, είδα έναν ύμνο στο δικαίωμα της νιότης να είναι προκλητική αλλά όχι και την πρόκληση, είδα την Λολίτα αντιμέτωπη με τον ενήλικο εαυτό της να συνομιλεί με την νεκρή μητέρα της σε έναν ιδιαίτερα εμπνευσμένο διάλογο σε μια από τις πιο δυνατές σκηνές της παράστασης, είδα το φάντασμα μιας «άλλης» Λολίτας που δεν ήξερε τι γύρευε στη σκηνή αλλά το έψαχνε φιλότιμα, είδα προτάσεις για μια νέα ερμηνευτική πρακτική που όμως οι ηθοποιοί απλά την διακήρυσσαν χωρίς να μπορούν και αν την υποστηρίξουν στη πράξη, είδα παραληρηματικό μονόλογο που θύμιζε -χωρίς να είναι όμως- Σάρα Κέην, είδα σκηνοθετικές απόπειρες για «αποδόμηση» που δεν ευδοκίμησαν αφού επιχειρήθηκε αδέξια, είδα μια παράλληλη ιστορία με μια γυναίκα που φεύγει από τον έρωτα της για να πάει κάπου αλλού να καταστραφεί πολύ εντυπωσιακά ομολογουμένως αλλά μάλλον βρέθηκε στη σκηνή δραπετεύοντας από άλλο έργο, είδα πολλά μαξιλάρια εξ ίσου εντυπωσιακά λόγω της ποσότητας τους, που έκαναν τους ηθοποιούς να σκοντάφτουν και να παραπαίουν διαρκώς, κάτι που μου άρεσε πολύ, ήταν στο πνεύμα της παράστασης, είδα μικρόφωνο διότι πρωτοπορία που σέβεται τον εαυτό της δεν μπορεί παρά να έχει μικρόφωνο –αυτό δεν το γλυτώνουμε με τίποτα- είδα και ένα παιδικό παιχνίδι, ένα μεταβατικό αντικείμενο που φυσικά δεν θα μπορούσε να απουσιάζει όπως και τα κατακόκκινα κραγιόν και μανό, είδα εν κατακλείδι, ένα πλήθος από σκηνοθετικά ευρήματα -περίπου τόσα όσα και τα μαξιλάρια- τα οποία συνέθεταν μια άνιση περφόρμανς που διαπνέονταν από μεγαλομανιακό παραλήρημα με πολύ ενδιαφέρουσες αιχμές και πολύ πληκτικά σημεία και που με κανένα τρόπο δεν συνιστά παράσταση. Είδα επίσης δύο ηθοποιούς να υποδύονται την Λολίτα -ίσως και τρεις- αλλά δεν είδα τη Λολίτα. Ούτε το σκάνδαλο. Οι ηθοποιοί διαθέτουν αναμφισβήτητα, ερμηνευτικά και κινησιολογικά προσόντα αξιοθαύμαστα. Τα υποκριτικά τους ξεσπάσματα, οι μονόλογοί τους, οι διάλογοι είναι σε μερικά σημεία άριστα ερμηνευμένοι και σε κάποια υπερβολικοί στην ένταση αλλά καλά υποστηριγμένοι από ένα έντονο συγκινησιακό υπόβαθρο. Αν μάλιστα ήξεραν και τι ακριβώς κάνουν στη σκηνή θα μπορούσαν να μας προσφέρουν άρτιες ερμηνείες. Αξίζει να δείτε αυτή την παράσταση για πολλούς λόγους. Που σίγουρα θα είναι οι δικοί σας κι όχι οι δικοί μου. Αλλά ξεχάστε τη Λολίτα, αντεστραμμένη η όχι. Αυτήν δεν θα την δείτε. Κείμενο/Σκηνοθεσία/Μουσική επιμέλεια:Χρήστος Καρασαββίδης Σκηνογράφος: Ηλέκτρα Σταμπούλου Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Κούδα Β’ Βοηθός σκηνοθέτη:Giovanni Greco Videoartist: Μαίρη Θηβαίου Παραγωγή: Λυκόφως Παίζουν: Κώστας Καζανάς, Μάρω Παπαδοπούλου, Τζωρτζίνα Λιώση, Δώρα Παρδάλη,Νικόλας Ανδρουλάκης, Κρίστελ Καπερώνη FacebookPage Επί Κολωνώ:https://www.facebook.com/epikolono.gr/ Δείτε το trailer της παράστασης: https://www.youtube.com/watch?v=hXsX0obZhEw Ημέρες & Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 9:00μμ Σάββατο στις 6:15μμ Κυριακή στις 9:15μμ Ως την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017 Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό 15€ Μειωμένο 12€ Ανέργων 10€ (το μειωμένο και το ανέργων ισχύουν για ορισμένο αριθμό εισιτηρίων ανά παράσταση) Διάρκεια:100΄ (χωρίς διάλειμμα) Επί Κολωνώ (Κεντρική Σκηνή) Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός (Στάση Μετρό: Μεταξουργείο) Τηλέφωνο Κρατήσεων:210 5138067 Ιστοσελίδα:www. epikolono.gr |