Σχετικά άρθρα
ΜΑΡΙΑ ΤΣΕΚΛΕΝΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης | |||
Πέμπτη, 16 Σεπτέμβριος 2010 10:25 | |||
Μαρία Τσεκλένη Μικρά, σταθερά βήματα...
Πτυχιούχος της σχολής δραματικής τέχνης του «Νέου Ελληνικού Θεάτρου» του Γιώργου Αρμένη, παρακολούθησε επίσης τα εργαστήρια υποκριτικής «Το σώμα που μιλά και ο χώρος που παίζει» με την Eva Levinson στην 4η θερινή ακαδημία Εθνικού Θεάτρου, «Η ανάπτυξη της τεχνικής του ηθοποιού με βάση το σύστημα Stanislawski και τη μέθοδο Meyerhold» με τον Valery Fokin, «Ουδέτερη είσοδος στη σκηνή επικοινωνία με το σύμπαν» με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, «Αυτοσχεδιασμός – η ραχοκοκαλιά της υποκριτικής» με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, «Η υποκριτική και η αυτοσκηνοθεσία του ηθοποιού στο αρχαίο δράμα» με τον Δημήτρη Λιγνάδη, «Υποκριτική- σκηνοθεσία» με τον Στάθη Λιβαθινό, «Θέατρο – Αυτοσχεδιασμός – Devising» με τη Lilo Baur, « Η δύναμη της φωνής. Σώμα – φωνή – τραγούδι. Πλήρης ενεργοποίηση φωνητικού κέντρου» με τον Riszard Nieoszym, «Υποκριτική – Μέθοδος Jacques Lecoq» με την Esther Andre Gonzalez και «Η υποκριτική στο ποιητικό θέατρο» με τη Λυδία Κονιόρδου. Παρακολούθησε επιπλέον εργαστήρια θεατρικής γραφής με τους Ανδρέα Στάικο, Χρύσα Σπηλιώτη, Έλενα Πέγκα και Ανδρέα Φλουράκη και εργαστήριο Θεατρικού παιχνιδιού με την Αννέτα Παπαθανασίου. Η πολυπράγμων Μαρία έχει κάνει επίσης σπουδές κλασσικού τραγουδιού με τη Μαρίνα Κρίλοβιτς, πιάνου με τη Ζωή Ζενιώδη, κλασικού μπαλέτου και σύγχρονου χορού καθώς και κινησιολογία κατά την τεχνική Jacques Lecoq με τη Βασιλική Σαχπάζη. Στο θέατρο έπαιξε στις παραστάσεις: «Τhe clothing project» σε σκηνοθεσία Πέπης Μοσχοβάκου όπου και συνέγραψε το έργο με την σκηνοθέτιδα, «Η θεραπεία του κυρίου Λαμπρινού» με την ομάδα θεάτρου «Έρωτος Έργα» όπου υπογράφει και την συγγραφή και τη σκηνοθεσία, «Προάστιο Νέου Φαλήρου» του Δημήτρη Κεχαϊδη σε σκηνοθεσία δική της, «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Γιώργου Αρμένη, «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Τάσου Λιανού και η «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Στον κινηματογράφο έπαιξε στην ταινία μικρού μήκους «Ιμάντας» του Δημήτρη Γιαμλόγλου. Διδάσκει υποκριτική και θεατρική γραφή στα εργαστήρια του Ν.Ε.Λ.Ε. Πειραιά ενώ έχει επίσης τραγουδήσει επαγγελματικά σε μουσικές σκηνές της Αθήνας ερμηνεύοντας έργα του Μάνου Χατζιδάκι καθώς και τραγούδια από τον κινηματογράφο και το θέατρο. Η πολυπράγμων καλλιτέχνης ετοιμάζεται να ανεβάσει ένα ακόμα δικό της έργο σε σκηνοθεσία Εύης Σταματίου στο οποίο θα ερμηνεύσει την κεντρική ηρωίδα. Ας ελπίσουμε πως αυτή η διάσπαση των ταλέντων της θα λειτουργήσει ευνοϊκά στην περίπτωσή της και θα την βοηθήσει να υπηρετήσει την τέχνη του θεάτρου εξ ίσου καλά στους πολλούς και διαφορετικούς τομείς που έχει επιλέξει. Γιατί ξεκίνησες να κάνεις θέατρο; Από μια ανεξήγητη λαχτάρα να το υπηρετήσω. Μια λαχτάρα που είχε τη ρίζα της στα πολύ παιδικά μου χρόνια. Ένιωθα σαν τον Οδυσσέα που ταξιδεύει για την Ιθάκη του. Συνεχίζω γιατί παράλληλα πιστεύω στη δύναμή του. Στη δύναμή της τέχνης γενικότερα που υμνεί τη ζωή και που έχοντας ξεπηδήσει από την ελευθερία του πνεύματος και της ψυχής - στα πλαίσια πάντα της αισθητικής που τη διέπει – μας συντροφεύει μας συγκινεί, μας προβληματίζει και πολλές φορές μας απελευθερώνει και μας εξευγενίζει. Συνεχίζω γιατί η μάγισσα τέχνη με τα φίλτρα της μας παρουσιάζει την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μας σπρώξει κι αυτή να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και συνεπώς και πιο λειτουργικά μέλη ενός συνόλου και μιας κοινωνίας.
Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας νέος δημιουργός στον θεατρικό χώρο; Σε σχέση με την προετοιμασία και το ανέβασμα μιας παράστασης είναι οικονομικά. Και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας παράστασής του είναι κάτω από το επίπεδο της πενίας. Σχετικά με την αποδοχή της δουλειάς του από το ευρύ κοινό και την επιρροή που ασκεί θα έλεγα πως ο νέος δημιουργός, όπως και καλλιτέχνες μεγαλύτερης ηλικίας που πειραματίζονται και τολμούν περισσότερο έρχονται αντιμέτωποι συχνά με ένα κοινό που έχει μείνει σε μια εποχή παλιότερη, που διακατέχεται από μια λατρεία του παρελθόντος, που αρνείται να καταλάβει πως η τέχνη εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου και μεταλλάσσεται. Το γεγονός αυτό έρχεται να συμπληρώσει το ότι ένα μέρος του κοινού δεν έχει μάθει να παρακολουθεί θέατρο και να αφήνει ελεύθερο το συναίσθημά του. Δεν ξέρει να χρησιμοποιεί το ερέθισμα ως την τελευταία σταγόνα νερού του ποτηριού. Παρόλο που διψάει. Κι αυτό είναι κάτι που άλλοτε μπορεί να το έχει κάποιος εύκολο, άλλοτε όμως χρειάζεται να κατακτηθεί με θέληση και προσπάθεια.
Ποια είναι τα θεατρικά όνειρά σου; Η εξέλιξή μου ως συγγραφέα και ηθοποιού. Επίσης να εμπνέομαι συχνά και εύκολα από τους ανθρώπους, να ανεβάζω θεατρικά μου έργα και να ερμηνεύω πολλούς και διαφορετικούς ρόλους έργων όχι μόνο δικών μου, αλλά και άλλων θεατρικών συγγραφέων. Αυτά πάντα σε συνεργασία με συντελεστές που εκτιμώ, εμπιστεύομαι και διαθέτουμε κοινή οπτική. Τέλος με τον έργο μου ονειρεύομαι να επηρεάσω και να εμπνεύσω κι εγώ με τη σειρά μου ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
Ποιοι δάσκαλοι δια ζώσης ή με το έργο τους σε εμπνέουν; Εμπνέομαι από τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, ποιητές και φιλοσόφους, από τον Σαίξπηρ, τον Ίψεν, τον Ο’ Νηλ, τον Τσέχωφ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Λόρκα τον Μπέκετ, τον Αραμπάλ, από την ποίηση του Ρίτσου του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Ρίλκε, εμπνέομαι από τη ζωγραφική, κυρίως από τον εξπρεσιονισμό, από την κλασσική μουσική και τον Μάνο Χατζιδάκι. Εμπνέομαι επίσης από την Λυδία την Κονιόρδου, εμπνέομαι από τα λόγια και το φιλί της μητέρας μου, των αγαπημένων μου ανθρώπων, από τις δυσκολίες ή τις ευκολίες της δικής μου ζωής και των άλλων, από ένα παιδί που παίζει στο δρόμο κουτσό ή γελάει ή κλαίει με αναφιλητά ή μου δίνει το χέρι, από ένα παιδί που μπερδεύεται και με φωνάζει μαμά, από δυο περαστικούς ερωτευμένους ή από δύο που μόλις καυγαδίσανε… Εμπνέομαι τέλος πολύ από την θάλασσα, την γαλήνη που μου προσφέρει, τον ήχο των κυμάτων της, από ένα γλυκό ηλιοβασίλεμα...
Τι πιστεύεις για τη θεατρική παιδεία στη χώρα μας; Πριν σχολιάσω τη θεατρική παιδεία της χώρας μας, θα ήθελα να αναφερθώ στην παιδεία γενικότερα που προετοιμάζει και τον μελλοντικό καλλιτέχνη, αλλά και τον θεατή. Λυπάμαι που τη χαρακτηρίζει μόνο η νοησιαρχία και έχει παραμεριστεί το συναισθηματικό κομμάτι. Λυπάμαι που οι δάσκαλοι κρίνουν τους μαθητές από ένα βαθμό και τους συμπεριφέρονται ανάλογα σαν να είναι ρομπότ. Λυπάμαι που δεν καλλιεργούν και δεν επιβραβεύουν την συναισθηματική νοημοσύνη του ατόμου. Την ευαισθησία του και την ανθρωπιά του. Αργότερα οι πολίτες που δημιουργεί αυτού του είδους η παιδεία βάζουν με τη σειρά τους στην άκρη το συναίσθημα και όσον αφορά την τέχνη, λειτουργούν στις καλλιτεχνικές αίθουσες όπως σας είπα παραπάνω. Χρησιμοποιώντας μόνο τη λογική τους. Ας μην ξεχνάμε πως η τέχνη απευθύνεται πρώτα στο συναίσθημα και μετά στη λογική. Κι όταν δε δίνεις αξία στο συναίσθημα δε δίνεις αξία ούτε στον καλλιτέχνη ούτε στην τέχνη του, ούτε στον συνάνθρωπο, ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Η ψυχή σου είναι σαν ένα γρανάζι που μπλόκαρε. Χαίρομαι πάντως που το θεατρικό παιχνίδι έχει αρχίσει να διαδίδεται και διδάσκεται σε πολλά σχολεία. Επίσης να επισημάνω πως στη χώρα μας η διδασκαλία της σκηνοθεσίας θεάτρου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σχολές ηθοποιών απ’ την άλλη υπάρχουν πάρα πολλές και κάποιες απ’ αυτές δημιουργούνται όχι από όραμα αλλά από πρόθεση των ιδιοκτητών να πλουτίσουν και μόνο. Όταν ξεκινάς να δημιουργήσεις καλλιτεχνική σχολή με αυτόν τον σκοπό, είναι αδύνατον να λειτουργήσει σωστά. Επίσης διαφωνώ απόλυτα με την ευκολία που δίδονται οι άδειες για ανώτερες σχολές δραματικής τέχνης, ακόμα και σε άτομα που δεν υπηρετούν τόσο το θέατρο όσο την τηλεόραση και δε κατέχουν καλά την τέχνη του ηθοποιού ούτε οι ίδιοι ούτε το διδακτικό προσωπικό τους. Πιστεύω όμως πως είτε είναι σχετικά καλή η σχολή είτε όχι πρέπει να περάσει κι απ’ αυτήν την εμπειρία ένας ηθοποιός για να βγει στη σκηνή. Άλλωστε ο ηθοποιός που προσπαθεί να αποκτήσει μια γερή πρακτική γνώση γύρω από το αντικείμενο, μπορεί να το επιτύχει με μεταπτυχιακά εργαστήρια που γίνονται στην Ελλάδα κατά καιρούς από Έλληνες και ξένους εκπαιδευτές, αρκεί να το ψάξει καλά και να συναντήσει τα κατάλληλα άτομα.
Τι πιστεύεις για τους πολιτιστικούς θεσμούς στη χώρα μας; Με χαροποιεί αφάνταστα το φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου καθώς και κάποια άλλα ενδιαφέροντα φεστιβάλ ή διαγωνισμοί που έχουν καθιερωθεί. Πρέπει όμως να καταλάβουμε όλοι πως η τέχνη κατέχει την ίδια σημαντική θέση με την παιδεία. Είναι σημαντικός παράγων για την εξέλιξη ενός ατόμου και μιας κοινωνίας και πρέπει να της δοθεί πολύ μεγαλύτερη σημασία από το κράτος και το υπουργείο πολιτισμού. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει πολιτικοί που δεν κατανοούσαν την ύπαρξη των θεατρικών επιχορηγήσεων. Είναι θλιβερό και απογοητευτικό.
Πως επιλέγετε τις συνεργασίες σας; Τους συνεργάτες στην ομάδα, τους επιλέγω με κριτήρια το ταλέντο τους και τη διάθεση, το πάθος τους να περάσουν μηνύματα μέσω του έργου που κάθε φορά δουλεύουμε. Δεν έτυχε να συνεργασθώ με μεγαλύτερους σε ηλικία γιατί ούτε έψαξαν να με βρουν εμένα και άλλους σαν κι εμένα ούτε κι εγώ τους χτύπησα την πόρτα. Θέλω πρώτα να αποκτήσω εμπειρία μέσα από την ομάδα μου και μετά να απευθυνθώ σε κείνους που έχουν δημιουργήσει ένα πιο μεγάλο και πλατύ κοινό με το πέρασμα του χρόνου. Θέλω να ανεβαίνω τα σκαλάκια βήμα-βήμα κι όπου φτάσω. Πιστεύω πως είναι καλό ένας ηθοποιός να μην κάνει άλματα σε σχέση πάντα με το πλάτος και την απαιτητικότητα του κοινού. Πιστεύω στα μικρά, πολύ σταθερά και γερά βήματα. Κι αυτούς όμως θα τους επιλέξω με βάση την αισθητική μου και το όραμα το δικό μου και το δικό τους. Σε καμία περίπτωση δε θα αφεθώ να με διαλέξουν. Είμαι καλλιτέχνης. Όχι εμπόρευμα έτοιμο προς πώληση.
Ποια κατά τη γνώμη σου είναι τα βασικά προσόντα ενός νέου δημιουργού; Τα βασικά προσόντα ενός νέου δημιουργού είναι όσα και ενός γέρου δημιουργού, δηλαδή ταλέντο – κι όταν λέω ταλέντο εννοώ κλίση, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές δεξιότητες – πάθος για το θέατρο και σεβασμός προς τον θεατή. Αν ένας ηθοποιός τα διαθέτει όλα αυτά, θα δουλέψει σκληρά και θα εξελιχθεί. Είναι όμως και κάτι ακόμα που δεν το έχει πλέον ο γέρος δημιουργός αλλά το περιμένουμε από τον νέο. Φέρει το καινούριο. Ή επιβάλλεται να το φέρει. Δεν αντιγράφει και δεν αναμασάει το παλιό.
Τι πιστεύεις για τις θεατρικές ομάδες; Πριν από 50 χρόνια αποφοιτούσαν 20 ηθοποιοί και απορροφούνταν οι 18. Τώρα, το 2010 αποφοιτούν 2000 ηθοποιοί και δεν απορροφάται σχεδόν κανείς, αφού ούτε το εθνικό θέατρο δεν έχει πια μόνιμους συμβασιούχους. Πλέον το να ασχολείται ένας ηθοποιός με το θέατρο, ιδίως όταν κάνει τα πρώτα του βήματα, δεν είναι επάγγελμα, αλλά χόμπι. Και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε καλά οι νέοι ηθοποιοί σε ποια εποχή ζούμε και να μην ονειροβατούμε. Το να προσπαθείς όμως να κάνεις τέχνη αφιερώνοντας αναγκαστικά λίγο χρόνο μες τη μέρα, γυρίζοντας στρεσαρισμένος ίσως από κάποιο γραφείο και βάζοντας χρήματα από το υστέρημά σου, όλα αυτά είναι ανασταλτικοί παράγοντες. Το αποτέλεσμα λοιπόν της δουλειάς των θεατρικών ομάδων είναι ανάλογο των δυσμενών αυτών συνθηκών, του σεβασμού των συντελεστών προς τον θεατή – κι αυτό περικλείει πολλά – και της έγνοιας όχι για το «ΕΓΩ», αλλά για το «ΕΜΕΙΣ». Πολλές από τις παραστάσεις που ανεβαίνουν είναι συγκινητικές προσπάθειες και έργα άξια επαίνου και συγχαρητηρίων.
Ποια είναι τα προσεχή σου σχέδια; Έχω σκοπό τον Χειμώνα ή την Άνοιξη του 2011 να ανεβάσω το τελευταίο μου θεατρικό έργο με τίτλο «Κρατώντας την ομπρέλα μου, γελάω» σε σκηνοθεσία της Εύης Σταματίου και σε ερμηνεία δική μου. Έχει σαν θέμα του τον σύγχρονο νέο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κυρίως όσον αφορά τον συναισθηματικό του κόσμο. Με ενδιαφέρει να παρουσιάσω μέσα από την δική μου οπτική, αυτά που αισθάνονται οι νέοι που τους μεγάλωσαν γονείς οι οποίοι έζησαν την σεξουαλική επανάσταση και τον φεμινισμό, τα όσα αντιμετωπίζουν οι νέοι του σήμερα που υφίστανται την συγκεκριμένη παιδεία, οι νέοι της ανεργίας. Και θα ήθελα μέσα από το έργο μου να τους ενθαρρύνω όσο μπορώ συναισθηματικά. Να προσθέσω εδώ πως συνεχίζω τη διδασκαλία θεατρικού παιχνιδιού σε μικρά παιδιά που με ευχαριστεί, με γεμίζει ενέργεια, με προβληματίζει και την απολαμβάνω. Σας ευχαριστώ πολύ.
|